Στίς 27 Ἰανουαρίου
τοῦ 438, τριανταένα χρόνια ὕστερα ἀπό τόν θάνατό του, ἔφεραν στήν
Κωνσταντινούπολη ἀπό τήν Κουκουσό τῆς Ἀρμενίας τά ὀστᾶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ μεγάλου Ἱεράρχου καί οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, στήν Ἀντιόχεια
Πρεσβύτερος καί στήν Κωνσταντινούπολη Ἐπίσκοπος,
εἶναι ὁ ἀκούραστος διδάσκαλος τοῦ ποιμνίου του, ὁ ἀσκητικός μοναχός, ὁ δραστήριος
κληρικός, ὁ ἀτρόμητος μαχητής, ποὺ συγκρούεται
κατά μέτωπο μέ τήν κακία, χτυπᾶ σάν τόν
Πρόδρομο τήν παρανομία καί πέφτει τελειώνοντας μαρτυρικά τὸ βίο του. Εἶναι ὁ καλός ποιμήν, ὁ ὅσιος καί ὁ μάρτυς. Πολλούς ἀπό τούς ἁγίους Μάρτυρας ἐγκωμίασε καί στό τέλος φάνηκε ἀπόλυτα
συνεπής στά λόγια του· «...εἴ τις βούλεται ἐπαινεῖν μάρτυρας, μιμείσθω μάρτυρας· εἴ τις βούλεται ἐγκωμιάζειν τούς ἀθλητὰς τῆς εὐσεβείας, ζηλούτω τόν ἐκείνων πόνον».
*Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης, ΜΙΚΡΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ*, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1979.