Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΤΡΙΤΗ ΚΗ΄, ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα   3:16-17; 4:1-4
Τέκνον Τιμόθεε, πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος. Διαμαρτύρομαι οὖν ἐγὼ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μέλλοντος κρίνειν ζῶντας καὶ νεκροὺς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ καὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, κήρυξον τὸν λόγον, ἐπίστηθι εὐκαίρως ἀκαίρως, ἔλεγξον, ἐπιτίμησον, παρακάλεσον, ἐν πάσῃ μακροθυμίᾳ καὶ διδαχῇ. Ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.


Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων

π. Χρήστου Ζαχαράκη

Ἔχουμε ἀποκτήσει μία προτεσταντίζουσα ἀντίληψη περὶ ἠθικῆς, γι αὐτὸ κι ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἁγιότητα προσπαθοῦμε νὰ τὴν ὡραιοποιοῦμε, νὰ τὴν παρουσιάζουμε δηλαδὴ σὰν τὴν τέλεια ἠθικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πνευματικότητά μας. Ξεχνοῦμε ὅτι ὁ μόνος ἅγιος εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλὰ γιὰ μᾶς ἁγιότητα εἶναι ἡ κλήση μας καὶ ἅγιοι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τίμησαν καὶ τιμοῦν τὴν κλήση τους. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἁγιότητα εἶναι ὁ πόνος καὶ τὸ δάκρυ, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, κι ἔπειτα ἡ γλυκειὰ ἐκείνη συναίσθηση τῆς χαρμολύπης, ποὺ ἀφήνει ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς πρὸ τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως Κυριακῆς ἀρχίζει μὲ τὸν μακρὺ γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ καταλήγει στὸν ἴδιο. Γενιὲς καὶ γενιὲς δικαίων, μὰ καὶ ἁμαρτωλῶν. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἁπλῶς διηγεῖται· χωρὶς νὰ ὡραιοποιεῖ, περιγράφει τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Δὲν ἀποκρύπτει τὴν ἁμαρτωλότητά τους, γιὰ νὰ μένει ζωντανὸ τὸ ὅραμα τοῦ Μεσσία. Κι εἶναι τὸ ὅραμα  αὐτὸ ποὺ, ὅταν εὐλογεῖται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, μεταβάλλει τὸν πόνο, γιὰ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ, σὲ τραγούδι: «ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου».

Κι εἶναι τὸ ἴδιο ὅραμα ποὺ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς τῆς Μαρίας θὰ τὴ μεταβάλλει σὲ μητρότητα καὶ τὴν παρθενία της σὲ θαλπωρὴ τοῦ Μεσσία ποὺ θὰ κυοφοροῦσε. Παράδοξο γεγονὸς ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσο παράδοξη στὰ μάτια μας φαντάζει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. «Μυστήριον ξένον, ὁρῶ καὶ παράδοξον! οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν, τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρnτος, Χριστὸς ὁ Θεός». Ὅμως τίποτε δὲν εἶναι παράδοξο ὅταν συναντᾶται ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θέλησή μας γιὰ τὴ σωτηρία μας ἤ μὲ τὴν ἀβίαστη συγκατάθεση καὶ ὑπακοή μας στὸ θέλημά του. Ἄν ἡ Παναγία μὲ τὴ στάση της ἀπέναντι στὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας μᾶς ὑποδεικνύει  τὴν ἀξεπέραστη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, ὁ Ἰωσήφ μᾶς διδάσκει τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΙΑ´ ΛΟΥΚΑ, Παραβολή τοῦ Μεγάλου Δείπνου

ΙΑ´ ΛΟΥΚΑ
Παραβολή τοῦ Μεγάλου Δείπνου
π. Χρήστου Ζαχαράκη


«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα». Ἕνα μεγάλο δεῖπνο ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ, ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, στὴν ὁποία καλεὶ ὁ Θεός τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου εἶναι ἴσως ἡ πλέον ἀποκαλυπτικὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου! Πρῶτα-πρῶτα μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν κλήση μας,  ποὺ εἶναι ἡ μετοχή μας στὸ Δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας. Ὅλοι, ποὺ δέχονται τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ καὶ μετέχουν στὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, γίνονται «σύσσωμοι καὶ σύναιμοι» τοῦ Χριστοῦ, ἐνώνονται στὴ Χάρη Του, δέχονται τὴ χαρὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Κι εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μιὰ ἁπλὴ κοινωνία καλεσμένων τὴ μεταβάλει σὲ Θεία, γιατὶ αὐτὸ ποὺ προσφέρεται στὸ Δεῖπνο εἶναι ἡ Ζωή.
Ἔπειτα ἡ παραβολὴ ἀποκαλύπτει καὶ τὴν πνευματική μας γύμνια, τὴν ἀδυναμία μας νὰ συμ-μετάσχουμε στὸ Δεῖπνο. Οἱ προφάσεις ποὺ προβάλουν οἱ καλεσμένοι, πέρα ἀπὸ τὴν προσκόληση στὶς γήινες ἐπιθυμίες καὶ ἠδονές, φανερώνουν τὴν οὐσιαστικὴ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἁμαρτία, καὶ τὴν ἄρνησή του νὰ τὴν ἀπεκδυθεῖ. Στὴν διήγηση τῆς ἴδιας παραβολῆς ἀπὸ τὸν Ματθαῖο, γιὰ τὴ μετοχὴ τῶν καλεσμένων στὸ γαμήλιο δεῖπνο ἀπαραίτητο εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου, ποὺ κι αὐτὸ ἀκόμα εἶναι προσφορὰ τοῦ οἰκοδεσπότη. Αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια, γνωστή στὸν ἰουδαϊκό κόσμο,   δὲν ἀναφέρεται στὶς εὐαγγελικές διηγήσεις, ἑρμηνεύει ὅμως τὴ φαινομενική «σκληρότητα» στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ μὴ ἐνδεδυμένου μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν βασιλιά: «δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἐκβάλετε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».
 Ἐκεῖνο ποὺ στὴν ἄλλη διήγηση ὀνομάζεται ἔνδυμα, στὴ σημερινὴ ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὴν περιουσία, «ἀγρὸν ἠγόρασα», ἀπὸ τὴν ἐργασία «ζεύγη βοῶν», καὶ τὴν οἰκογένεια «γυναῖκα ἔγημα». Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ ἄνθρωπος σ᾽ὁλόκληρο τὸ βίο του ἀγωνίζεται γι᾽ αὐτά. Ὅμως τὸ λάθος κι ἡ ἁμαρτία του εἶναι πὼς ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ δίνει σὰν μέσα νὰ βαδίζει πρὸς τὴ ζωή, αὐτὸς τὰ κάνει σκοπό, μὲ ἀποτέλεσμα, ἄν καὶ πασχίζει, νὰ μὴν τὴν ἀγγίζει ποτέ.  Ἀποκλείει ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ δεῖπνο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ οἰκοδεσπότης λέγει τὸ «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου», ἀφοῦ ἀρνηθοῦν οἱ προσκαλεσμένοι.

Ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅρια· «ἔτι τόπος ἐστί». Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ὅπως εἶναι, μὲ τὴν ἁμαρτία του· «ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε». Τὸ μόνο ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ τιμήσει τὴν πρόσκλησή Του· ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἀποδέχεται εἶναι κι ὁ ἐκλεκτός!