Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω

                             Ἐπισκόπου 
         Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ,
             Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε καθαρὰ καὶ εἶπε γιὰ τὴ δευτέρα καὶ ἔνδοξη παρουσία του. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ταπεινὰ καὶ φτωχά· τὴ δεύτερη θὰ ἔλθη μὲ ὅλη τὴ θεϊκή του δόξα. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο· τὴ δεύτερη θὰ ἔλθη γιὰ νὰ τὸν κρίνη. Τὴν πρώτη φορὰ ἔδωκε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης· τὴ δεύτερη θὰ κρίνη μὲ δικαιοσύνη. Ὄχι μόνο ὡς Θεὸς οὔτε μόνο ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὡς Θεάνθρωπος· ὡς Θεός, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος καὶ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ ξέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Ὁ ἴδιος τὸ εἶπε, ὅτι «ὁ Πατὴρ τὴν κρίσιν δέδωκε τῷ Υἱῷ». Ὁ Υἱὸς, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο, ὁ Υἱὸς καὶ θὰ τὸν κρίνη. Καὶ θὰ τὸν κρίνη μὲ τὰ λιγότερα, γιὰ νὰ σωθοῦν περισσότεροι, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθῆ ὁ κόσμος. Δὲν θὰ σωθοῦν μόνο ὅσοι δὲν θὰ τὸ θελήσουν, ὅσοι οὔτε μὲ διδασκαλία οὔτε μὲ σημεῖα θὰ θελήσουνε νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Αὐτοὶ καὶ τώρα τὸ ἴδιο λένε καὶ τότε τὸ ἴδιο θὰ ποῦν· «Κύριε, πότε σε εἴδομεν;». Ποῦ καὶ πότε τὸν εἴδαμε τὸ Χριστό;
Ἐδῶ τώρα εἶναι, ποὺ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, γιὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν κρίση τοῦ κόσμου, παίρνει ἕνα ἀπροσμέτρητο βάθος καὶ μιὰ μέγιστη κοινωνικὴ σημασία. Ὄχι μεγάλα λόγια καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μικρὰ καὶ καθημερινὰ πράγματα. Ὄχι τάχα θυσίες καὶ θεαματικὲς πράξεις, ἀλλὰ ψωμὶ γιὰ τὸ νηστικὸ καὶ ροῦχο γιὰ τὸ γυμνὸ κι ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ τὸ διψασμένο. Τὸ ἐλάχιστο, ποὺ μπορεῖ νὰ δώση ὁ καθένας κι ὄχι τὸ μέγιστο, ποὺ μποροῦν καὶ πρέπει νὰ δώσουν οἱ λίγοι. Ὅταν καταδικάζουμε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἀνισότητα, καὶ δὲν ἔχομε ἄδικο, ξεχνᾶμε πὼς ἡ ἀναλογία τῆς εὐθύνης πέφτει σὲ ὅλους. Καὶ συμβαίνει ὅσοι μόνο φωνάζουν γι᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα, νὰ μὴν εἶναι πάντα οἱ πιὸ φτωχοὶ καὶ ἀδικημένοι. Ἀλλὰ εἶναι φυσικό· ὅταν τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα δὲν ξεκινάη ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό, καὶ σὰν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, τότε χάνεται, σὰν ἀόριστη καὶ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι ἡ ζωή. Καὶ εἶναι πάλι φυσικὸ ὅταν δὲν πιστεύωμε στὸ Θεὸ οὔτε καὶ στὸν ἄνθρωπο πιστεύομε. Τότε δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἀδελφός μας καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς πονάει, ἀλλὰ τὸ δόγμα καὶ ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία τοῦ κάποιου κοινωνικοῦ συστήματος, στὸ ὁποῖο πιστεύομε.

Μιὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι μᾶς περιμένει ὁ θάνατος κι ὕστερα μᾶς ἀναμένει κρίση. Ὅπως καὶ νά ᾽χη θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὴ ζωή μας. Μάθαμε νὰ λέμε πὼς οἱ φυσικοὶ νόμοι εἶναι ἀπαράβατοι, μὰ πιὸ πολὺ ἀπαράβατοι καὶ ἀμετάθετοι εἶναι οἱ ἠθικοὶ νόμοι, γιατὶ δὲν γίνεται τίποτε στὴν τύχη, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σταθῆ τὸ ὑλιστικὸ ἀξίωμα· «Φάγωμεν, πίωμεν· αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Κάποτε θὰ βροῦμε μπροστά μας τὴ ζωή μας καὶ τὶς πράξεις μας, θὰ μᾶς δικάση ὁ Θεὸς «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ».  Κι ἄν εἶναι νὰ μᾶς δικάση ὁ Χριστὸς σὰν Θεὸς, δὲν θὰ σωθῆ κανένας ἀπὸ μᾶς. Μὰ θὰ μᾶς δικάση σὰν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μέσα στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Καὶ θὰ μᾶς ζητήση ἄν εἴχαμε μεταξύ μας ἀγάπη· ἡ ἀγάπη, γράφει ὁ Ἀπόστολος, «καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν». Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι μιὰ λέξη καὶ μιὰ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ συγκεκριμένη κάθε φορὰ πράξη πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ἀδελφὸς «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὄχι ἀπρόσωπα ὁ ἄνθρωπος οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ ὁ πλησίον προσωπικὰ καὶ ὁ ἀδελφός. Ἄς ἔχωμε λοιπὸν ἀγάπη, ἄς πιστεύωμε στὸ Θεό, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώση ἕναν ἕναν τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ ἀκούσωμε ὅταν θὰ μᾶς κρίνη· «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι…».

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Κυριακή τοῦ Ἀσώτου

               Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
            π. Χρήστου Ζαχαράκη

Ἕνα ταξίδι εἶναι τὸ Τριώδιο, ἕνα ταξίδι ἐπιστροφῆς, γι αὐτὸ καὶ δύσκολο· ὅσο πιὸ πολλὰ χαλάσαμε ὅταν φεύγαμε, τόσα πιὸ πολλὰ  χαλάσματα θὰ βροῦμε στὸ γυρισμό, τόσα ποὺ δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ διαβιοῦμε, ἄν δὲν εἴχαμε μαζί μας νὰ μᾶς συνοδεύει σὰ φυλαχτό ἀληθινὸ κι αἰώνιο, τὴν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. 
Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι ἕνας ἠθικός κανόνας· αὐτόν τὸν τηροῦσαν κι ὁ Φαρισαῖος καὶ ὁ μεγαλύτερος γιός τῆς σημερινῆς παραβολῆς. Τὸ Εὐαγγέλιο  εἶναι κάτι ἀσύγκριτα περισσότερο· εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης του. Γι αὐτὸ καὶ ἡ παραβολή δὲν μιλάει γιὰ τὸν ἄσωτο -αὐτὸ τὸ κάνουν μονάχα ἡ ὑποκρισία κι ὁ ἠθικισμός μας-, ἀλλὰ μιλάει γιὰ τὸν κόκκο ἐκεῖνο τοῦ σινάπεως, τὸν στοιχειωμένο, τὸν ριζωμένο μέσα μας, δῶρο γιὰ τὸ ταξίδι μας ἀνόθευτο κι᾽ ἀπάτητο, γιὰ νὰ μᾶς ζεῖ καὶ νὰ προσμένει νὰ βλαστήσει ὅταν ὅλα χαθοῦν, ὅταν ἔλθουμε «εἰς ἑαυτὸν», κι ἀφήσουμε τὴ νοσταλγία νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ νὰ ξυπνήσει μέσα μας τὴ σιγουριὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τὴν αἰώνια. Τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἀκολουθεῖ διακριτικά «εἰς χώραν μακράν» κι ἄς τὴν πατοῦν κι ἄς τῆς νοθεύουνε οἱ ξένοι «τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα». Τοὺς εἶναι πολὺ εὔκολο αὐτὸ, ὅταν διαλέγεις νὰ ζεῖς μὲ «τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκός καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ βίου», ὅταν ὑποταγεῖς στὰ εἴδωλα...
Σ᾽ ἕνα τέτοιο κόσμο ἀφήσαμε τὴ ζωή μας, ξοδέψαμε τὴν «περιουσία» μας, ἀνταλλάξαμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα. Εἶναι φανερὸ πὼς ἡ λύση δὲν θὰ ἔρθει ἀπὸ κανένα γραφεῖο, καμμία ὑπηρεσία, κανένα κράτος. Μόνο οἱ ποιητές καὶ οἱ προφῆτες μποροῦν νὰ δώσουν τὴ λύση. Γιατὶ ἔχουν τὴν αἴσθηση πού βλέπει καὶ διατηροῦν τὸ φῶς πού φωτίζει. Γιατὶ -γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ντοστογιέφσκι- ἡ ὀμορφιά θὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἄν ὑποφέρουμε εἶναι γιατὶ χάσαμε τὴν ὀμορφιά. Πρῶτα ἐσωτερικὰ μᾶς ξεγύμνωσαν. Πρῶτα ἀφαίρεσαν κάθε δύναμη ἀπὸ μέσα μας. Δίχως ὅραμα δὲν μποροῦν νὰ κλείσουν οἱ πληγὲς τοῦ κόσμου – τὰ μέτρα δὲν κλείνουν πληγὲς, μονάχα τὶς ξύνουν - καὶ ὁδηγούμαστε σὲ ἀδιέξοδα. Ὅσο καὶ νὰ καλλιεργεῖς τὴν ψυχή, ὅσο καὶ νὰ πλουτίζεις τὸ πνεῦμα, ὅσο καὶ νὰ ἁπλώνεις τὴν καρδιὰ, ἄν δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ν᾽ ἀνθίσουν, τότε τὰ πάντα εἶναι μάταια, στὸ τέλος μαραίνονται, δὲν σοῦ δίνουν ποτὲ τὴν αἴσθηση τῆς ζωῆς καὶ τὴ χαρὰ τῆς νίκης.

«Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις ἀγάλλεται...», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ σημαίνει πὼς ἡ ἐλπίδα ἄνθισε. Αὐτὸ μᾶς προσφὲρει ἡ Ἀνάσταση· τὴ χαρὰ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀνθοφορίας, ποὺ εἶναι ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ποὺ ἐξυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ δίνει ὑπόσταση στὴν ἐλπίδα. Ἡ ὀμορφιά γεννιέται ἀπ’ τὸ ὅραμα καὶ τὸ ὅραμα εἶναι ἡ Ἀνάσταση! Καὶ ὅσο ἡ Ἀνάσταση, ὅσο ἡ Ζωὴ μᾶς προσκαλεῖ ἡ χάρη θὰ ἀνθίζει σὲ ψυχές ἁμαρτωλὲς, ἀλλὰ διψασμένες γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἔχασαν κι ἀποφασισμένες νὰ ἐπιστρέψουν, σὲ ὁποιαδήποτε κατάσταση, μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα, μὲ ὁποιαδήποτε ἰδιότητα... Ὁ ἄσωτος ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει ἔστω καὶ σὰν δοῦλος, γιατὶ ἤξερε ὅτι στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα ἡ ἀγάπη δίνεται ἀδιάκριτα, ὅτι ἐκεῖ δὲν ἔχει σημασία ποιὸς εἶσαι, ἀλλὰ νὰ εἶσαι ἐκεῖ...

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Τριώδιο

    Τελώνου καὶ Φαρισαίου
     π. Χρήστου Ζαχαράκη


Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς,  ἀπηύθυνε τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου   πρός   «τος πεποιθότας φ’ αυτος τι εσ δίκαιοι, κα ξουθενοντας τος λοιπος», δηλαδὴ πρὸς τοὺς Φαρισαίους. Καὶ πρὸς ὅλους ἐμᾶς ποὺ θεωροῦμε πὼς ἄξια μαθητεύουμε καὶ  γνήσια ἑρμηνεύουμε τὸ λόγο Του, καὶ ἀσκοῦμε κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα. Ὅμως ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι καθῆκον, ἀλλὰ ζωή! Καὶ ὅσο τὴν ἀγάπη τὴ βλέπομε ὡς καθῆκον, πάντα θὰ ἀντιπαρερχώμαστε τὴ ζωή, τὰ ἔργα μας θὰ εἶναι στυγνὰ κι ἀπρόσωπα, ἀνούσια κι ἀτελέσφορα. Ὁ Φαρισαῖος θὰ ἦταν σήμερα ὁ καλύτερος χριστιανός, ὡς γνήσιος ἐκφραστής τῆς κοσμικῆς θεώρησης τῆς θρησκείας ἤ καλύτερα τῆς θρησκευτικῆς μετατόπισης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας.  Ὑπάρχει σαφὴς διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ θρησκεία, ὅση καὶ αὐτὴ ἀνάμεσα στὸν Τελώνη καὶ τὸν Φαρισαῖο. Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς, θρησκεία εἶναι ὅ,τι κρύβει τὸ Χριστό.
Ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία, ἡ οἴηση, ὁ αὐτοθαυμασμός, ἡ καύχηση, ὅσο ἀντιφατικό κι ἄν φαίνεται, καλλιεργοῦνται κυρίως στὴν προσευχή. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι οἱ πειρασμοί, ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴν προσβάλουν, ἀλλὰ  ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ παρουσιάζεται ὡς εὐσέβεια καὶ αὐτοϊκανοποίηση γιὰ τὰ ἠθικά μας κατορθώματα καὶ τὴν πνευματική μας προκοπή. Ἡ προσευχή εἶναι πάντα λιτή, «λιτὰς τῷ   Κτίστῃ  προσφέρωμεν εὐχάς», «ἑαυτοὺς δικαιοῦν μὴ σπουδάζωμεν», δίχως νὰ προσπαθοῦμε νὰ δικαιώσουμε τὸν ἑαυτό μας. Μιὰ τέτοια προσευχὴ μονάχα ἀσέβεια φανερώνει, γιατὶ ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ  ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο...

Ἡ προσευχή εἶναι κι αὐτὴ ἕνα μυστήριο, μᾶς ἀνοίγει δρόμους ποὺ σὲ ἄλλες στιγμές μένουν καλὰ κλεισμένοι. Εἶναι οἱ στιγμές ἐκεῖνες ποὺ στεκόμαστε, ὄχι «πρὸς ἑαυτὸν»  οὔτε ἀπέναντι, ἀλλὰ μπροστά στὸ Θεό, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, κι ἀφήνουμε τὴν ἀγάπη του νὰ μᾶς σκεπάσει, νὰ ἐλευθερώσει τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς μας. Εἶναι οἱ στιγμές ποὺ ἀφήνεται μέσα στὴν ταπείνωσή του ὁ ἄνθρωπος -ὅπως εἶναι-   μικρός,  καὶ ὑψώνεται ἀπ᾽ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ -ὅπως πλάσθηκε- μέγας.