Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



π. Χρήστου Ζαχαράκη

Ἔχουμε ἀποκτήσει μία προτεσταντίζουσα ἀντίληψη περὶ ἠθικῆς, γι αὐτὸ κι ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἁγιότητα προσπαθοῦμε νὰ τὴν ὡραιοποιοῦμε, νὰ τὴν παρουσιάζουμε δηλαδὴ σὰν τὴν τέλεια ἠθικὴ κατάσταση, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὴν πνευματικότητά μας. Ξεχνοῦμε ὅτι ὁ μόνος ἅγιος εἶναι ὁ Θεός. Ἀλλὰ γιὰ μᾶς ἁγιότητα εἶναι ἡ κλήση μας καὶ ἅγιοι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τίμησαν καὶ τιμοῦν τὴν κλήση τους. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἁγιότητα εἶναι ὁ πόνος καὶ τὸ δάκρυ, ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ βαθιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, κι ἔπειτα ἡ γλυκειὰ ἐκείνη συναίσθηση τῆς χαρμολύπης, ποὺ ἀφήνει ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ.
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς πρὸ τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως Κυριακῆς ἀρχίζει μὲ τὸν μακρὺ γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Κυρίου, ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ καταλήγει στὸν ἴδιο. Γενιὲς καὶ γενιὲς δικαίων, μὰ καὶ ἁμαρτωλῶν. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἁπλῶς διηγεῖται· χωρὶς νὰ ὡραιοποιεῖ, περιγράφει τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν. Δὲν ἀποκρύπτει τὴν ἁμαρτωλότητά τους, γιὰ νὰ μένει ζωντανὸ τὸ ὅραμα τοῦ Μεσσία. Κι εἶναι τὸ ὅραμα  αὐτὸ ποὺ, ὅταν εὐλογεῖται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου, μεταβάλλει τὸν πόνο, γιὰ παράδειγμα τοῦ Δαβίδ, σὲ τραγούδι: «ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου, ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου».

Κι εἶναι τὸ ἴδιο ὅραμα ποὺ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς τῆς Μαρίας θὰ τὴ μεταβάλλει σὲ μητρότητα καὶ τὴν παρθενία της σὲ θαλπωρὴ τοῦ Μεσσία ποὺ θὰ κυοφοροῦσε. Παράδοξο γεγονὸς ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσο παράδοξη στὰ μάτια μας φαντάζει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. «Μυστήριον ξένον, ὁρῶ καὶ παράδοξον! οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν, τὴν Παρθένον, τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρnτος, Χριστὸς ὁ Θεός». Ὅμως τίποτε δὲν εἶναι παράδοξο ὅταν συναντᾶται ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ θέλησή μας γιὰ τὴ σωτηρία μας ἤ μὲ τὴν ἀβίαστη συγκατάθεση καὶ ὑπακοή μας στὸ θέλημά του. Ἄν ἡ Παναγία μὲ τὴ στάση της ἀπέναντι στὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας μᾶς ὑποδεικνύει  τὴν ἀξεπέραστη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, ὁ Ἰωσήφ μᾶς διδάσκει τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

«Ἡ ἀπιστία μᾶς κλείνει τά μάτια καί δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας μέσα μας· νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας, νά αἰσθανθοῦμε τήν κατάνυξη τῆς μετάνοιας, νά ποθήσουμε τή σωτηρία μας. Πῶς μποροῦμε ἀλλιῶς καί ἀπό ποιόν ἄλλο δρόμο θά πλησιάσουμε καί θά συναντηθοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό;»

18 Δεκεμβρίου 1983

Τίποτε δέν εἶναι στή θεία Γραφή χωρίς σημασία. «Ὅσα γάρ προεγράφη εἰς τήν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διά τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως τῶν Γραφῶν τήν ἐλπίδα ἔχωμεν». Εἶναι λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, πού ἀφοροῦν βέβαια στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά πού θέλουνε νά ποῦν πώς, ὅσα εἶναι γραμμένα, γράφτηκαν γιά διδασκαλία δική μας, ὥστε μέ τήν ὑπομονή καί τήν παρηγοριά, πού μᾶς δίνουν οἱ Γραφές, νά στεργιώνεται ἡ ἐλπίδα μας στό Θεό. Ἔτσι καί ὁ γενεαλογικός κατάλογος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μιά σειρά ἀπό ὀνόματα, πού μᾶς εἶναι περισσότερο ἡ λιγώτερο γνωστά ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, δέν εἶναι γιά μᾶς χωρίς σημασία. Βλέπομε σ’ αὐτά καί διαπιστώνομε ἀπό γενεά σέ γενεά πώς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σάν ἄνθρωπος, εἶναι πραγματικά ὁ ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, καθώς εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Θεός. Ὑπάρχει κι ἕνας δεύτερος τέτοιος κατάλογος στό «κατά Λουκᾶν» Εὐαγγέλιο σέ ἀντίστροφη σειρά· ἀπό τόν Ἰωσήφ, πού νομιζότανε πατέρας τοῦ Ἰησοῦ, μέχρι τόν Ἀβραάμ, τόν Ἀδάμ καί τό Θεό. Ὁ κατάλογος τοῦ «κατά Ματθαῖον» Εὐαγγελίου, καθώς θά ἀκούσωμε στήν αὐριανή περικοπή, ἀρχίζει ἀπό τόν Ἀβραάμ καί φτάνει στόν Ἰωσήφ. Ὅμως ἐμεῖς θά ἀφήσουμε κάθε λόγο γιά τόν κατάλογο καί θά ἐξηγήσουμε μόνο τὸ δεύτερο μέρος τοῦ αὐριανοῦ Εὐαγγελίου, ἐκεῖνο πού μᾶς λέγει γιά τόν ὑπερφυσικό τρόπο, μέ τόν ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
«Ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε μέ τέτοιον τρόπο. Ἡ μητέρα του, ἡ Μαρία, ἀρραβωνιάστηκε μέ τόν Ἰωσήφ, καί πρίν νά συγκατοικήσουν, βρέθηκε νά εἶναι ἔγκυος μέ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἄνδρας της, ἐπειδή ἦταν δίκαιος ἄνθρωπος καί δέν ἤθελε νά τήν ἐκθέση, θέλησε νά τήν διώξη κρυφά. Κι ἐνῶ αὐτός σκέφτηκε αὐτά, νά καί φαίνεται στόν ὕπνο του ἄγγελος Κυρίου καί τοῦ λέγει· «Ἰωσήφ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, μή φοβηθῆς νά κρατήσης τή γυναίκα σου Μαριάμ, γιατί αὐτό πού γεννήθηκε μέσα της εἶναι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Θά γεννήση λοιπόν παιδί καί θά τό ὀνομάσης Ἰησοῦν, γιατί αὐτός θά σώση τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Κι ὅλο αὐτό ἔγινε, γιά νά ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, πού εἶπε μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη· «Νά ἡ παρθένος θά συλλάβη μέσα της καί θά γεννήση παιδί καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού θά πῆ ‘ὁ Θεός εἶναι μαζί μας». Καί σηκώθηκε ἀπό τόν ὕπνο ὁ Ἰωσήφ κι ἔκαμε καθώς τόν πρόσταξε ὁ ἄγγελος Κυρίου· πῆρε μαζί του τή γυναίκα του καί δέν τήν ἤξερε, μέχρι πού γέννησε τόν υἱό της τόν πρωτότοκο καί τόν ὠνόμασε Ἰησοῦν».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή γράφει πώς τό ὄνομα Ἰησοῦς εἶναι «τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα», ἐπάνω δηλαδή ἀπ᾽ ὅλα τα ὀνόματα. Κι ὅπως βλέπομε στά ἱερά Εὐαγγέλια, τό ὄνομα Ἰησοῦς στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, δέν τό ἔδωκαν ἄνθρωποι, ἀλλά τό ἔδωκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔτσι εἶπε ὁ ἄγγελος Κυρίου στόν Ἰωσήφ, πού δίκαια θορυβήθηκε, ὅταν εἶδε πώς ἡ παρθένος Μαρία ἦταν ἔγκυος· «Τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Μά καί πιό πρῶτα τὸ εἶχε πῆ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ στήν παρθένο Μαρία, ὅταν πῆγε σταλμένος ἀπό τό Θεό στή Ναζαρέτ, γιά νά εὐαγγελιστῆ τή μεγάλη χαρά πού περίμενε ὁ κόσμος· «Ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν». Αὐτό τό ὄνομα δέν δόθηκε χωρίς λόγο. Εἶναι τό ὄνομα, πού φανερώνει τό ἔργο καί τήν ἀποστολή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μέσα στό ἴδιο τὸ ὄνομα ὑπάρχει τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ· «Ἔθος τοῦτο τῇ Γραφῇ· τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τίθεται», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· δηλαδή τό συνηθίζει ἡ θεία Γραφή νά βάζη τά πράγματα ἀντί γιά τά ὀνόματα. Τό ἑβραϊκό ὄνομα Ἰησοῦς στά ἑλληνικά θά πῆ Σωτήρας, καί ὁ ἄγγελος, πού παρουσιάστηκε στόν Ἰωσήφ, δέν παράλειψε νά ἐξηγήση γιατί ὁ υἱός τῆς παρθένου Μαρίας θά ἔπαιρνε τό ὄνομα Ἰησοῦς· «αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Ὕστερ’ ἀπό τριάντα τρία χρόνια καί μετά τήν Ἀνάσταση ὁ ἀπόστολος Πέτρος θά βεβαιώνη καί θά διακηρύττη ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου ὅτι «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»· δέν ὑπάρχει σ’ ἄλλον κανένα ἡ σωτηρία οὔτε εἶναι ἄλλο ὄνομα κάτω ἀπό τόν οὐρανό, πού δόθηκε στούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦμε.
Ὑπάρχει πάντα μιά μεγάλη παρεξήγηση γύρω ἀπό τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι δέν μποροῦσαν εὔκολα νά καταλάβουν ποιό ἦταν τό ἔργο κι ἡ ἀποστολή τοῦ Διδασκάλου, πού τούς κάλεσε καί τούς πῆρε ἀπό τά ἔργα τους, λέγοντάς τους πώς θά τούς κάμη «ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αὐτή ἡ παρεξήγηση ὀφείλεται πάντα σέ ἄγνοια τῶν θείων Γραφῶν ἤ καί σέ σκόπιμη παρερμηνεία. Εἶναι φυσικό βέβαια, ὅταν παρεξηγοῦμε τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρῶτα νά ἀρνούμεθα καί νά παρεξηγοῦμε τό θεῖο χαρακτήρα τοῦ προσώπου του. Ὅταν χάσουμε τήν πίστη μας στό θεϊκό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε δέν πιστεύομε καί στό ἔργο του, πού εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στή γῆ καί μέσα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἔτσι φτάνομε νά δοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τό ἔργο του, σάν ἕναν κοινωνικό ἀναμορφωτή ὅμοιο μέ πολλούς ἄλλους, ἕναν κινηματία ἡ ἕναν ἐπαναστάτη. Ἀκόμα δέ καί φτάνομε νά ἀρνηθοῦμε ὅτι ὑπῆρξε κὰν στήν ἱστορία τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἤ, ὅπως θέλομε καλύτερα νά λέμε, ὁ χριστιανισμός δέν ἦταν παρά ἕνα ταξικό κίνημα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς. Ὅλα αὐτά βέβαια εἶναι μόνο ἄγνοια καί παρερμηνεία τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς πίστεως καί τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας. Γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, ὅλα αὐτά δέν εἶναι καινούργια, ἀλλά παλιές ἀναμασημένες πλάνες τῆς αἵρεσης καί τῆς ἀπιστίας, πού ξεκινάει ἀπό προκατασκευασμένες πολιτικοκοινωνικές θεωρίες, μέ κύριο καί βασικό δόγμα τους τήν ἀθεΐα. Δέν θά ἀσχοληθοῦμε τώρα μέ ὅλα αὐτά, γιατί ὁ σκοπός τοῦ κηρύγματος δέν εἶναι αὐτός. Ἐμεῖς κηρύττομε τό λόγο καί σκοπός μας εἶναι, καθώς διδάσκει ὁ Μέγας Βασίλειος, τό «πανταχόθεν οἰκοδομεῖσθαι τήν Ἐκκλησίαν».
Βάση σέ ὅσα διαβάζομε στή θεία Γραφή καί κηρύττει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός καί ὅτι «πάντα δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι» καί ὅτι «οὐκ ἀδυνατήσει παρά τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα». Ἐδῶ δέν ὑπάρχουν λογικές καί φυσικές ἀποδείξεις, ὑπάρχει ὅμως στό λογισμό καί στή συνείδηση κάθε σωστοῦ ἀνθρώπου μιά ἀδιάσειστη βεβαιότητα, κι ἔχομε ἀκόμα γι’ αὐτά, καθώς γράφει ὁ Ἀπόστολος, «βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον». Σέ τέτοιους σωστούς ἀνθρώπους ἀπευθύνεται καί κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς καλῆς θέλησης καί τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄλλοι παίζουν μέ τή σωτηρία τους καί βιάζουν τόν ἑαυτό τους νά μήν πιστέψουν, γιατί εἶναι πολύ πιό δύσκολο νά πῆς πώς δέν πιστεύεις παρά πώς πιστεύεις. Ἡ ἀπιστία εἶναι ἔξω ἀπό τή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτούς εὐχόμαστε νά μή φύγουν ἀπό τούτη τή ζωή προτοῦ νά πιστέψουν, κι εἴμαστε βέβαιοι πώς, ἄν ἡ ἀπιστία τους εἶναι καλοπροαίρετη, θά ’ρθῆ ἡ ὥρα καί θά πιστέψουν. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία πώς ἡ ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν κακῶν στόν κόσμο. Ἡ ἀπιστία ὄχι ἐκείνων πού θέλουνε νά πιστέψουν καί δέν μποροῦν, αὐτή εἶναι ἡ καλοπροαίρετη ἀπιστία, ἀλλά ἐκείνων πού μποροῦν καί δέν θέλουν, ἐκείνων πού ξεκινοῦν γιά νά μήν πιστέψουν, πού ἀρνιοῦνται νά ἀκούσουν γιά πίστη, δηλαδή γιά Θεό καί γιά Ἐκκλησία. Γιατί γι’ αὐτή τήν πίστη ὁμιλοῦμε, τήν καθαρή καί ὀρθή πίστη· κατά τά ἄλλα συμβαίνει ὅλοι πού κάνουν τούς ἄπιστους νά εἶναι πνιγμένοι σέ προλήψεις καί δεισιδαιμονίες καί νά εἶναι δεμένοι σέ ἀνελεύθερους δογματισμούς. Μακάρι ὁ Θεός νά τούς φωτίση, ὥστε τό ταχύτερο νά βροῦν τόν ἑαυτό τους.
Ἡ ἀπιστία μᾶς κλείνει τά μάτια καί δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας μέσα μας· νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας, νά αἰσθανθοῦμε τήν κατάνυξη τῆς μετάνοιας, νά ποθήσουμε τή σωτηρία μας. Πῶς μποροῦμε ἀλλιῶς καί ἀπό ποιόν ἄλλο δρόμο θά πλησιάσουμε καί θά συναντηθοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό; Γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἦλθε στή γῆ παρά γιά νά μᾶς συναντήση καί νά ἀναστραφῆ μαζί μας· «Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» εἶναι γραμμένο γιά τό Θεό, πού γίνεται ἄνθρωπος γιά νά σώση τόν ἄνθρωπο. Μαζί μέ τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού θά πῆ Σωτήρας, τό δεύτερο ὄνομά του εἶναι τό Ἐμμανουήλ, πού θά πῆ «Μέθ ’ ἡμῶν ὁ Θεός», ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Ὅλα τα ἄλλα, ὅσα μᾶς λείπουν, θά τά βροῦμε καί θά τά φτιάξουμε μόνοι μας, καί ἐπιστῆμες καί τέχνες καί μηχανές καί πλοῦτο. Μόνο τήν ἁμαρτία μας δέν μποροῦμε νά νικήσουμε καί μόνο τή σωτηρία μας δέν εἶναι τρόπος νά βροῦμε μόνοι μας. Μά ἄς ξεκινήσουμε ἀπό τήν πίστη γιά νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας, γιά νά αἰσθανθοῦμε μετάνοια, γιά νά ζητήσουμε σωτηρία. Αὐτός εἶναι ὁ σωστός δρόμος, γιά νά βροῦμε τό Θεό καί νά συναντηθοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ἐμμανουήλ. Ἄς μήν περιμένωμε πρῶτα νά πεισθοῦμε γιά νά πιστέψουμε, ἀλλ’ ἄς πιστέψουμε πρῶτα κι ἄς βάλωμε τόν ἑαυτό μας στόν καλό δρόμο, πού μᾶς φέρνει σέ συνάντηση μέ τό Σωτήρα. Ἡ συνάντησή μας θά μᾶς πείση ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία...»
Πῶς ἀλλιῶς θά μπορούσαμε νά ὁμιλήσουμε σήμερα; Τί θά ἤθελαν οἱ χριστιανοί νά ἀκούσουν στό κήρυγμα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἔρχεται νά ἑορτάση τή γέννηση τοῦ ἐνανθρωπήσαντος θείου Λόγου; Τή γλώσσα τῶν ἀριθμῶν, τή γλώσσα τῶν ἐξοπλισμῶν, τή γλώσσα τῶν οἰκονομικῶν ἀνταγωνισμῶν, τή γλώσσα τῆς πολιτικῆς καί τῆς διπλωματίας δέν τήν ξέρει ἡ Ἐκκλησία κι οὔτε θέλει νά τήν μάθη καί νά τήν ὁμιλήση ποτέ. Ἡ αὐριανή εὐαγγελική περικοπή, πού εἶναι τό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ «κατά Ματθαῖον» Εὐαγγελίου, μᾶς πρό- μηνάει τή μεγάλη ἑορτὴ πού ἔρχεται, καί μᾶς προετοιμάζει γιά τόν ἐπάξιο ἑορτασμό τοῦ μοναδικοῦ γεγονότος στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὁ γενεαλογικός κατάλογος στήν ἀρχή δείχνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί καταγωγή τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ λόγος τοῦ ἀγγέλου πρός τόν Ἰωσήφ, «τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου», φανερώνει τή θεία φύση καί προέλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», βεβαιώνει τήν αὐτοπρόσωπη ἔλευση καί παρουσία τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα αὐτά συνθέτουν τό γεγονός, πού ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς Ἱστορίας τοῦ κόσμου καί τήν ὁροθετική γραμμή, πού χωρίζει τήν ἱστορία στήν «πρό Χριστοῦ» καί τήν «μετά Χριστόν». Τό γεγονός αὐτό σὲ σχέση μέ τόν κόσμο εἶναι ἡ ἱστορική στιγμή, πού ὁ ἄχρονος μπαίνει στό χρόνο. Σέ σχέση μέ τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία εἶναι τό θαῦμα καί τό μυστήριο «τό ἀποκεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων», πού τώρα φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία στούς αἰῶνες. Ἀμήν.
ὁ Σ.Κ.Δ.