Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Κυριακή Β´Νηστειῶν

   Κυριακή Β´Νηστειῶν
  π. Χρήστου Ζαχαράκη


Οἱ Εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, καὶ γενικότερα τοῦ Τριωδίου, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουν μιὰ πνευματικὴ συνοχή· εἶναι τὸ χέρι τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ βῆμα-βῆμα μᾶς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, ἕνα δρόμο ποὺ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα τὸν δυσκολεύει ἡ παραλυσία μας. Τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε» εἶναι ἡ κλήση, εἶναι ἡ προσωπική συνάντηση μὲ τὸ Χριστό, ποὺ ἄν ἐπιτευχθεῖ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ δοξάζεις τὸ Θεό καὶ νὰ ἀναφωνεῖς ὅτι «οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν». Ἡ ὀρθὴ καὶ σωστὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ πληρώνεται μέσα στὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει πὼς ἡ σωτηρία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομικό γεγονός. Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸν δικό μας πνευματικό ἀγώνα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ. Κι εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πάλι ποὺ, ἀναπληρώνοντας τὰ ἐλλείποντα, ὅταν ὁ ὄχλος ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἡ δική μας παραλυσία ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς ἐμποδίζουν νὰ πλησιάσουμε τὸ Χριστὸ, θὰ  στείλει ἐκείνους ποὺ θὰ ἀποστεγάσουν καὶ τὸ σπίτι ἀκόμα γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸ Χριστό.
Ὁ ὄχλος πάντα μᾶς ἀποπροσανατολίζει καὶ μᾶς ἐμποδίζει νὰ πλησιάσουμε τὴν ἀλήθεια, γιατὶ, ἄν καὶ πλῆθος, ὁ καθένας μένει μόνος του, δὲν ἔχει καταφέρει νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νὰ συναντήσει τὸν ἄλλο, εἶναι ὀπαδοί. Ὅμως καὶ ἡ δική μας πνευματικὴ παραλυσία, στὴν ὁποία μᾶς ὁδηγοῦν τὰ πάθη, μᾶς κρατᾶ καθηλωμένους γιὰ χρόνια, ἀφήνοντάς μας στὸν πόνο τῆς ἁμαρτίας. Πάθη εἶναι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ κλείνουν τὴ ζωὴ στὸν ἑαυτό μας, ποὺ δὲν τὴν ἀφήνουν ἐλεύθερη· ἀγάπη ποὺ φυλακίζεται εἶναι θάνατος.
Πάρα πολὺ χαρακτηριστικό στὴ διήγηση τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ εἶναι τὸ ὅτι ἐνῶ στὶς ἄλλες διηγήσεις θαυμάτων ὁ Χριστὸς ζητᾶ τὴν πίστη τῶν ἀσθενῶν, στὴ συγκεκριμένη διήγηση «ἰδὼν τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ἐδῶ δὲν παρακίνησε τὸν Ἰησοῦ στὸ θαῦμα μονάχα ἡ πίστη τοῦ παραλυτικοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ πίστη ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν κοντά του. Μᾶς ἐπιβεβαιώνει ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ σὲ ἄλλη περίσταση εἶχε πεῖ, ὅτι «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν». Ὅμως ἐδῶ μιλᾶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔχουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, -τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός, τὴ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος-,  τὴν παρουσία τοῦ  λαοῦ   στὸ πρόσωπο τοῦ παραλυτικοῦ καὶ τοῦ ὄχλου, καὶ τῶν λειτουργῶν της στὸ πρόσωπο τῶν τεσσάρων, ποὺ μετέφεραν καὶ ὁδήγησαν τὸν παραλυτικὸ στὸ Χριστό. Οἱ λειτουργοί, ὡς διάκονοι τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, θὰ πρέπει νὰ ἔχουν τέτοια πίστη ὥστε, σηκώνοντας τὰ βάρη τῶν ἀνθρώπων καὶ  παρακάμπτοντας τὸν ὄχλο, νὰ ἀποστεγάζουν ὅ,τι κρύβει τὴν Ἀλήθεια.

Πάντα ὁ Χριστὸς συνδέει τὴ θεραπεία μὲ τὴν συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν, γιατὶ ἡ θεραπεία εἶναι ταυτόχρονα καὶ σωτηρία. Γι αὐτὸ τὸ «ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ παγε εἰς τὸν οἶκόν σου», εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ «στις θέλει πίσω μου λθεν, παρνησάσθω αυτόν καί ράτω τόν σταυρόν ατο καί κολουθήτω μοι». Τὸ κρεβάτι, ὅπου καθηλώνουμε τὸν ἑαυτό μας εἶναι καὶ ὁ σταυρός μας· αὐτὸν τὸν σταυρό ἄς σηκώσουμε… εἶναι ὁ πιὸ βαρύς!

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Νηστεία καὶ ἐλεημοσύνη

     Νηστεία καὶ ἐλεημοσύνη
     κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ 
                 Τριωδίου               
     π.Χρήστου Ζαχαράκη

Α´
Στὴν Ἐκκλησία τίποτε δὲν εἶναι ἀτομικό. Ὅπου ὑπάρχει τὸ ἀτομικό ἐκεῖ ἀνοίγει ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὴν αἵρεση. Ὅσο τὸ ζητούμενο τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἀτομικὴ πνευματικότητα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ παραμένει ἕνα ἰδεολόγημα ἄπιαστο καὶ μακρυνό, καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας θὰ περιττεύει, ὡς μὴ ἀπαραίτητη καὶ ἀναγκαία. Ἔτσι π.χ. ἡ νηστεία ἀπὸ πνευματικό ἀγώνισμα, ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν λατρεία, ἀνάγεται σὲ ἀρετὴ ἱκανὴ νὰ φέρει ἀπὸ μόνη της τὴ σωτηρία. Ὅμως καθετὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἀναφορά, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶναι συνδεδεμένα τὰ πάντα μὲ τὴ λατρεία, καὶ ἡ ἀναφορά τους εἶναι ὁ Κύριος, γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρο τῆς λατρείας εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ κατεξοχὴν πράξη ἀγάπης, ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παροῦσα στὸν κόσμο. Ὅ,τι γίνεται λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία εἶναι πράξεις ἀγάπης, εἴτε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ ἔτσι ἀποκαλύπτεται καὶ δοξάζεται, εἴτε ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δέχεται τὸ Θεό καὶ σώζεται. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι στὸ Τριώδιο ἡ νηστεία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ λατρεία, συνδέεται ἄμεσα καὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὸ γιατὶ εἶναι ἐκδήλωση καὶ πράξη ἀγάπης καὶ οἱ πράξεις ἀγάπης στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουν κατεύθυνση μόνο πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀγαπᾶ κανεὶς πραγματικὰ τὸ Θεὸ, ἄν δὲν ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο.  Νηστεύοντας δὲν πλησιάζουμε μόνο τὸ Θεὸ, μὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο, νηστεύουμε γιὰ νὰ περισσεύει καὶ γιὰ τὸν ἀδελφό μας.
Ἡ νηστεία ἄν καὶ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο ἄσκησης, δὲν παρέμεινε στὴν ἐξέχουσα θέση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ποὺ τῆς ἁρμόζει, εἴτε γιατὶ παραθεωρεῖται ἡ ἀξία της, εἴτε γιατὶ ἔχει καταντήσει αὐτοσκοπός. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται μᾶλλον γιὰ θρησκευτικὴ παρεκτροπή καὶ ἔλλειψη ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας. Πάρα πολλὰ πράγματα  μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν ἀποκτήσει μιὰ νομικίστικη ἀντίληψη καὶ μιὰ ἠθικιστική ἑρμηνεία, αὐτὰ ποὺ καταδίκαζε δηλαδὴ ὁ Χριστός, γιατὶ σκληραίνουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, πότε μὲ τὴ περηφάνεια καὶ πότε μὲ τὸ φόβο. Ἡ στάση καὶ ἡ θέση ποὺ παίρνουμε ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας, ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία κι ἀπέναντι στὸ Θεό, σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὸ τὶ θεωροῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὴν ἐντοπίζουμε πάντοτε στὰ ἠθικὰ παραπτώματα. Ὅμως ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ἠθικὸ παράπτωμα,  ἀλλὰ κάτι πολὺ πιὸ οὐσιαστικό, εἶναι παρεκτροπὴ ζωῆς, -τὸ ἠθικὸ παράπτωμα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας-. Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπιστία, ἁμαρτία εἶναι νὰ προσδίδουμε ἠθικὴ ἀξία στὶς πράξεις μας, ἁμαρτία εἶναι νὰ ἑρμηνεύουμε τὸ Χριστὸ ἀντὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε... Μόνο ἀκολουθώντας τὸ Χριστὸ τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν νόημα καὶ διακονοῦν στὴ σωτηρία. Τότε μποροῦμε νὰ νηστεύουμε δίχως νὰ μετατρέπουμε τὴ νηστεία σ᾽ ἕναν ἀπαρέγκλητο κώδικα ἐπιτρεπόμενων καὶ μὴ τροφῶν, ποὺ συνήθως ὅμως τὸν ἀντικαθιστοῦμε μερικῶς ἤ ὁλικῶς, ἀνάλογα μὲ τὸν πνευματικό καὶ τὴν «πνευματικότητά» μας. Ἀντικαθιστοῦμε τὸ λάδι μὲ τὸ σπορέλαιο, τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας μὲ ὑποκατάστατα σόγιας καὶ οὕτω καθεξῆς, ἀναλώνουμε χρόνο καὶ εὑρηματικότητα σὲ συνταγές νηστήσιμες, νοστιμότερες καὶ ἀκριβότερες     ἀπὸ τὶς ἀρτύσιμες, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι ὑποσκάπτουμε καὶ ἀκυρώνουμε τὴ νηστεία ἐκ τῶν ἔσω. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι ἀντικατάσταση, οὔτε ἀπόλαυση, ἡ νηστεία εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀποταγή καὶ στέρηση! Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς «τοῦτο τὸ γένος -τὸ δαιμονικό, ποὺ μᾶς θέλει καὶ μᾶς κρατάει στὸ θάνατο- ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ προσευχὴ μᾶς συνδέει μὲ τὸ Θεό, ἐνῶ ἡ νηστεία μᾶς ἀποσυνδέει ἀπὸ τὴ φθορά. Προσευχὴ εἶναι ἡ ἀναφορά μας στὸ Θεό, νηστεία ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία προϋποθέτουν τὴν πίστη, δὲν εἶναι ἀτομικά κατορθώματα. Εἶναι μέσα στὴ χάρη τῆς εὐλογίας τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, στὴ μετάνοια, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση. Τὰ πνευματικὰ ἀγωνίσματα δὲν εἶναι τυπολατρία καὶ καθηκοντολογία, ἀλλὰ πόθος ἁγιότητος καὶ συνάντησης μὲ τὸ Χριστό.
Ἡ νηστεία εἶναι κυρίως πνευματικὸ ἀγώνισμα, εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα στὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ἡ διδασκαλία περὶ νηστείας, ποὺ ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου, εἶναι  σαφής καὶ ξεκάθαρη ὡς πρὸς τὸ νόημα καὶ τὸ σκοπὸ της, δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο παρανόησης. Σοφὴ στὰ διδάγματά της καὶ ἀκριβής στὶς ὑποδείξεις της, ἀπαραίτητος σύμβουλος ὅλων μας, ὅσων νομίζουμε ὅτι νηστεύουμε.
Τὰ βασικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα περιέχει ἡ  καθαρή καὶ ἀληθινή  νηστεία, σύμφωνα μὲ τὸ Τριώδιο, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀλλοτρίωση καὶ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν τακτική καὶ ἐπιμελὴ προσευχή, ἡ μετάνοια ποὺ ὁδηγεῖ στὰ δάκρυα καὶ τὴν κατάνυξη, καὶ τέλος ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ παρηγορειά τῶν φτωχῶν, ἡ τῶν πενήτων προμήθεια.
Ἐπειδὴ ἡ νηστεία στοχεύει κατευθείαν στὴν   ἐγκράτεια, δὲν νοεῖται νηστεία χωρὶς ἐσωτερικό ἀγώνα. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς ἡ ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου μᾶς βάζει στὸ νόημα τῆς νηστείας. « Ἔφθασε ἡ νηστεία, ἡ μητέρα τῆς σωφροσύνης, ἡ κατήγορος τῆς ἁμαρτίας, ἡ συνήγορος τῆς μετανοίας, ἡ πολιτεία τῶν ἀγγέλων, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων».
Σύμφωνα μὲ τὴν ὑμνογραφία λοιπὸν τῆς περιόδου αὐτῆς ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀποχή, γιατὶ ἄν κανεὶς νηστεύει ἀπὸ τὶς τροφὲς καὶ καλλιεργεῖ τὰ πάθη, μάταια ἀπέχει ἀπό τίς τροφές, ἄν ἡ νηστεία δὲν διορθώνει τὸν ἄνθρωπο, τέτοια νηστεία δὲν τὴν ἀγαπᾶ ἡ Θεός. «Ψυχὴ κακίας μὴ καθαρεύουσα, καὶ ἡδονῶν σαυτήν, φθοροποιῶν μὴ μακρύνουσα, τὶ ἀκαίρως ἀγάλλη νηστεύουσα; ταύτην γὰρ τὴν νηστείαν οὐκ ἐξελέξατο, Κύριος ὁ μόνος, τὴν ἡμῶν θέλων διόρθωσιν»
Παράλληλα μὲ τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν ἐπιδιώκεται ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καὶ ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. «Βρώμα τὴν ἀγάπην ποιούμενοι, ἐγκρατεία τῶν παθῶν, κατακρατήσωμεν πιστοί…». Κάνοντας τροφή μας τὴν ἀγάπη, ἄς ἀποκτήσωμε τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν, πιστοί.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς καθαρῆς νηστείας εἶναι ἡ προσευχή, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ κοινωνεῖ μαζί του. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ὡς καλὴ οἰκονόμος, προνοεῖ καὶ μᾶς δίνει ὅλα τὰ ἐφόδια, τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν πνευματική μας πορεία καὶ πρόοδο. Τὸ τυπικὸ καὶ οἱ ἀκολουθίες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς συμπορεύονται μὲ τὴ νηστεία στὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο δρόμο πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Τὸ ψυχικὸ σθένος γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς νηστείας τὸ προσφέρει ἡ προσευχή, τὸ προσφέρει δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία.

Β´
Ἡ νηστεία εἶναι ἄσκηση καὶ ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη θέλει συνεχὴ ἀγώνα, θυσία, ὑποχωρητικότητα, κατανόηση, σεβασμό. Μία μορφή ἀσκήσεως εἶναι οἱ καθημερινὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ποὺ τόσο κουράζουν τὸ σημερινὸ ἄνθρωπο. Κι αὐτὸ γιατὶ ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπουσιάζει ὁ Χριστός. «πείνασα γάρ, κα οκ δώκατέ μοι φαγεν, δίψησα, κα οκ ποτίσατέ με. ξένος μην, κα ο συνηγάγετέ με, γυμνός, κα ο περιεβάλετέ με, σθενς κα ν φυλακ, κα οκ πεσκέψασθέ με». Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἐλεημοσύνη συνήθως τὸ μυαλό μας πηγαίνει στὰ λίγα ἤ περισσότερα χρήματα ἤ τρόφιμα ἤ ροῦχα, ποὺ δίνουμε σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Ὅμως αὐτὸ εἶναι τὸ ἐλάχιστο!  Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ζητάει τὸ ἐλάχιστο, ἀλλὰ τὸ μέγιστο, γιατὶ ἡ ἀγάπη δίνει πάντα τὸ μέγιστο. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Κύριο «ὁμοία» μ᾽ ἐκείνη τὴν πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο εἶναι θεμελιωμένη στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.   Ἁπλώνεται, διαχέεται παντοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ μοναδικό της ὅριο εἶναι ἡ θυσία. «Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε», ἀπ’ αὐτὸ γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὸ ὅτι Ἐκεῖνος πρόσφερε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, γι᾽αὐτὸ  «καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι». Ὁ Χριστὸς ἄνοιξε ὁ ἴδιος τὸ δρόμο τῆς ἀγάπης καὶ ἐντέλλεται καὶ γιὰ μᾶς: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής, δὲν ἀφήνει τὸ παραμικρό περιθώριο παρανόησης. Δὲν ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ καμμιὰ φυλετική, γιὰ καμμιὰ ἐθνική, γιὰ καμμιὰ κοινωνική, γιὰ καμμιά θρησκευτική διάκριση. Διαφορετικά, δὲν εἶναι ἀγάπη! Εἶναι μονάχα ἡ χειρίστου εἴδους ἐκμετάλλευση…
Εἶναι πάρα πολὺ χαρακτηριστικό ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «ἵν᾽ ἕν γέ τι πάντως αὐτοῖς ἁμαρτάνηται, ἤ τὸ κακὸν ἐνεργούμενον, ἤ τὸ καλὸν ἀπιστούμενον» (Λόγος Β´), ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει ὄχι μόνο ὅταν διαπράττει τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ ὅταν παραλείπει νὰ πράξει τὸ καλό. Ὁ Χριστὸς ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν κρίση κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία του καὶ συνέδεε τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φροντίδα μας γιὰ τοὺς συνανθρώπους μας μὲ τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν ἴδιο,  οὐσιαστικά τόνιζε ὅτι ἄν θὰ δώσουμε λόγο γιὰ κάτι, αὐτὸ εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, συμπόνοιας, ἀλληλεγγύης, ἀδελφικότητας, γιατὶ «φ' σον οκ ποιήσατε ν τούτων τν λαχίστων, οδ μο ποιήσατε».
Ἡ κατεξοχήν ἔκφραση ἀγάπης λοιπόν, ἡ ἐλεημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ νηστεία.  Ὅλα σχεδόν τὰ τροπάρια τοῦ Τριωδίου, ποὺ ἀναφέρονται στὴ νηστεία τὴ συνδέουν ἄμεσα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, «ἔχοντες, πάντες τὸν καιρὸν τῆς νηστείας, ὡς συνεργὸν θείων πράξεων».
 «Μετανοίας ὁ καιρός, καὶ ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς νηστείας ἀγών, ἐὰν ἐκτείνωμεν χείρας εἰς εὐποιϊαν, οὐδὲν γὰρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων, ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τὴ νηστεία, ἐκ θανάτου ῥύεται τὸν ἄνθρωπον, Αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ἢς οὐδὲν ἴσον, ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει, σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν», ὁ καιρὸς τῆς μετάνοιας ἔφτασε· ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας μας θὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια ζωὴ, ἄν ἁπλώσουμε τὰ χέρια μας στὶς καλές πράξεις, γιατὶ τίποτε δὲν σώζει τόσο τὴν ψυχή ὅσο ἠ ἐλεημοσύνη ἑνωμένη μὲ τὴ νηστεία.
 Συνδέοντας ἡ ὑμνολογία  τοῦ Τριωδίου τόσο ἄμεσα τὴν ἐλεημοσύνη μὲ τὴν νηστεία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε καὶ τὸ πραγματικὸ νόημα καὶ τῶν δύο, νὰ ἀναθεωρήσουμε μέσα μας ὅ,τι νομίζαμε, νὰ δοῦμε τὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καὶ τὶ ὑποστηρίζουν οἱ Πατέρες γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Σ᾽ αὐτὸ πάλι μᾶς βοηθᾶ ἕνα ἐξαίρετο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τὸ ὁποῖο ἀποτελώντας ἐπιτομὴ τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη λέει τὰ ἑξῆς: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς, λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, πᾶσαν συγγραφήν ἄδικον διασπάσωμεν, δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους, ἵνα λάβωμεν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸ μέγα ἔλεος». (Τετάρτη Α´ Ἑβδομάδος, Στιχηρό Ἑσπερινοῦ), «Νὰ νηστεύουμε σωματικὰ καὶ πνευματικά, νὰ λύσουμε κάθε σύνδεσμο ἀδικίας, νὰ καταστρέψουμε τὶς ἄνομες συναλλαγές, νὰ καταστρέψουμε κάθε ἄδικο συμβόλαιο, νὰ δώσουμε ψωμὶ στοὺς πεινασμένους, τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἄστεγους νὰ περιθάλψουμε. 
Τὸ τροπάριο αὐτὸ μᾶς παραπέμπει ἄμεσα στὸν προφήτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος διὰ στόματος Θεοῦ καὶ μιλώντας γιὰ τὴ νηστεία, ἔλεγε:  "Μ' αὐτό τόν τρόπο πού προσεύχεστε, δέν πρόκειται νά εἰσακουστεῖ ἡ προσευχή σας. Ἡ νηστεία, ὅπως ἐγώ τή θέλω [λέει ὁ Θεός], δέν εἶναι νά κακουχεῖστε γιά μιά μέρα, καί τό κεφάλι κάτω νά τό σκύβετε, καθώς τό βοῦρλο, μέ ροῦχα πένθιμα νά κάθεστε στή στάχτη" (58: 5). "Νά σπᾶτε τῶν ἀδικημένων τά δεσμά, νά λύνετε τά φορτία πού τούς βαραίνουν, τούς καταπιεσμένους ν' ἀπελευθερώνετε καί νά συντρίβετε κάθε ζυγό" (58: 6).  Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τοῦ Ἠσαΐα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σημειώνει τά ἑξῆς: "Οἱ ἅρπαγες καί οἱ ἄδικοι δέν θά ἀναστηθοῦν γιά νά ἔρθουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό καί νά κριθοῦν, ἀλλά εὐθύς γιά νά καταδικαστοῦν [...], διότι καί στήν ἐδῶ ζωή ποτέ δέν εἶχαν ἔρθει πραγματικά πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό...´´.
Καὶ τὸ τροπάριο αὐτὸ τοῦ Τριωδίου καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου  Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔχουν ἕνα περιεχόμενο ριζοσπαστικό, ἀνατρεπτικό καὶ βαθύτατα κοινωνικό. Κάνουμε ἕνα λάθος ὅλοι μας ὅταν, στὴ θεολογία μας, στὸ κήρυγμά μας, στὶς παραινέσεις μας,  μεταφέρουμε καὶ μετατοπίζουμε τὴ δικαίωση τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδυνάτων καὶ τῶν ἀδικημένων στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτὸ βέβαια τὸ κάνουμε ἀσυναίσθητα, ἀλλὰ ἐκ τοῦ πονηροῦ, διότι ἔτσι ἀποποιούμαστε τὴν προσωπική μας εὐθύνη καὶ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Καὶ ναὶ μὲν ἐκεῖνοι θὰ δικαιωθοῦν, ἐμεῖς ὅμως θὰ κριθοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει αἰώνια, ἀλλὰ ἡ αἰώνια ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν παροῦσα, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παρουσία τῆς αἰώνιας Βασιλείας ἐδῶ στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιμένει τὸν ἄνθρωπο νὰ πεθάνει γιὰ νὰ τὸν ἀναστήσει, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὴ ζωὴ τῆς Ἀνάστασης ἀπὸ τώρα. Ἑπομένως ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατὰ συνέπεια καὶ τῶν μελῶν της εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. 
Ὅταν ἕνα Σάββατο, κατὰ τὴ συνήθειά του, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μπῆκε στὴ συναγωγὴ τῆς πατρίδας του ζήτησε νὰ διαβάσει τὴ θεία Γραφή, γιὰ νὰ κηρύξει τό λόγο. Ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ξετύλιξε τὸ χειρόγραφο κι ἄρχισε νὰ διαβάζη· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με· εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένοιυς ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κύριον δεκτόν», «τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶν᾽ ἐπάνω μου, γιατὶ ἐκεῖνος μὲ ὥρισε καὶ μὲ στέλνει· νὰ φέρω μήνυμα χαρᾶς γιὰ τοὺς φτωχούς, νὰ κηρύξω λευτεριὰ στοὺς σκλάβους καὶ στοὺς τυφλοὺς νὰ δώσω φῶς, νὰ σηκώσω τὰ βάρη τῶν κουρασμένων καὶ τῶν ταπεινῶν, καὶ νὰ φωνάξω πὼς ἔφτασε ὁ καιρός, ποὺ ὁ Κύριος ἔρχεται γιὰ νὰ σώση τὸ λαό του». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Προφήτη κηρύσσεται φανερὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ Μεσσία. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσία, ἔργο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, δὲν εἶν᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ σημερινὴ κοινωνικὴ κατάσταση, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς παγκόσμια ἐλεγχόμενης καὶ κατευθυνόμενης κρίσης μὲ στόχο τὴν ἐξαθλίωση καὶ τὴν οἰκονομική τουλάχιστον ὑποδούλωση τῶν ἀνθρώπων, ἀπαιτεῖ μία ἐπανεξέταση τοῦ ρυθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας καὶ τῶν προτεραιοτήτων. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιᾶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἔχει ἐσωτερικές ἀντιστάσεις, τὶς ἀνάλωσε μέσα σ᾽ ἕναν ὑπέρμετρα καταναλωτικὸ τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος ὅμως μετατόπισε καὶ τὶς ἐλπίδες του ἀπ᾽ τὸ εἶναι στὸ ἔχειν. Ἔχουμε ξεχάσει ὅτι ὁ ληθινός πλοτος το νθρώπου συνίσταται στήν γάπη, ποία τόν κάνει κοινωνό τς ζως το Θεο. Ἡ ἀπάντηση, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ὅλα ὅσα στὰ ὁποῖα καὶ μᾶς ὑποβάλλουν, πρέπει νὰ τὰ δεχώμαστε ἄκριτα καὶ παθητικά, ἡ ἀπάντηση λοιπόν βρίσκεται στὸν ἀσκητικὸ καὶ λιτό τρόπο τῆς νηστείας καὶ στὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τῆς ἐλεημοσύνης. Τὸ λεγόμενο κεφάλαιο στηρίζεται στὴν κατανάλωση  καὶ ἡ νηστεία πάνω ἀπ᾽ ὅλα χτυπάει τὴν κατανάλωση· ἐκεῖ ἀκριβῶς στοχεύει: νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τὸν δένουν μὲ τὸν κόσμο.  Γιὰ νὰ στραφεῖ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου στὸν πλησίον, στὸ συνάνθρωπο, στὸν ἀδελφό, πρέπει νὰ ξεκολήσει ἀπὸ τὰ πράγματα. Τότε μονάχα περισσεύει ἡ ἀνθρωπιά, ὄχι σὰν ἕνα ἀπρόσωπο ἐνδιαφέρον, τὸ ὁποῖο δὲν κοστίζει καὶ τίποτε, οὔτε καὶ καταργεῖ τὶς διακρίσεις, ἀλλὰ σὰν προσωπικὴ καὶ σταυρικὴ συμμετοχὴ σὲ μιὰ κοινωνία ἀγάπης καὶ ἀδελφικότητας, μὲ τὴν πιστότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὰ σημάδια τοῦ θανάτου. Ἡ Ἀνάσταση μπορεῖ νὰ προβάλλει μακριά, ἀλλὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ διαβοῦμε τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ μὲ περισσότερη ἀντοχὴ καὶ ἐμπιστοσύνη, γιατὶ ἔχουμε τὴ βεβαία ἐλπίδα πὼς ὁ θάνατος καταργήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό κι ἐμεῖς πολιτευόμαστε στὴ Βασιλεία Του.

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Λόγος εἰς τὴν ὑποκρισίαν

       Λόγος εἰς τὴν ὑποκρισίαν*

 Μελίτωνος, Μητροπολίτου     Χαλκηδόνος (1913-1989)
 

Αδελφοί μου

Είναι απλή η αλήθεια, καθαρή, ωραία, χαριτωμένη και στην τελευταία της ανάλυση η αλήθεια είναι αγάπη. Έτσι μας την παρουσίασε αυτός, που τόσο πολύ την επλησίασε: Ο Πλάτων. Έτσι μας την απεκάλυψεν ωσάν Ευαγγελικήν χάριν, ο Κύριος μας, την αλήθεια. Απλή, απλά. Εμείς την περιπλέξαμε. Εζητήσαμε το πέραν της απλότητος. Και αυτό δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει επέκεινα της αληθείας.

Ανεζητήσαμε την αλήθεια μέσα εις τους λαβυρίνθους της σοφιστείας, μέσα εις τους μαιάνδρους της αληθοφάνειας. Αλλη αλήθεια, υπομονετική όπως είναι, σταθερή και ακεραία, επανέρχεται πίσω και κρούει την θύραν της ζωής μας. Έτσι την κρούει και σήμερα με την Ευαγγελική περικοπή, πού ακούσατε. Στην περικοπή δεν υπάρχει τίποτε ποιητική αδεία ή ως ρητορικόν σχήμα λόγου. Είναι απλή η αλήθεια. Σαφής ο λόγος του θεού. Τόσον σαφής και κατηγορηματικός, ώστε ούτε καν ανάγκην από ερμηνείαν έχει. Προσέξατε τι είπε: Απλά και αληθινά πράγματα: Εάν δεν συγχωρήσετε τους ανθρώπους δεν θα σας συγχώρηση ο Θεός. Το φαντασθήκατε ποτέ αυτό, ότι η θεία συγχώρησις εξαρτάται από την συγχώρησι του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπόν του; Και όλα τα άλλα, όλα τα δήθεν αγαθά μας έργα, όλος ο μοντανισμός μας, όλη η μέριμνα μας διά την σωτηρίαν των άλλων, όλη η κρίσις μας περί του κόσμου από του ύψους της δήθεν αρετής μας, όλα αυτά δεν έχουν καμμίαν αξίαν και δεν μπορούν να φέρουν την Θεία συγχώρησιν, εάν δεν συμπληρωθούν με την συγγνωμικότητά μας προς τον συνάνθρωπόν μας.
Και αυτό μάς λέγεται από τον Κύριον αυτή την στιγμήν, που εισερχόμεθα εις την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν και μάς λέγεται εν συνάφεια με ό,τι μας έχει λεχθή τις τρεις προηγούμενες Κυριακές του Τριωδίου.

Την πρώτην Κυριακή, μάς είπε πως ο Τελώνης δικαιώθηκε, ο Φαρισαίος όχι. Την δεύτερη Κυριακή, μας είπε πως η μετάνοια του άσωτου έγινε δεκτή, ο άσωτος λυτρώθηκε, ενώ ο πρεσβύτερος αδελφός, ο δεύτερος άσωτος, η τραγική μορφή της παραβολής, έμεινε ανεξιλέωτος μέσα στην αυταρέσκεια του και αμέτοχος εις την παγκόσμια χαρά της σωτηρίας. Την τρίτη Κυριακή, μας απεκάλυψε το πλέον καταπληκτικό μυστικό των έσχατων, ότι η ανθρωπότης όλη θα κριθή με το πλέον απίθανο μέτρο. Το πλέον παράδοξον, επειδή είναι θείον μέτρον. Με τι; Με την ταυτοπροσώπησι του θεού προς τον ελάχιστο άνθρωπο. Τον γυμνό, τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον άρρωστο, τον ξένο, τον από οιαδήποτε αιτία σε φυλακή πεταμένο. Εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. Εφ' όσον ουκ εποιήσατε, ουδέ εμοί εποιήσατε. Διότι, εγώ ήμουν αυτός ο πεταμένος, ο περιφρονημένος άνθρωπος. Και, αδελφοί μου, το θεανδρικόν μυστήριον προχωρεί: Εάν δεν συγχωρήσετε δεν θα συγχωρηθήτε. Και περαιτέρω: μη υποκρίνεσθε, γίνετε απλοί και ακέραιοι. Αν έχετε και την ελάχιστη αρετή προσποιηθήτε πως δεν την έχετε. Κρύψτε την, τότε την βλέπει ο Θεός, τότε αυτή φέρει καρπόν είς τό φανερό. Μην είσθε σκυθρωποί και βλοσυροί, για να φαίνεσθε άγιοι. Ποτέ δεν κάνει επίδειξι η αγιότης. Την αισθάνονται οι άνθρωποι και την ροφούν όπως το άρωμα του ρόδου, το όποιο δεν εξαγγέλλει ούτε την ομορφιά του, ούτε τη χάρι του, ούτε το άρωμα του. Και ακόμη, μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της Γης. Και δεν εννοεί, βέβαια, μόνον τους περιουσιακούς, μα ο,τιδήποτε θεωρούμεν ως πολύτιμον αγαθόν και διά την απόκτησιν του όποιου είμεθα έτοιμοι να μετέλθωμεν κάθε μέσον έννομο ή άνομο και για το όποιο πολύτιμο αγαθό είμεθα έτοιμοι να πουλήσουμε και αυτή την καρδιά μας. Γιατί, αλήθεια, είπεν ο Κύριος ότι εκεί όπου είναι ο θησαυρός του ανθρώπου, εκεί είναι και η καρδιά του.

Αδελφοί μου, θα σταθώ δ' ολίγον εις το πρώτο σημείον, της αλληλοσυσχετίσεως της Θείας συγχωρήσεως προς την ανθρωπίνην. Δεν υπάρχει βαθύτερη θεολογική αλήθεια από αυτήν. Μας εισάγει εις το μυστήριον της σωτηρίας. Συγχωρούντες τον συνάνθρωπόν όχι μόνον κατανοούμεν, συνειδητοποιούμεν και κατακτώμεν την θείαν συγχώρησιν, αλλά και συμπράττομε στη σωτηρία μας. Σωζόμενοι, σώζομεν και σώζοντες σωζόμεθα. Είμεθα αλληλέγγυοι ως ανθρώπινο γένος. Συγχωρούντες λυπούμεθα ως μοναδική ανθρωπινή προσωπικότης. Όσοι δεν έχετε ποτέ συγχωρήσει στη ζωή σας, τότε, μετά τον Κύριο, υπάγετε και ερωτήσατε τον ψυχίατρο σας: που οφείλονται όλαι αι ψυχώσεις, νευρώσεις, πλέγματα, τα οποία, χωρίς να το θέλετε, κατευθύνουν πολλάς φοράς περίεργον κοινωνικήν συμπεριφοράν σας; Και αντιστρόφως, σεις που έχετε συγχωρήσει, αναγνωρίσατε και ομολογήσατε, πέραν της Κυριακής δικαιώσεως, τι εσωτερική βαθειά ελευθερία έχετε αποκτήσει.

Και τώρα έρχομαι εις το δεύτερο σημείον της περικοπής: Αυτό της υποκρισίας. Τίποτε δεν καυτηρίασε ο Κύριος τόσο πολύ, όσο την υποκρισία.
Και ορθώς, εις αυτήν είδεν, ότι υπάρχει πάντοτε ο μεγαλύτερος παραπλανητικός κίνδυνος, δηλαδή το εωσφορικόν αγγελοφανές φως. Είναι πράγματι φοβερή η δύναμις της υποκρισίας. Τόσο γι' αυτόν που τη ζή και την ασκεί, όσο και γι' αυτούς που την υφίστανται.
Και είναι επικίνδυνη ή υποκρισία, γιατί ανταποκρίνεται προς βαθύτατον ψυχολογικόν αίτημα του ανθρώπου. O άνθρωπος θέλει να φανή αυτός πού δεν είναι. Ακόμη και ενώπιον του εαυτού του και ενώπιον του θεού. Και έτσι ξεφεύγει από την αλήθεια και την απλότητα και φυσικά και από την μετάνοιαν και την σωτηρίαν.

Σε λίγες ώρες έξω από αυτόν τον ναόν, έξω από την γαλήνην του, εις τους δρόμους αυτής της Πολιτείας, θα παρέλαση ο Καρνάβαλος. Μη τον περιφρονήσετε και μη τον χλευάσετε και μη με κατακρίνετε, πού τον αναφέρω αύτη τη στιγμή. Δεν είναι καθόλου άσχετος με το μέγιστο πρόβλημα της υποκρισίας. Να τον προσέξετε εφέτος τον Καρνάβαλο με σεβασμό και βαθύ στοχασμό. Είναι πανάρχαιο το φαινόμενο και είναι φαινόμενο βαθύτατου και αγχώδους αιτήματος της ψυχής του άνθρωπου, να λυτρωθή από την καθημερινή του υποκρισία με μίαν έκφρασιν ανωνύμου, διονυσιακής νέας υποκρισίας.
Είναι τραγική μορφή ο Καρνάβαλος.

Ζητεί να λυτρωθή από την υποκρισίαν υποκρινόμενος.

Ζητεί να καταλύση όλες τις ποικίλες προσωπίδες, πού φορεί κάθε μέρα με μία νέα, την πιο απίθανη.

Ζητεί να εκκενώση ό,τι υπάρχει απωθημένο μέσα στο υποσυνείδητό του και να ελευθερωθή, αλλά ελευθερία δεν υπάρχει, η τραγωδία του Καρνάβαλου παραμένει άλυτη.

Το βαθύτατο αίτημά του είναι να μεταμορφωθή. Εδώ, λοιπόν, είναι η θέσις της Εκκλησίας, κοντά στον Καρνάβαλο. Σ' αυτόν πού ζητεί μεταμόρφωση, το κεντρικό κήρυγμα της Ορθοδοξίας. Τη μεταμόρφωσι. Να μη τον καταδικάσουμε, λοιπόν, τον Καρνάβαλο, αλλά να σταθούμε και κάτω από την προσωπίδα του να ακούσωμε την αγωνία του, την έκκλησί του και το δάκρυ του. Επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας το βαθύτερο κήρυγμα ζητεί ο Καρνάβαλος, περιφερόμενος εις τους δρόμους της Πολιτείας: Τη μεταμόρφωσι.

Και είναι ο ειλικρινέστερος και εντιμότερος των υποκριτών. Ίσως θα νομίσετε, ότι αστειεύομαι. Απολύτως όχι. Δεν υπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αύτη την ώρα δια την Εκκλησίαν. Δεν είναι δυνατόν η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξος, η δική μας Εκκλησία, να νοηθή ως άσχετη προς τη ζωή, προς τους καιρούς, προς την αγωνίαν αυτής της ώρας, προς τα φλέγοντα προβλήματα αυτής της στιγμής, απλώς ως πόλις επάνω ορούς κειμένη και θεωρούσα τα περί αυτήν. Ως Εκκλησία είμεθα εμπεπλεγμένοι εις την πορείαν του γένους των ανθρώπων, εις την μεγάλην αυτήν περιπέτεια, που ονομάζεται Ιστορία, άγουσα εις την τελείωσιν των εσχάτων. Υποκρινόμενοι την χθες, απουσιάζομεν από την σήμερον και η αυριον έρχεται άνευ ημών.

Ομιλών εις την 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν της Γενεύης, είχον ειπεί: «Η χθες παρήλθε προ πολλού, ούτε καν την σήμερον ζώμεν, μας προέλαβεν η μεθαύριον». Το επαναλαμβάνω αυτό σήμερον εντονώτερον. Διότι είναι η πέραν της αυτάρκους υποκρισίας αλήθεια, η απλή, η ευκολωτέρα αντιμετώπισις των προβλημάτων είναι να τα χλευάση και να τα κατακρίνη κανείς και να αντιπαρέλθη, όπως ο Ιερεύς και ο λευΐτης της Σαμαρειτικής παραβολής. Αλλά η πληγή είναι εδώ και κράζει. Ποιος μπορεί υπευθύνως να μας πη, ότι είναι έξω κάθε ιστορικής, εξελικτικής πραγματικότητας όλα αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα και φαινόμενα της νέας γενεάς της ανθρωπότητος, η έξαλλη μουσική, οι έξαλλοι χοροί, η έξαλλη επένδυσις, όλη αυτή η παγκόσμιος επανάστασις της νεολαίας;
Άν όλοι οι μικρόνοες, όλοι οι εθελατυφλούντες, όλοι οι παρελθοντολόγοι και εγκαυχώμενοι δια την αρετήν της εποχής των συνωμοτήσουν, δια να κατακρίνουν όλα αυτά τα πράγματα, η Εκκλησία έχει χρέος να σταθή με θεανδρικήν κατανόησιν, ενανθρωπιζομένη όπως ο Κύριος της εν μέσω ενός νέου κόσμου, πού έρχεται μακρόθεν, και να ακούση αυτή την αγωνιώδη κραυγήν, πού αναπηδά από όλα αυτά τα θεωρούμενα από μας έξαλλα πράγματα. Κάτι έχει να μας πή με όλα αυτά τα φαινόμενα αυτός ο κόσμος, που έρχεται νέος εις το προσκήνιον της Ιστορίας. Τα νομιζόμενα έξαλλα δι' ημάς τους παλαιούς, όταν λάβωμεν ύπ' όψιν το φοβερόν γεγονός, ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι η τεραστία απόστασις, που υπάρχει στη διαδοχή των γενεών, δηλαδή η γενεά, η οποία έρχεται έπειτα από εμένα έχει απόστασιν τριών γενεών. Πώς έχομεν την αξίωσιν να την κατανοήσωμεν ημείς αυτήν την νέαν γενεάν, που έρχεται, εάν δεν είμεθα Εκκλησία Χριστού συνεχώς ενανθρωπίζομένη, συνεχώς μεταμορφουμένη και συνεχώς μεταμορφώνουσα;

Ασφαλώς θα έχετε πληροφορηθη την εμφάνισι μιας νέας επιστήμης, της μελλοντολογίας, επιστήμης που ασχολείται με την διερεύνησην και την μελέτην προκαταβολικώς του μέλλοντος ενός απίθανου μέλλοντος διά τον κόσμον εις την προόρασιν του οποίου καλείται και η Εκκλησία. Τι υπάρχει εις το βάθος αυτής της νέας επιστήμης; Η νοσταλγία και αναζήτησις του προφητικού στοιχείου. Άνευ αυτού, η Εκκλησία είναι χωρίς πυξίδα. Με πλήρη γνώσιν αυτήν της ανάγκης και αυτού του αιτήματος των καιρών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, υπό την εμπνευσμένην ηγεσίαν του μεγάλου Πατριάρχου Αθηναγόρου του Α', έχει συλλάβει το αίτημα του ανθρωπίνου γένους δι' ενότητα. Και είναι η μοίρα του προφητικού στοιχείου, ακόμη και εις αυτήν την Ιερουσαλήμ, «Ιερουσαλήμ η αποκτείνουσα τους Προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν. Πολλάκις ηθέλησα επισυναγαγείν τα τέκνα σου ως όρνις τα νοσσία εαυτής υπό τας πτέρυγας και ουκ ηθελήσατε· ιδού αφίεται υμίν ο οίκος υμών έρημος» (Ματθ. Κγ, 37-38). Αλλ' ο οίκος μας δεν θα μείνη έρημος. Τα νοσσία θα επισυναχθούν υπό την όρνιθα, την Μητέρα - Εκκλησία. Είναι η προφητεία του Κυρίου, είναι το θέλημα Του, η αγωνιώδης κραυγή της διαστημικής εποχής της Ανθρωπότητος.

Δεν θα επιζήσωμεν ως χριστιανικαί επί μέρους Εκκλησίαι καί Ομολογίαι του κύματος αυτού των επερχομένων, εάν δεν ενωθώμεν όλοι εν Χριστώ Ιησού. Είναι πλέον η ώρα να λυτρωθώμεν εκ της αντιπατερικής ιδέας, ότι η Εκκλησία μόνον μέχρις ενός ορισμένου σημείου της Ιστορίας ήτο δυνατόν να ερμηνεύση την θείαν Αποκάλυψην. Πρέπει, επί πλέον του πατερικού πνεύματος, να αναλάβωμεν ως Εκκλησία την θείαν υπευθυνότητα και τόλμην και γενναιότητα των Πατέρων και να θεολογήσωμεν τον Χριστόν, το Ευαγγέλιον και την Εκκλησίαν. Όχι με νομοκρατικήν Φαρμακίδειον, φερ' ειπείν, σωματειακήν αντίληψιν της Εκκλησίας, αλλά της Εκκλησίας ως Σώματος Χρίστου, ζώντος εν τη αναστάσει.

Αδελφοί μου,
Τώρα εισερχόμεθα εις την Αγίαν Τεσσαρακοστήν και στο βάθος μας αναμένει το δράμα, το θαύμα και το βίωμα της Αναστάσεως, το κατ' εξοχήν βίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ας πορευθώμεν προς αυτό το όραμα και βίωμα, όχι ασυγχώρητοι, όχι μη συγχωρήσαντες, όχι εν νηστεία απλώς κρέατος και ελαίου, όχι εν υποκρισία, αλλά εν θεία ελευθερία εν πνεύματι καί αληθεία. Εν τω πνεύματι της αληθείας, εν τη αληθεία του πνεύματος.


Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κύρου Μελίτωνος, Λόγοι και Ομιλίαι, 1991, εκδ. Πανσέληνος (Ομιλία του  Γέροντος Μητροπολίτου  στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, την Κυριακή της Τυροφάγου, 8η Απριλίου 1970)