Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Περί Νηστείας....

π. Χρήστου Ζαχαράκη

Τελευταία ἑβδομάδα τῆς Μ. Σαρακοστῆς, κι ὅλους τοὺς καθωσπρέπει χριστιανούς, μᾶς βάζει στὴ θέση μας ὁ προφήτης Ἡσαΐας, μὲ τὸ σημερινό ἀνάγνωσμα τῆς Ἕκτης ὥρας στὸ θέμα τῆς νηστείας. Ἴσως ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπανεξετάσει τὸ θέμα τῆς νηστείας, ὄχι γιὰ νὰ τὴν ἀλλάξει ἤ νὰ τὴν ἐλαφρύνει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴ σωστή θέση της, στὴ θέση ποὺ πραγματικά βρίσκεται καὶ τῆς ἀξίζει. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, δὲν εἶναι ἠθικό κατόρθωμα, ποὺ από μόνο του μᾶς ἐπιτρέπει νὰ μεταλαμβάνουμε. Ἡ νηστεία εἶναι ἄσκηση, εἶναι στέρηση καὶ ἐγκράτεια, εἶναι πόνος καὶ λύπη, καὶ πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγάπη καὶ ἐλεημοσύνη… Ἄς ἀφήσουμε ὅμως, ἔστω καὶ τώρα, τὸ Θεὸ νὰ μιλήσει μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτη: 
« Ο Κύριος λέει: «Φώναξε δυνατά και μη διστάζεις, ύψωσε τη φωνή σου όπως η σάλπιγγα και στον λαό μου εξάγγειλε τα αμαρτήματά τους, στους απογόνους του Ιακώβ τις ανομίες τους.

Εμένα αναζητούνε καθημερινά, κι επιθυμούν το θέλημά μου να γνωρίσουν. Σαν να ’τανε ένας λαός που τη δικαιοσύνη εφάρμοζαν και δεν είχαν ποτέ εγκαταλείψει του Θεού τους τον νόμο, ζητάνε τώρα από μένα δίκαια να τους κρίνω, κι επιθυμούν να πλησιάσουν τον Θεό. Μου λένε: ‘‘Γιατί να νηστέψουμε, αφού εσύ δεν το είδες; Ταπεινωθήκαμε κι εσύ ούτε το πρόσεξες;’’ Κι όμως, τις μέρες που νηστεύετε παλεύετε για τα συμφέροντά σας και καταπονείτε αυτούς που έχετε στη δούλεψή σας.» «Αν τρέχετε στα δικαστήρια και φιλονικείτε την ώρα που νηστεύετε, και τους αδύνατους γρονθοκοπάτε, για ποιον λόγο νηστεύετε για χάρη μου, όπως σήμερα; Μήπως με τις κραυγές σας πρόκειται να γίνει ακουστή η προσευχή σας; Τέτοια νηστεία και τέτοια μέρα για να ταπεινώνεστε δεν τη θέλησα εγώ· ακόμα κι αν λυγίσετε ως κάτω χαμηλά τον τράχηλό σας και πένθιμα ντυθείτε και πάνω σε στρώση στάχτης κάτσετε, ούτε έτσι θα πετύχετε να μου είναι η νηστεία σας αρεστή. Τέτοια νηστεία δεν τη θέλησα εγώ», λέει ο Κύριος, «αλλά να σπάσετε των αδικημένων τα δεσμά, να διαλύσετε τις πολύπλοκες, επαχθείς συμφωνίες, να απελευθερώσετε αυτούς που κρατούνται για χρέη και να σκίσετε κάθε άδικο γραμμάτιο. Μοιράστε στους πεινασμένους το ψωμί σας και βάλτε στο σπίτι σας άστεγους φτωχούς· αν δείτε κάποιον γυμνό, ντύστε τον, και μην φέρεστε υπεροπτικά στους συγγενείς σας. Τότε θα λάμψετε σαν της αυγής το φως, και γρήγορα θα γιατρευτείτε. Εμπροσθοφυλακή σας θα ’χετε τη δικαιοσύνη σας και του Θεού η δόξα θα σας περιβάλλει. Τότε θα απευθύνεστε σ’ εμένα τον Θεό κι εγώ θα σας ακούω· ενώ εσείς ακόμα θα μιλάτε, θα σας απαντώ: ‘‘Εδώ είμαι εγώ’’.
Αν πάψετε να καταπιέζετε τους άλλους, να τους κατηγορείτε άδικα, και να τους κάνετε ν’ αγανακτούν, αν δώσετε με την καρδιά σας στον πεινασμένο το δικό σας ψωμί και δώσετε ανακούφιση στον καταπιεσμένο, τότε το φως σας θα λάμψει στο σκοτάδι, και το σκοτάδι σας θα γίνει σαν του μεσημεριού το φως. Τότε ο Θεός σας θα ’ναι μαζί σας παντοτινά».


ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΘΕΚΤΗΝ
Τροπάριον τῆς Προφητείας.
Ἦχος πλ. α’
Τὰ ἐλέη σου Κύριε ποίησον μεθ' ἡμῶν, καὶ μὴ παραδῴης ἡμᾶς ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν, ἅγιε Δέσποτα παντοκράτορ, σοῦ δεόμεθα.
Δόξα... Καὶ νῦν... Τὸ αὐτὸ.
Προκείμενον  Ἦχος δ’ Ψαλμὸς ριβ’
Αἰνεῖτε, παῖδες, Κύριον, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου.
Στίχ. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον.
Προφητείας Ἡσαΐου τὸ Ἀνάγνωσμα
(Κεφ.  ΝΗ’: 1-11)
Οὕτω λέγει Κύριος· Ἀναβόησον ἐν ἰσχύϊ, καὶ μὴ φείσῃ, ὡς σάλπιγγι ὕψωσον τὴν  φωνήν σου, καὶ ἀνάγγειλον τῷ λαῷ μου τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν, καὶ τῷ οἴκῳ Ἰακώβ, τὰς ἀνομίας αὐτῶν. Ἐμὲ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ζητοῦσι, καὶ γνῶναί μου τὰς ὁδοὺς ἐπιθυμοῦσιν, ὡς λαὸς δικαιοσύνην πεποιηκώς, καὶ κρίσιν Θεοῦ αὐτοῦ μὴ ἐγκαταλελοιπὼς, αἰτοῦσί με νῦν κρίσιν δικαίαν, καὶ ἐγγίζειν Θεῷ ἐπιθυμοῦσι, λέγοντες· τί ὅτι ἐνηστεύσαμεν, καὶ οὐκ εἶδες; ἐταπεινώσαμεν τὰς ψυχὰς ἡμῶν, καὶ οὐκ ἔγνως. Ἐν γὰρ ταῖς ἡμέραις τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε τὰ θελήματα ὑμῶν, καὶ πάντας τοὺς ὑποχειρίους ὑμῶν ὑπονύσσετε, εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε, καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν, ἵνα τί μοι νηστεύετε ὡς σήμερον, ἀκουσθῆναι ἐν κραυγῇ τὴν  φωνὴν ὑμῶν, οὐ ταύτην τὴν  νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην; καὶ ἡμέραν ταπεινοῦν ἄνθρωπον τὴν  ψυχὴν αὐτοῦ· ουδ' ἂν κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν σου, καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃς, οὐδὲ οὕτω καλέσετε νηστείαν δεκτήν, οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος· ἀλλὰ λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστειλε τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, καὶ πᾶσάν σου συγγραφήν ἄδικον διάσπα, διάθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσάγαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, ἐὰν ἴδῃς γυμνὸν περίβαλε, καὶ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου οὐχ ὑπερόψει. Τότε ῥαγήσεται πρώϊμον τὸ φῶς σου, καὶ τὰ ἰάματά σου, ταχὺ ἀνατελεῖ, καὶ προπορεύσεται ἔμπροσθέν σου ἡ δικαιοσύνη σου, καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ περιστελεῖ σε, τότε βοήσῃ, καὶ ὁ Θεὸς εἰσακούσεταί σου, ἔτι λαλοῦντός σου, ἐρεῖ· Ἰδοὺ πάρειμι, ἐὰν ἀφέλῃς ἀπὸ σοῦ σύνδεσμον, καὶ χειροτονίαν, καὶ ῥῆγμα γογγυσμοῦ, καὶ δῷς πεινῶντι τὸν ἄρτον ἐκ ψυχῆς σου, καὶ ψυχὴν τεταπεινωμένην ἐμπλήσῃς, τότε ἀνατελεῖ ἐν τῷ σκότει τὸ φῶς σου, καὶ τὸ σκότος σου ὡς μεσημβρία, καὶ ἔσται ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ διαπαντός.