Νηστεία καὶ ἐλεημοσύνη
κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ
Τριωδίου
π.Χρήστου Ζαχαράκη
κατὰ τὴ διδασκαλία τοῦ
Τριωδίου
π.Χρήστου Ζαχαράκη
Α´
Στὴν Ἐκκλησία τίποτε δὲν εἶναι ἀτομικό. Ὅπου ὑπάρχει τὸ ἀτομικό ἐκεῖ ἀνοίγει
ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὴν αἵρεση. Ὅσο τὸ
ζητούμενο τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἀτομικὴ πνευματικότητα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ
παραμένει ἕνα ἰδεολόγημα ἄπιαστο καὶ μακρυνό, καὶ ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας θὰ
περιττεύει, ὡς μὴ ἀπαραίτητη καὶ ἀναγκαία. Ἔτσι π.χ. ἡ νηστεία ἀπὸ πνευματικό ἀγώνισμα,
ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν λατρεία, ἀνάγεται σὲ ἀρετὴ ἱκανὴ νὰ φέρει ἀπὸ μόνη
της τὴ σωτηρία. Ὅμως καθετὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἀναφορά, γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶναι
συνδεδεμένα τὰ πάντα μὲ τὴ λατρεία, καὶ ἡ ἀναφορά τους εἶναι ὁ Κύριος, γι᾽ αὐτὸ
καὶ τὸ κέντρο τῆς λατρείας εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ κατεξοχὴν πράξη ἀγάπης, ἡ
ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ παροῦσα στὸν κόσμο. Ὅ,τι γίνεται λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία
εἶναι πράξεις ἀγάπης, εἴτε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ ἔτσι ἀποκαλύπτεται καὶ δοξάζεται, εἴτε
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δέχεται τὸ Θεό καὶ σώζεται. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ ὅτι
στὸ Τριώδιο ἡ νηστεία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ λατρεία, συνδέεται ἄμεσα καὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη.
Κι αὐτὸ γιατὶ εἶναι ἐκδήλωση καὶ πράξη ἀγάπης καὶ οἱ πράξεις ἀγάπης στὴν Ἐκκλησία
δὲν ἔχουν κατεύθυνση μόνο πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀγαπᾶ
κανεὶς πραγματικὰ τὸ Θεὸ, ἄν δὲν ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Νηστεύοντας δὲν πλησιάζουμε μόνο τὸ Θεὸ, μὰ
καὶ τὸν ἄνθρωπο, νηστεύουμε γιὰ νὰ περισσεύει καὶ γιὰ τὸν ἀδελφό μας.
Ἡ νηστεία ἄν καὶ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο ἄσκησης, δὲν
παρέμεινε στὴν ἐξέχουσα θέση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ποὺ τῆς ἁρμόζει, εἴτε γιατὶ
παραθεωρεῖται ἡ ἀξία της, εἴτε γιατὶ ἔχει καταντήσει αὐτοσκοπός. Καὶ στὶς δυὸ
περιπτώσεις πρόκειται μᾶλλον γιὰ θρησκευτικὴ παρεκτροπή καὶ ἔλλειψη ἐκκλησιαστικῆς
αὐτοσυνειδησίας. Πάρα πολλὰ πράγματα
μέσα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν ἀποκτήσει μιὰ νομικίστικη ἀντίληψη καὶ μιὰ ἠθικιστική ἑρμηνεία,
αὐτὰ ποὺ καταδίκαζε δηλαδὴ ὁ Χριστός, γιατὶ σκληραίνουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου,
πότε μὲ τὴ περηφάνεια καὶ πότε μὲ τὸ φόβο. Ἡ στάση καὶ ἡ θέση ποὺ παίρνουμε ἀπέναντι
στὸν ἑαυτό μας, ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία κι ἀπέναντι στὸ Θεό, σχετίζονται ἄμεσα μὲ
τὸ τὶ θεωροῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καὶ τὴν ἐντοπίζουμε πάντοτε
στὰ ἠθικὰ παραπτώματα. Ὅμως ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁπλὰ καὶ μόνο ἠθικὸ
παράπτωμα, ἀλλὰ κάτι πολὺ πιὸ οὐσιαστικό,
εἶναι παρεκτροπὴ ζωῆς, -τὸ ἠθικὸ παράπτωμα εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας-. Ἁμαρτία
εἶναι ἡ ἀπιστία, ἁμαρτία εἶναι νὰ προσδίδουμε ἠθικὴ ἀξία στὶς πράξεις μας, ἁμαρτία
εἶναι νὰ ἑρμηνεύουμε τὸ Χριστὸ ἀντὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε... Μόνο ἀκολουθώντας τὸ
Χριστὸ τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία ἔχουν νόημα καὶ διακονοῦν στὴ σωτηρία. Τότε μποροῦμε
νὰ νηστεύουμε δίχως νὰ μετατρέπουμε τὴ νηστεία σ᾽ ἕναν ἀπαρέγκλητο κώδικα ἐπιτρεπόμενων
καὶ μὴ τροφῶν, ποὺ συνήθως ὅμως τὸν ἀντικαθιστοῦμε μερικῶς ἤ ὁλικῶς, ἀνάλογα μὲ
τὸν πνευματικό καὶ τὴν «πνευματικότητά» μας. Ἀντικαθιστοῦμε τὸ λάδι μὲ τὸ
σπορέλαιο, τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας μὲ ὑποκατάστατα σόγιας καὶ οὕτω καθεξῆς, ἀναλώνουμε
χρόνο καὶ εὑρηματικότητα σὲ συνταγές νηστήσιμες, νοστιμότερες καὶ ἀκριβότερες ἀπὸ τὶς ἀρτύσιμες, χωρὶς νὰ καταλαβαίνουμε
ὅτι ἔτσι ὑποσκάπτουμε καὶ ἀκυρώνουμε τὴ νηστεία ἐκ τῶν ἔσω. Ἡ νηστεία δὲν εἶναι
ἀντικατάσταση, οὔτε ἀπόλαυση, ἡ νηστεία εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀποταγή καὶ στέρηση!
Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς «τοῦτο τὸ γένος -τὸ δαιμονικό, ποὺ μᾶς θέλει καὶ
μᾶς κρατάει στὸ θάνατο- ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ προσευχὴ μᾶς συνδέει μὲ τὸ Θεό, ἐνῶ ἡ νηστεία μᾶς ἀποσυνδέει ἀπὸ
τὴ φθορά. Προσευχὴ εἶναι ἡ ἀναφορά μας στὸ Θεό, νηστεία ἡ ἀποκοπή μας ἀπὸ τὸν
κόσμο. Καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία
προϋποθέτουν τὴν πίστη, δὲν εἶναι ἀτομικά κατορθώματα. Εἶναι μέσα στὴ χάρη τῆς
εὐλογίας τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, στὴ μετάνοια, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν
ταπείνωση. Τὰ πνευματικὰ ἀγωνίσματα δὲν εἶναι τυπολατρία καὶ καθηκοντολογία, ἀλλὰ
πόθος ἁγιότητος καὶ συνάντησης μὲ τὸ Χριστό.
Ἡ νηστεία εἶναι κυρίως πνευματικὸ ἀγώνισμα, εἶναι αὐτὸ
ποὺ μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα στὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ἡ διδασκαλία
περὶ νηστείας, ποὺ ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου, εἶναι σαφής καὶ ξεκάθαρη ὡς πρὸς τὸ νόημα καὶ τὸ
σκοπὸ της, δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο παρανόησης. Σοφὴ στὰ διδάγματά της καὶ ἀκριβής
στὶς ὑποδείξεις της, ἀπαραίτητος σύμβουλος ὅλων μας, ὅσων νομίζουμε ὅτι
νηστεύουμε.
Τὰ βασικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα περιέχει ἡ καθαρή καὶ ἀληθινή νηστεία, σύμφωνα μὲ τὸ Τριώδιο, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση
ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀλλοτρίωση καὶ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ
ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴν τακτική καὶ ἐπιμελὴ προσευχή, ἡ μετάνοια ποὺ ὁδηγεῖ στὰ
δάκρυα καὶ τὴν κατάνυξη, καὶ τέλος ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ παρηγορειά τῶν φτωχῶν, ἡ τῶν
πενήτων προμήθεια.
Ἐπειδὴ ἡ νηστεία στοχεύει
κατευθείαν στὴν ἐγκράτεια, δὲν νοεῖται
νηστεία χωρὶς ἐσωτερικό ἀγώνα. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς ἡ ὑμνολογία τοῦ
Τριωδίου μᾶς βάζει στὸ νόημα τῆς νηστείας. « Ἔφθασε ἡ νηστεία, ἡ μητέρα τῆς
σωφροσύνης, ἡ κατήγορος τῆς ἁμαρτίας, ἡ συνήγορος τῆς μετανοίας, ἡ πολιτεία τῶν
ἀγγέλων, ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων».
Σύμφωνα μὲ τὴν ὑμνογραφία λοιπὸν
τῆς περιόδου αὐτῆς ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀποχή, γιατὶ ἄν κανεὶς
νηστεύει ἀπὸ τὶς τροφὲς καὶ καλλιεργεῖ τὰ πάθη, μάταια ἀπέχει ἀπό τίς τροφές, ἄν
ἡ νηστεία δὲν διορθώνει τὸν ἄνθρωπο, τέτοια νηστεία δὲν τὴν ἀγαπᾶ ἡ Θεός. «Ψυχὴ κακίας μὴ καθαρεύουσα, καὶ ἡδονῶν σαυτήν, φθοροποιῶν μὴ μακρύνουσα,
τὶ ἀκαίρως ἀγάλλη νηστεύουσα; ταύτην γὰρ τὴν νηστείαν οὐκ ἐξελέξατο, Κύριος ὁ μόνος,
τὴν ἡμῶν θέλων διόρθωσιν»
Παράλληλα μὲ τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν ἐπιδιώκεται ἡ ἀπόκτηση
τῶν ἀρετῶν καὶ ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. «Βρώμα
τὴν ἀγάπην ποιούμενοι, ἐγκρατεία τῶν παθῶν, κατακρατήσωμεν πιστοί…».
Κάνοντας τροφή μας τὴν ἀγάπη, ἄς ἀποκτήσωμε τὴν ἐγκράτεια τῶν παθῶν, πιστοί.
Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς καθαρῆς νηστείας εἶναι ἡ προσευχή,
ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ κοινωνεῖ
μαζί του. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε, ὡς καλὴ οἰκονόμος, προνοεῖ καὶ μᾶς δίνει ὅλα τὰ ἐφόδια,
τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν πνευματική μας πορεία καὶ πρόοδο. Τὸ τυπικὸ καὶ οἱ ἀκολουθίες
τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς συμπορεύονται μὲ τὴ νηστεία στὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο δρόμο
πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Τὸ ψυχικὸ σθένος γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς νηστείας τὸ προσφέρει ἡ
προσευχή, τὸ προσφέρει δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία.
Β´
Ἡ νηστεία εἶναι ἄσκηση καὶ ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη
θέλει συνεχὴ ἀγώνα, θυσία, ὑποχωρητικότητα, κατανόηση, σεβασμό. Μία μορφή ἀσκήσεως
εἶναι οἱ καθημερινὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ποὺ τόσο κουράζουν τὸ σημερινὸ ἄνθρωπο.
Κι αὐτὸ γιατὶ ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπουσιάζει ὁ Χριστός. «ἐπείνασα γάρ, καὶ
οὐκ
ἐδώκατέ
μοι φαγεῖν, ἐδίψησα,
καὶ
οὐκ
ἐποτίσατέ
με. ξένος ἤμην, καὶ
οὐ
συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς
καὶ
ἐν
φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με». Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἐλεημοσύνη συνήθως τὸ μυαλό μας
πηγαίνει στὰ λίγα ἤ περισσότερα χρήματα ἤ τρόφιμα ἤ ροῦχα, ποὺ δίνουμε σ᾽ ἐκείνους
ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Ὅμως αὐτὸ εἶναι τὸ ἐλάχιστο!
Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ζητάει τὸ ἐλάχιστο, ἀλλὰ τὸ μέγιστο, γιατὶ ἡ ἀγάπη
δίνει πάντα τὸ μέγιστο. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον
χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Κύριο «ὁμοία» μ᾽ ἐκείνη τὴν πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ
συνάνθρωπο εἶναι θεμελιωμένη στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Ἁπλώνεται,
διαχέεται παντοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ μοναδικό της ὅριο εἶναι ἡ
θυσία. «Ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ
ἔθηκε», ἀπ’ αὐτὸ
γνωρίσαμε τὴν ἀγάπη, ἀπὸ τὸ ὅτι Ἐκεῖνος πρόσφερε τὴ ζωή του γιὰ χάρη μας, λέγει
ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, γι᾽αὐτὸ «καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς
ψυχὰς τιθέναι». Ὁ Χριστὸς ἄνοιξε ὁ ἴδιος τὸ δρόμο τῆς ἀγάπης καὶ ἐντέλλεται
καὶ γιὰ μᾶς: «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι σαφής, δὲν ἀφήνει τὸ παραμικρό
περιθώριο παρανόησης. Δὲν ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ καμμιὰ φυλετική, γιὰ καμμιὰ ἐθνική,
γιὰ καμμιὰ κοινωνική, γιὰ καμμιά θρησκευτική διάκριση. Διαφορετικά, δὲν εἶναι ἀγάπη!
Εἶναι μονάχα ἡ χειρίστου εἴδους ἐκμετάλλευση…
Εἶναι πάρα πολὺ χαρακτηριστικό ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «ἵν᾽ ἕν γέ τι
πάντως αὐτοῖς ἁμαρτάνηται, ἤ τὸ κακὸν ἐνεργούμενον, ἤ τὸ καλὸν ἀπιστούμενον» (Λόγος
Β´), ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει ὄχι μόνο ὅταν διαπράττει τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ
ὅταν παραλείπει νὰ πράξει τὸ καλό. Ὁ Χριστὸς ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν κρίση κατὰ τὴ
δευτέρα παρουσία του καὶ συνέδεε τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φροντίδα μας γιὰ τοὺς
συνανθρώπους μας μὲ τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν ἴδιο, οὐσιαστικά τόνιζε ὅτι ἄν θὰ δώσουμε λόγο γιὰ
κάτι, αὐτὸ εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, συμπόνοιας, ἀλληλεγγύης, ἀδελφικότητας, γιατὶ
«ἐφ' ὅσον
οὐκ
ἐποιήσατε
ἑνὶ
τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ
ἐμοὶ
ἐποιήσατε».
Ἡ κατεξοχήν ἔκφραση ἀγάπης λοιπόν, ἡ ἐλεημοσύνη,
δὲν μπορεῖ νὰ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ νηστεία.
Ὅλα σχεδόν τὰ τροπάρια τοῦ Τριωδίου, ποὺ ἀναφέρονται στὴ νηστεία τὴ
συνδέουν ἄμεσα μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, «ἔχοντες,
πάντες τὸν καιρὸν τῆς νηστείας, ὡς συνεργὸν θείων πράξεων».
«Μετανοίας ὁ καιρός, καὶ ζωῆς αἰωνίου
πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς νηστείας ἀγών, ἐὰν ἐκτείνωμεν χείρας εἰς εὐποιϊαν, οὐδὲν γὰρ
οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων, ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τὴ
νηστεία, ἐκ θανάτου ῥύεται τὸν ἄνθρωπον, Αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ἢς οὐδὲν ἴσον, ἱκανὴ
γὰρ ὑπάρχει, σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν», ὁ καιρὸς τῆς μετάνοιας
ἔφτασε· ὁ ἀγώνας τῆς νηστείας μας θὰ μᾶς χαρίσει τὴν αἰώνια ζωὴ, ἄν ἁπλώσουμε τὰ
χέρια μας στὶς καλές πράξεις, γιατὶ τίποτε δὲν σώζει τόσο τὴν ψυχή ὅσο ἠ ἐλεημοσύνη
ἑνωμένη μὲ τὴ νηστεία.
Συνδέοντας ἡ
ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου τόσο ἄμεσα τὴν ἐλεημοσύνη
μὲ τὴν νηστεία μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε καὶ τὸ πραγματικὸ νόημα καὶ τῶν δύο, νὰ
ἀναθεωρήσουμε μέσα μας ὅ,τι νομίζαμε, νὰ δοῦμε τὶ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καὶ τὶ ὑποστηρίζουν
οἱ Πατέρες γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Σ᾽ αὐτὸ πάλι μᾶς βοηθᾶ ἕνα ἐξαίρετο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ
τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τὸ ὁποῖο ἀποτελώντας ἐπιτομὴ τῆς διδασκαλίας τῆς
Ἐκκλησίας γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη λέει τὰ ἑξῆς: «Νηστεύοντες ἀδελφοὶ σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς, λύσωμεν πάντα
σύνδεσμον ἀδικίας, διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων, πᾶσαν συγγραφήν
ἄδικον διασπάσωμεν, δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς
οἴκους, ἵνα λάβωμεν παρὰ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸ μέγα ἔλεος». (Τετάρτη Α´ Ἑβδομάδος,
Στιχηρό Ἑσπερινοῦ), «Νὰ νηστεύουμε
σωματικὰ καὶ πνευματικά, νὰ λύσουμε κάθε σύνδεσμο ἀδικίας, νὰ καταστρέψουμε τὶς
ἄνομες συναλλαγές, νὰ καταστρέψουμε κάθε ἄδικο συμβόλαιο, νὰ δώσουμε ψωμὶ στοὺς
πεινασμένους, τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἄστεγους νὰ περιθάλψουμε.
Τὸ τροπάριο αὐτὸ μᾶς
παραπέμπει ἄμεσα στὸν προφήτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος διὰ στόματος Θεοῦ καὶ μιλώντας γιὰ
τὴ νηστεία, ἔλεγε: "Μ' αὐτό τόν τρόπο πού προσεύχεστε, δέν πρόκειται νά εἰσακουστεῖ ἡ
προσευχή σας. Ἡ νηστεία, ὅπως ἐγώ τή θέλω [λέει ὁ Θεός], δέν εἶναι νά κακουχεῖστε
γιά μιά μέρα, καί τό κεφάλι κάτω νά τό σκύβετε, καθώς τό βοῦρλο, μέ ροῦχα
πένθιμα νά κάθεστε στή στάχτη" (58: 5). "Νά σπᾶτε τῶν ἀδικημένων τά
δεσμά, νά λύνετε τά φορτία πού τούς βαραίνουν, τούς καταπιεσμένους ν' ἀπελευθερώνετε
καί νά συντρίβετε κάθε ζυγό" (58: 6). Ἑρμηνεύοντας τό
χωρίο αὐτό τοῦ Ἠσαΐα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σημειώνει τά ἑξῆς: "Οἱ ἅρπαγες καί οἱ ἄδικοι δέν θά ἀναστηθοῦν
γιά νά ἔρθουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό καί νά κριθοῦν, ἀλλά εὐθύς γιά
νά καταδικαστοῦν [...], διότι καί στήν ἐδῶ ζωή ποτέ δέν εἶχαν ἔρθει πραγματικά
πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό...´´.
Καὶ τὸ τροπάριο αὐτὸ
τοῦ Τριωδίου καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔχουν ἕνα περιεχόμενο ριζοσπαστικό, ἀνατρεπτικό καὶ
βαθύτατα κοινωνικό. Κάνουμε ἕνα λάθος ὅλοι μας ὅταν, στὴ θεολογία μας, στὸ
κήρυγμά μας, στὶς παραινέσεις μας,
μεταφέρουμε καὶ μετατοπίζουμε τὴ δικαίωση τῶν φτωχῶν, τῶν ἀδυνάτων καὶ τῶν
ἀδικημένων στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ αὐτὸ βέβαια τὸ κάνουμε ἀσυναίσθητα, ἀλλὰ ἐκ τοῦ
πονηροῦ, διότι ἔτσι ἀποποιούμαστε τὴν προσωπική μας εὐθύνη καὶ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης
πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Καὶ ναὶ μὲν ἐκεῖνοι θὰ δικαιωθοῦν, ἐμεῖς ὅμως θὰ κριθοῦμε.
Ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει αἰώνια, ἀλλὰ ἡ αἰώνια ζωὴ ἀρχίζει
ἀπὸ τὴν
παροῦσα, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι
ἡ παρουσία τῆς αἰώνιας Βασιλείας ἐδῶ στὸν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιμένει τὸν ἄνθρωπο
νὰ πεθάνει γιὰ νὰ τὸν ἀναστήσει, ἀλλὰ τοῦ χαρίζει τὴ ζωὴ τῆς Ἀνάστασης ἀπὸ
τώρα. Ἑπομένως ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατὰ συνέπεια καὶ τῶν μελῶν της εἶναι ἡ ἄσκηση
τῆς ἀγάπης.
Ὅταν ἕνα Σάββατο, κατὰ τὴ συνήθειά του, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μπῆκε
στὴ συναγωγὴ τῆς πατρίδας του ζήτησε νὰ διαβάσει τὴ θεία Γραφή, γιὰ νὰ κηρύξει
τό λόγο. Ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
ξετύλιξε τὸ χειρόγραφο κι ἄρχισε νὰ διαβάζη· «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με· εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ
με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ
τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένοιυς ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κύριον
δεκτόν», «τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶν᾽ ἐπάνω μου, γιατὶ ἐκεῖνος μὲ ὥρισε καὶ μὲ
στέλνει· νὰ φέρω μήνυμα χαρᾶς γιὰ τοὺς φτωχούς, νὰ κηρύξω λευτεριὰ στοὺς
σκλάβους καὶ στοὺς τυφλοὺς νὰ δώσω φῶς, νὰ σηκώσω τὰ βάρη τῶν κουρασμένων καὶ τῶν
ταπεινῶν, καὶ νὰ φωνάξω πὼς ἔφτασε ὁ καιρός, ποὺ ὁ Κύριος ἔρχεται γιὰ νὰ σώση τὸ
λαό του». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ
Προφήτη κηρύσσεται φανερὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ Μεσσία. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ
Μεσσία, ἔργο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, δὲν εἶν᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν
πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ σημερινὴ κοινωνικὴ
κατάσταση, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς παγκόσμια ἐλεγχόμενης καὶ κατευθυνόμενης κρίσης μὲ
στόχο τὴν ἐξαθλίωση καὶ τὴν οἰκονομική τουλάχιστον ὑποδούλωση τῶν ἀνθρώπων, ἀπαιτεῖ
μία ἐπανεξέταση τοῦ ρυθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μας καὶ τῶν προτεραιοτήτων. Ὁ
ἄνθρωπος ἀγωνιᾶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἔχει ἐσωτερικές ἀντιστάσεις, τὶς ἀνάλωσε
μέσα σ᾽ ἕναν ὑπέρμετρα καταναλωτικὸ τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος ὅμως μετατόπισε καὶ τὶς
ἐλπίδες του ἀπ᾽ τὸ εἶναι στὸ ἔχειν. Ἔχουμε ξεχάσει ὅτι ὁ ἀληθινός πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία τόν κάνει κοινωνό τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπάντηση, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ὅλα ὅσα
στὰ ὁποῖα καὶ μᾶς ὑποβάλλουν, πρέπει νὰ τὰ δεχώμαστε ἄκριτα καὶ παθητικά, ἡ ἀπάντηση λοιπόν βρίσκεται στὸν ἀσκητικὸ
καὶ λιτό τρόπο τῆς νηστείας καὶ στὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη τῆς ἐλεημοσύνης. Τὸ
λεγόμενο κεφάλαιο στηρίζεται στὴν κατανάλωση
καὶ ἡ νηστεία πάνω ἀπ᾽ ὅλα χτυπάει τὴν κατανάλωση· ἐκεῖ ἀκριβῶς
στοχεύει: νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τὸν δένουν μὲ τὸν
κόσμο. Γιὰ νὰ στραφεῖ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου
στὸν πλησίον, στὸ συνάνθρωπο, στὸν ἀδελφό, πρέπει νὰ ξεκολήσει ἀπὸ τὰ πράγματα.
Τότε μονάχα περισσεύει ἡ ἀνθρωπιά, ὄχι σὰν ἕνα ἀπρόσωπο ἐνδιαφέρον, τὸ ὁποῖο δὲν
κοστίζει καὶ τίποτε, οὔτε καὶ καταργεῖ τὶς διακρίσεις, ἀλλὰ σὰν προσωπικὴ καὶ
σταυρικὴ συμμετοχὴ σὲ μιὰ κοινωνία ἀγάπης καὶ ἀδελφικότητας, μὲ τὴν πιστότητα τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὰ σημάδια τοῦ θανάτου. Ἡ Ἀνάσταση μπορεῖ νὰ προβάλλει
μακριά, ἀλλὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ διαβοῦμε τὴ Μεγάλη
Τεσσαρακοστὴ μὲ περισσότερη ἀντοχὴ καὶ ἐμπιστοσύνη, γιατὶ ἔχουμε τὴ βεβαία ἐλπίδα
πὼς ὁ θάνατος καταργήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό κι ἐμεῖς πολιτευόμαστε στὴ Βασιλεία
Του.