Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι´ ΛΟΥΚΑ

+ 'Επισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ



«Ἐκεῖνο τόν καιρό δίδασκε ὁ Ἰησοῦς σέ μιά ἀπό τίς συναγωγές καί ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μιά γυναίκα, πού ἡ ἀρρώστια τήν βασάνιζε δεκαοχτώ χρόνια· ἦταν σκυφτή καί δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώση τό κορμί της.  Ὅταν τήν εἶδε, ὁ  Ἰησοῦς τῆς μίλησε καί τῆς εἶπε: «Γυναίκα, εἶσαι λυτρωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου». Ἀκούμπησε ἐπάνω της τά χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καί δόξασε τό Θεό. Τότε ἀμέσως πῆρε τό λόγο ὁ ἀρχισυνάγωγος καί μέ ἀγανάκτηση, ἐπειδή ἦταν Σάββατο, ἔλεγε στό λαό «Ἕξη μέρες εἶναι, στίς ὁποῖες πρέπει νά ἐργαζώμαστε· σ’ αὐτές λοιπόν νά ἔρχεσθε καί νά θεραπεύεσθε κι ὄχι τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου». Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε· «Ὑποκριτή! Ὁ καθένας ἀπό σᾶς τό Σάββατο δέν λύνει τό βόδι του καί τό γάϊδαρο ἀπό τό παχνί καί πάει καί τά ποτίζει; Κι αὐτή ἐδῶ, κόρη τοῦ Ἀβραάμ ποὺ τήν ἔδεσε ὁ σατανᾶς δεκαοχτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθῆ ἀπό τοῦτο τό δεσμό τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Κι ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε αὐτά, καταντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἐχθροί του, κι ὅλος ὁ λαός ἔχαιρε γιά ὅλα τὰ ἔνδοξα πού γίνονταν ἀπ᾽ αὐτόν.
Γιά δυό πράγματα ἐκεῖνο τό Σάββατο βρέθηκε ἡ συγκύπτουσα στή συναγωγή· γιά νά προσευχηθῆ καί γιά νά ἀκούση τό θεῖο λόγο. Γι’ αὐτά τά δύο πῆγε στή συναγωγή, μέ τήν ἐλπίδα νά βρῆ παρηγοριά στήν ταλαιπωρία της. Καί δέν πῆγε βέβαια γιά πρώτη φορά, μά σήμερα βρῆκε περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι ἔλπιζε καί περίμενε· λυτρώθηκε ἀπό τήν ἀρρώστια, πού τήν βασάνιζε δεκαοχτώ χρόνια. Δέν εἶναι μικρό πρᾶγμα, καί χρειάζεται πολλή πίστη καί μεγάλη ἀντοχή νά σηκώνης δεκαοχτώ χρόνια τήν ἀρρώστια καί τόν πόνο σου καί νά μή σοῦ λείπη ἡ ἐλπίδα πώς κοντά στό Θεό θά βρῆς παρηγοριά καί ξεκούραση. Ὅ,τι καί νά ποῦμε ἐδῶ θά εἶναι λόγια χαμένα, γιατί στόν καιρό μας οἱ ἄνθρωποι γενήκαμε ὅλοι τόσο ἀβάσταγοι, πού δέν μποροῦμε νά καταλάβωμε τί πάει νά πῆ νά σηκώνης τό σταυρό σου καί νά ἀκολουθῆς τό Χριστό. Κι ὅσοι λέμε πώς εἴμαστε χριστιανοί κάπως ἀλλιῶς ἐννοοῦμε καί θέλομε τήν πίστη μας, τάχα πιό συγχρονισμένη καί κομμένη στά μέτρα τῶν κοινωνικῶν μας ἀντιλήψεων. Τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι βέβαια κοινωνικό, μά αὐτό πού λέμε κοινωνία θέλει ἀνθρώπους μέ ἐλεύθερη συνείδηση, καί τέτοιους ἀνθρώπους μόνο ὁ σταυρωμένος Χριστός κάνει ἀνθρώπους, πού σταυρώνονται μαζί μέ τό Χριστό, γιά νά ἀναστηθοῦν μαζί του.
Ἐκεῖνο τό Σάββατο στή συναγωγή ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶδε τή  γυναίκα, μέ τό κυρτωμένο σῶμα καί μέ τήν ψυχή της μέσα της γονατιστή, καί τῆς εἶπε· «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου»· γυναίκα λυτρώθηκες ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Καί γιά νά τῆς δοθῆ μ’ ἕναν αἰσθητό τρόπο ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησ’ ἐπάνω της τά χέρια του. Ὁ θεῖος λόγος εἶναι συγχρόνως καί ἔργο, καί ἡ ἄρρωστη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά. Τό ἴδιο ὅπως καί στή δημιουργία τοῦ κόσμου, πού ὁ Θεός εἶπε· «Γενηθήτω φῶς» καί ἔγινε φῶς. Ἔτσι φανερώνεται καί ξεχύνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δέν μπορεῖ νά μπῆ ἀνάμεσα στό Θεό, πού ζητάει τόν ἄνθρωπο γιά νά τόν σώση καί στόν ἄνθρωπο, πού ζητάει τό Θεό γιά νά σωθῆ. Οὔτε τό Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος· παραπάνω κι ἀπό νόμο καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ νόμος καί οἱ ἐντολές καί τό Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο, καί μέσα στό νόμο καί τίς ἐντολές ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Ἆραγε μποροῦμε νά ποῦμε τό ἴδιο καί γιά τούς νόμους τῶν ἀνθρώπων κι ὅταν ἀκόμα οἱ νομοθέτες λένε πὼς ἐνδιαφέρονται γιά τόν ἄνθρωπο; Ἀλλά, γιά νά ἐνδιαφερθῆς εἰλικρινά γιά τόν ἄνθρωπο, πρέπει νά ξέρης τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος· ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή του. Συμβαίνει ὅμως στόν καιρό μας νά εἴμαστε ὅλοι καλοί κοινωνιολόγοι καί πολύ κακοί ἀνθρωπολόγοι. Μά ἡ λεγάμενη κοινωνία δέν φτιάχνεται, ἄν πρῶτα δέν φτιάξουμε ἀνθρώπους γιά νά συγκροτήσουμε κοινωνία, πού αὐτή ἡ κοινωνία δέν θά εἶναι ἀνώνυμο κοπάδι, ἀλλά ἠθικό σῶμα ἐλεύθερων προσώπων. Κάθε νομοθεσία, πού ἀγνοεῖ τόν ἄνθρωπο σάν πρόσωπο, πού δέν θέλει νά ξέρει τί πραγματικά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νομοθεσία κακή καί ἀνελεύθερη.
Πολλά ἐμπόδια παρεμβάλλονται, γιά νά σταματήση κάθε καλό, πού θά μπορούσανε νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού δέν θέλουν βέβαια νά καταργήσουν τό νόμο, ἀλλά νά τόν ξεπεράσουν καί νά τόν συμπληρώσουν θετικά. Γιατί ὁ νόμος, ὁ κάθε νόμος, εἶναι πάντα ἀρνητικός καί ἔχει ἀνάγκη ἀπό συμπλήρωση καί θετική ἑρμηνεία. Αὐτό κάνει πάντα ὁ Ἰησοῦς Χριστός· δέν καταργεῖ τό νόμο, ἀλλά τόν συμπληρώνει καί τόν ἑρμηνεύει γιά τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ὁ νόμος εἶναι πάντα γιά τόν ἄνθρωπο. Τό πρῶτο ἔμποδιο δέν εἶναι, καθώς θά νόμιζε κανείς, ἡ στενή νομικιστική ἀντίληψη, ἀλλά ἡ ὑποκρισία. Νά λές πώς ἐνδιαφέρεσαι γιά τόν νόμο, γιατί δέν θέλεις νά εὐεργετήσης τόν ἄνθρωπο. Νά παρασταίνης τό φρουρό τοῦ θείου νόμου, νά κόβεσαι γιά τόν ἀνθρώπινο νόμο, νά φωνάζης καί νά διαμαρτύρεσαι, γιατί σέ πῆρε τάχα ὁ πόνος γιά τήν τάξη καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, γιά τήν εὐνομία τῆς Πολιτείας καί γιά τήν κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί βέβαια ἡ ὑποκρισία δέν εἶναι μόνο θρησκευτική κακία· ὄχι μόνο στήν Ἐκκλησία, μά καί στήν Πολιτεία ὑπάρχουν πάντα πολλοί ὑποκριτές. Αὐτοί ποτέ τους δέν δούλεψαν καί ποτέ τους δέν κουράστηκαν καί πάντα εἶναι πρῶτοι σέ κάθε κατάσταση. Ποιός προσέχει τούς ἄλλους, ποὺ σταυρώνονται κάθε μέρα, ποὺ πεθαίνουν ἐπάνω στό χρέος τους, ποὺ τρῶνε τό ψωμί τους μέ ἱδρώτα, ποὺ σκοτώνονται γιά τήν πατρίδα τους, ποὺ θυσιάζονται γιά τήν πίστη τους; Γιατί, ὅσο κι ἄν πληθαίνουν οἱ ὑποκριτές, πάντα ὑπάρχουν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού κρατᾶνε τά μετερίζια τῆς ζωῆς, τά ἐκκλησιαστικά, καί τά πολιτικά, καί τά κοινωνικά.
Ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐκείνη τήν ἡμέρα στή συναγωγή, γιά χάρη τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος ἄν μποροῦσε νά σφάξη καί τό Χριστό καί τή  συγκύπτουσα. Ὅποιος δέν τόν ἤξερε θά τόν πίστευε, μά ὁ Χριστός τόν ξεσκέπασε καί τόν ἀποστόμωσε. Τόν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδή καί θεατρῖνο, πού ἄλλος ἦταν κι ἄλλος ἤθελε νά φανῆ. Τόν πονοῦσε τάχα ὁ νόμος κι ἡ ἐντολή τοῦ Σαββάτου καί δέν τόν συγκινοῦσε τό καλό, πού τό ἔβλεπε μπροστά στά μάτια του. Ὅλοι οἱ ὅμοιοι στήν  Ἐκκλησία σάν τόν ἀρχισυνάγωγο, τά ἴδια φωνάζουν πάντα· «Πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροί κανόνες, ἡ τάξη καί ἡ παράδοση». Ποιός τό ἀρνήθηκε; Μά ὁ νόμος καί οἱ ἐντολές καί οἱ κανόνες εἶναι ὅλα γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ Θεός νομοθετῆ, δέν ἐνδιαφέρεται νά προστατέψη τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά εὐεργετήση τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἀλλοίμονο στόν κόσμο ἀπό τούς γεμάτους ὑποκρισία φρουρούς τοῦ νόμου. Τό πιό ξεκούραστο εἶναι ὁ κάθε ὀκνηρός καί εὐθυνόφοβος κι ὅποιος τοῦ δόθηκε μιά θέση καί δέν μπορεῖ νά ξεπεράση τό γράμμα τοῦ νόμου καί νά τόν ἑρμηνεύση θετικά, νά ταμπουρώνεται ὑποκριτικά πίσω ἀπό τίς νομικές διατάξεις καί νά μήν ἀφήνη νά γίνη τίποτε καλό. Μά ὅταν σκοτώνης τόν ἄνθρωπο, τί σου χρειάζονται οἱ νόμοι; Ὅταν γκρεμίζης τήν Ἐκκλησία, τί τούς θέλεις τούς κανόνες; Ὅταν δέν ξέρης τόν ἄνθρωπο, τί ὁμιλεῖς γιά τό Θεό; Ὅσο γιά τήν τάξη καί τήν παράδοση καί τήν δικαιοσύνη, ὅποιοι τά πολυφωνάζουν αὐτά μήτε τά ξέρουν μήτε τά ἔμαθαν μήτε τά σεβάστηκαν ποτέ τους.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀγάπησε ὅλους τους ἀνθρώπους, τούς κουρασμένους, τούς ἄρρωστους, τούς φτωχούς, τούς ἁμαρτωλούς. Μόνο τους ὑποκριτές δέν ἀγάπησε, γιατί δέν τόν ἄφησαν ἐκεῖνοι. Ὁ  Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ χάρη καί ἡ ἀλήθεια, μά ἡ χάρη καί ἡ ἀλήθεια δέν πᾶνε ποτέ μαζί μέ τήν ὑποκρισία. Γιατί ἡ ὑποκρισία εἶναι ἡ ψευτιά καί ἡ ἀπάτη καί τό κάλπικο νόμισμα στή ζωή. Νά μή θαυμάζουμε γιατί φτάσαμε καί δέν μποροῦμε πιά νά ζήσουμε καί νά συνεννοηθοῦμε μεταξύ μας. Εἶναι, γιατί μέσα μας δέν ὑπάρχει ἀντίκρυσμα σέ ὅ,τι δείχνομε ἐξωτερικά. Κανένας δέν μέ ὑποχρεώνει νά βγῶ στό δρόμο καί νά φωνάξω τί μπορεῖ νά ἔχω μέσα μου · χαρά σέ μένα, ἄν εἶμαι ἄδολος καί τίμιος. Μά καί κανένας δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά παίζω θέατρο καί νά ἐξαπατῶ τούς ἀνθρώπους.  Ἄς μή φωνάζουμε γιά τά μεγάλα, μόνο ἄς εἴμαστε τίμιοι καί εἰλικρινεῖς στά μικρά.  Ἄς μή θέλωμε νά προστατέψουμε τό Θεό, ὅταν ἀδικοῦμε τόν ἄνθρωπο. Ὁ Εὐαγγελιστής ἐξαρτᾶ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀγάπα λοιπόν τόν ἄνθρωπο, γιά νά μπορῆς νά πῆς πώς ἀγαπᾶς καί τό Θεό. Ἀλλά ἔμαθες νά λές πῶς δέν πιστεύεις στό Θεό ἀγάπα λοιπόν τόν ἄνθρωπο στό συγκεκριμένο πρόσωπο τοῦ πλησίον, αὐτόν πού εἶναι δίπλα σου, γιά νά μπορῆς νά πῆς καί νά σέ πιστέψω πώς ἐνδιαφέρεσαι γιά τήν κοινωνία καί γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἄν δέν ἀγαπᾶς τόν ἄνθρωπο τοῦ σπιτιοῦ σου, τό συμπολίτη σου, τόν καθέναν πού βρέθηκε μπροστά σου κι ἔχει τήν ἀνάγκη σου, ὅλα τὰ ἄλλα καί γιά τό Θεό καί γιά τή  δικαιοσύνη καί γιά τήν ἀνθρωπότητα καί γιά τήν εἰρήνη, ὅλα εἶναι ψέμα καί ὑποκρισία. Ἀλλά ὁ Θεός ἄς μᾶς φυλάξη ἀπό μιά τέτοια μεγάλη ἁμαρτία καί συμφορά. Ἀμήν.