Ἐπισκόπου
Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ,
Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ,
Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡμίλησε καθαρὰ καὶ εἶπε γιὰ τὴ δευτέρα καὶ ἔνδοξη παρουσία του. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε ταπεινὰ καὶ φτωχά· τὴ δεύτερη θὰ ἔλθη μὲ ὅλη τὴ θεϊκή του δόξα. Τὴν πρώτη φορὰ ἦλθε γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο· τὴ δεύτερη θὰ ἔλθη γιὰ νὰ τὸν κρίνη. Τὴν πρώτη φορὰ ἔδωκε τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης· τὴ δεύτερη θὰ κρίνη μὲ δικαιοσύνη. Ὄχι μόνο ὡς Θεὸς οὔτε μόνο ὡς ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ὡς Θεάνθρωπος· ὡς Θεός, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος καὶ ὡς ἄνθρωπος, ποὺ ξέρει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Ὁ ἴδιος τὸ εἶπε, ὅτι «ὁ Πατὴρ τὴν κρίσιν δέδωκε τῷ Υἱῷ». Ὁ Υἱὸς, ποὺ ἦλθε γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο, ὁ Υἱὸς καὶ θὰ τὸν κρίνη. Καὶ θὰ τὸν κρίνη μὲ τὰ λιγότερα, γιὰ νὰ σωθοῦν περισσότεροι, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ σωθῆ ὁ κόσμος. Δὲν θὰ σωθοῦν μόνο ὅσοι δὲν θὰ τὸ θελήσουν, ὅσοι οὔτε μὲ διδασκαλία οὔτε μὲ σημεῖα θὰ θελήσουνε νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Αὐτοὶ καὶ τώρα τὸ ἴδιο λένε καὶ τότε τὸ ἴδιο θὰ ποῦν· «Κύριε, πότε σε εἴδομεν;». Ποῦ καὶ πότε τὸν εἴδαμε τὸ Χριστό;
Ἐδῶ τώρα εἶναι, ποὺ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, γιὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν κρίση τοῦ κόσμου, παίρνει ἕνα ἀπροσμέτρητο βάθος καὶ μιὰ μέγιστη κοινωνικὴ σημασία. Ὄχι μεγάλα λόγια καὶ θεωρίες, ἀλλὰ μικρὰ καὶ καθημερινὰ πράγματα. Ὄχι τάχα θυσίες καὶ θεαματικὲς πράξεις, ἀλλὰ ψωμὶ γιὰ τὸ νηστικὸ καὶ ροῦχο γιὰ τὸ γυμνὸ κι ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ τὸ διψασμένο. Τὸ ἐλάχιστο, ποὺ μπορεῖ νὰ δώση ὁ καθένας κι ὄχι τὸ μέγιστο, ποὺ μποροῦν καὶ πρέπει νὰ δώσουν οἱ λίγοι. Ὅταν καταδικάζουμε τὴν κοινωνικὴ ἀδικία καὶ ἀνισότητα, καὶ δὲν ἔχομε ἄδικο, ξεχνᾶμε πὼς ἡ ἀναλογία τῆς εὐθύνης πέφτει σὲ ὅλους. Καὶ συμβαίνει ὅσοι μόνο φωνάζουν γι᾽ αὐτὰ τὰ πράγματα, νὰ μὴν εἶναι πάντα οἱ πιὸ φτωχοὶ καὶ ἀδικημένοι. Ἀλλὰ εἶναι φυσικό· ὅταν τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα δὲν ξεκινάη ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό, καὶ σὰν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ γιὰ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη, τότε χάνεται, σὰν ἀόριστη καὶ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα, ποὺ εἶναι ἡ ζωή. Καὶ εἶναι πάλι φυσικὸ ὅταν δὲν πιστεύωμε στὸ Θεὸ οὔτε καὶ στὸν ἄνθρωπο πιστεύομε. Τότε δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σὰν ἀδελφός μας καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς πονάει, ἀλλὰ τὸ δόγμα καὶ ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία τοῦ κάποιου κοινωνικοῦ συστήματος, στὸ ὁποῖο πιστεύομε.
Μιὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅτι μᾶς περιμένει ὁ θάνατος κι ὕστερα μᾶς ἀναμένει κρίση. Ὅπως καὶ νά ᾽χη θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὴ ζωή μας. Μάθαμε νὰ λέμε πὼς οἱ φυσικοὶ νόμοι εἶναι ἀπαράβατοι, μὰ πιὸ πολὺ ἀπαράβατοι καὶ ἀμετάθετοι εἶναι οἱ ἠθικοὶ νόμοι, γιατὶ δὲν γίνεται τίποτε στὴν τύχη, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ σταθῆ τὸ ὑλιστικὸ ἀξίωμα· «Φάγωμεν, πίωμεν· αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Κάποτε θὰ βροῦμε μπροστά μας τὴ ζωή μας καὶ τὶς πράξεις μας, θὰ μᾶς δικάση ὁ Θεὸς «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κι ἄν εἶναι νὰ μᾶς δικάση ὁ Χριστὸς σὰν Θεὸς, δὲν θὰ σωθῆ κανένας ἀπὸ μᾶς. Μὰ θὰ μᾶς δικάση σὰν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος μέσα στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Καὶ θὰ μᾶς ζητήση ἄν εἴχαμε μεταξύ μας ἀγάπη· ἡ ἀγάπη, γράφει ὁ Ἀπόστολος, «καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν». Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι μιὰ λέξη καὶ μιὰ θεωρητικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ συγκεκριμένη κάθε φορὰ πράξη πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ἀδελφὸς «ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὄχι ἀπρόσωπα ὁ ἄνθρωπος οὔτε ἡ ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ ὁ πλησίον προσωπικὰ καὶ ὁ ἀδελφός. Ἄς ἔχωμε λοιπὸν ἀγάπη, ἄς πιστεύωμε στὸ Θεό, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώση ἕναν ἕναν τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ ἀκούσωμε ὅταν θὰ μᾶς κρίνη· «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι…».