Ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου πρός τά ζῶα φανερώνει τήν
καλωσύνη τῆς ψυχῆς του καί ἡ ἡμερότητα τῶν ζώων πρός τόν ἄνθρωπο δείχνει τήν ἁγιωσύνη τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας δέν ἦσαν ἐχθρικές οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου οὔτε πρός τή φύση οὔτε πρός τά ζῶα. Οἱ Πρωτόπλαστοι ζοῦσαν εἰρηνικά κι ἁρμονικά ἀνάμεσα στά ζῶα πρίν ἀπό τήν παρακοή καί τήν πτώση. Καί πολλοί Ἅγιοι, ἀκριβῶς σάν ἀπόδειξη τῆς ἁγιωσύνης τους, ὄχι μόνο ἀγαποῦσαν τά ζῶα, μά καί προστατεύονταν ἀπό τά ἄγρια θηρία, ὅπως ὁ Προφήτης Δανιήλ καί πολλοί Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, πού στόν Ἱππόδρομο δέν
τούς ἄγγιξαν τά θηρία. Τέτοιος, μέ ἀγάπη πρός
τά ζῶα, σάμπως κι ἐκεῖνα νά ἦσαν ἄνθρωποι κι ἀδελφοί του, ἦταν ὁ ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἐπίσκοπος Σεβαστείας, τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία σήμερα ἐπιτελεῖ τή μνήμη. Τά ζῶα κι ἐκεῖνα κοντά του αἰσθάνονταν ἀσφάλεια καί τά θηρία ἡμέρωναν καί
γίνονταν φίλοι του.
*Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης, ΜΙΚΡΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ*, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1979.