Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα...
Σχόλια στὴν παραβολή τοῦ Ἀσώτου
π. Χρήστου Ζαχαράκη
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ, ψυχὴ καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ' ὅλα του τὰ νιάτα.
Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχειό, καὶ σὰν ἀπάτητο, μὲ ζεῖ καὶ μὲ προσμένει.... ***
Διαβάζοντας τὸ ποίημα αὐτὸ τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου. Ὅπως καὶ ἡ παραβολή, ποὺ δὲν μιλάει γιὰ τὸν ἄσωτο -αὐτὸ τὸ κάνουν μονάχα ἡ ὑποκρισία κι ὁ ἠθικισμός μας-, μιλάει γιὰ τὸν κόκκο ἐκεῖνο τοῦ σινάπεως, τὸν στοιχειωμένο, τὸν ριζωμένο μέσα μας, δῶρο γιὰ τὸ ταξίδι μας «ἀνόθευτο» κι᾽ «ἀπάτητο», γιὰ νὰ μᾶς ζεῖ καὶ νὰ προσμένει νὰ βλαστήσει ὅταν ὅλα χαθοῦν, ὅταν ἔλθουμε «εἰς ἑαυτὸν», κι ἀφήσουμε τὴ νοσταλγία νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ νὰ ξυπνήσει μέσα μας τὴ σιγουριὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τὴν αἰώνια. Τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἀκολουθεῖ διακριτικά «εἰς χώραν μακράν» κι ἄς τὴν πατοῦν κι ἄς τῆς νοθεύουνε οἱ ξένοι «τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα». Τοὺς εἶναι πολὺ εὔκολο αὐτὸ, ὅταν διαλέξεις νὰ ζεῖς μὲ «τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκός καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ βίου», ὅταν ὑποταγεῖς στὰ εἴδωλα...
Σ᾽ ἕνα τέτοιο κόσμο ἀφήσαμε τὴ ζωή μας, ξοδέψαμε τὴν «περιουσία» μας, ἀνταλλάξαμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα. Εἶναι φανερὸ πὼς ἡ λύση δὲν θὰ ἔρθει ἀπὸ κανένα γραφεῖο, καμμία ὑπηρεσία, κανένα κράτος. Μόνο οἱ ποιητές καὶ οἱ προφῆτες μποροῦν νὰ δώσουν τὴ λύση. Γιατὶ ἔχουν τὴν αἴσθηση πού βλέπει καὶ διατηροῦν τὸ φῶς πού φωτίζει. Γιατὶ -γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Ντοστογιέφσκι- ἡ ὀμορφιά θὰ σώσει τὸν κόσμο. Ἄν ὑποφέρουμε εἶναι γιατὶ χάσαμε τὴν ὀμορφιά. Πρῶτα ἐσωτερικὰ μᾶς ξεγύμνωσαν. Δίχως ὅραμα δὲν μποροῦν νὰ κλείσουν οἱ πληγὲς τοῦ κόσμου – τὰ μέτρα δὲν κλείνουν πληγὲς, μονάχα τὶς ξύνουν - καὶ ὁδηγούμαστε σὲ ἀδιέξοδα. Ὅσο καὶ νὰ καλλιεργεῖς τὴν ψυχή, ὅσο καὶ νὰ πλουτίζεις τὸ πνεῦμα, ὅσο καὶ νὰ ἁπλώνεις τὴν καρδιὰ, ἄν δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ν᾽ ἀνθίσουν, τότε τὰ πάντα εἶναι μάταια, στὸ τέλος μαραίνονται, δὲν σοῦ δίνουν ποτὲ τὴν αἴσθηση τῆς ζωῆς καὶ τὴ χαρὰ τῆς νίκης. «Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις ἀγάλλεται...», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ποὺ σημαίνει πὼς ἡ ἐλπίδα ἄνθισε. Αὐτὸ μᾶς προσφὲρει ἡ Ἀνάσταση· τὴ χαρὰ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀνθοφορίας, ποὺ εἶναι ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ποὺ ἐξυψώνει τὴν ψυχὴ καὶ δίνει ὑπόσταση στὴν ἐλπίδα. Ἡ ὀμορφιά γεννιέται ἀπ’ τὸ ὅραμα καὶ τὸ ὅραμα εἶναι ἡ Ἀνάσταση! Καὶ ὅσο ἡ Ἀνάσταση, ὅσο ἡ Ζωὴ μᾶς προσκαλεῖ ἡ χάρη θὰ ἀνθίζει σὲ ψυχές ἁμαρτωλὲς, ἀλλὰ διψασμένες γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἔχασαν κι ἀποφασισμένες νὰ ἐπιστρέψουν, σὲ ὁποιαδήποτε κατάσταση, μὲ ὁποιοδήποτε τίμημα, μὲ ὁποιαδήποτε ἰδιότητα... Ὁ ἄσωτος ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει ἔστω καὶ σὰν δοῦλος, γιατὶ ἤξερε ὅτι στὸ σπίτι τοῦ πατέρα ἡ ἀγάπη δίνεται ἀδιάκριτα, ὅτι ἐκεῖ δὲν ἔχει σημασία ποιὸς εἶσαι, ἀλλὰ νὰ εἶσαι ἐκεῖ...
*** Τὸ ποίημα αυτό τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ μελοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Μιχάλη Τερζῆ τὸ 1984, εἶναι στὸ δίσκο <Ὅλη τὴ μουσική μὲς στὴν ἀγάπη βάλε> καὶ ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸν Διονύση Θεοδόση, ἕναν ἐξαιρετικό τραγουδιστή, ποὺ ἔφυγε στὰ 35 του. Λίγο πρὶν τὸ τέλος του ἐκάρη μοναχός καὶ ἐτάφη στὸ Ἅγιο Ὄρος.