Σάββατο 1 Απριλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ΝΗΣΤΕΙΩΝ

+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρκ. 10,32-45)

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅσο πλησιάζει ὁ καιρὸς γιὰ τὸ ἑκούσιο Πάθος του, τόσο καὶ πιὸ καθαρὰ ὁμιλεῖ γι’ αὐτὸ στοὺς μαθητές του. Ἀνεβαίνοντας γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα τοὺς λέγει στὸ δρόμο καὶ τοὺς προετοιμάζει γιὰ ὅσα τὸν περιμένουν ἐκεῖ. Πιὸ πρῶτα τοὺς εἶπε γιὰ τὸ Σταυρό, ποὺ πρέπει νὰ σηκώση ὅποιος θὰ ἤθελε νὰ πάη κοντά του καὶ νὰ γίνη μαθητής του. Τώρα τοὺς λέγει γιὰ τὸ δικό του Σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο ποὺ τὸν περιμένει στὰ Ἱεροσόλυμα. Δὲν παραλείπει ὅμως νὰ τοὺς πῆ ὅτι «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται». Τὸ ἴδιο τώρα καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅσο πλησιάζομε στὶς ἅγιες ἡμέρες, μᾶς προετοιμάζει μὲ τὰ κατάλληλα ἀναγνώσματα ἀπὸ τὰ θεῖα Εὐαγγέλια. Ἄς ἀκούσωμε λοιπὸν στὴ γλώσσα μας τὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπή· μᾶς προμηνάει τὶς ἡμέρες ποὺ μᾶς ἔρχονται καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν ὑποδοχή τους.
«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πῆρε ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητές του κι ἄρχισε νὰ τοὺς λέγη ἐκεῖνα ποὺ ἔμελλαν νὰ τοῦ συμβοῦν, ὅτι «Νὰ ἀνεβαίνομε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν σὲ θάνατο, καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, καὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν, καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν, καὶ θὰ τὸν φτύσουν, καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθῆ». Τότε τὸν παίρνουν ἀπὸ κοντὰ ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, θέλομε νὰ μᾶς κάμης ὅ,τι θὰ ζητήσουμε». Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· «Τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω;». Κι ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν· «Δός μας νὰ καθήσουμε, τότε ποὺ θὰ δοξασθῆς, ἕνας στὰ δεξιά σου κι ἕνας στὰ ἀριστερά σου». Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε σεῖς νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ ἐγὼ πίνω καὶ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι;». Κι ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν «Μποροῦμε». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «Τὸ ποτήρι ποὺ ἐγὼ πίνω θὰ τὸ πιῆτε, καὶ τὸ βάπτισμα ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι θὰ τὸ βαπτισθῆτε· μὰ τὸ νὰ καθήσετε στὰ δεξιά μου καὶ στὰ ἀριστερά μου δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μου νὰ τὸ δώσω, ἀλλὰ ἀνήκει σ’ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθῆ». Κι ὅταν ἄκουσαν οἱ δέκα, ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς κάλεσε κοντά του καὶ τοὺς εἶπε· «Σᾶς εἶναι γνωστὸ πὼς ἐκεῖνοι ποὺ θαρροῦν στὸν κόσμο πὼς εἶναι ἄρχοντες, αὐτοὶ ὑποδουλώνουν τοὺς ἀνθρώπους· κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ μεγάλα ἀξιώματα τοὺς ἔχουν στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία τους. Ὅμως δὲν θὰ εἶναι σὲ σᾶς τὸ ἴδιο. Ἀλλ’ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεγάλος μεταξύ σας, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας· κι ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς θέλει νὰ γίνη πρῶτος, θὰ εἶναι σὲ ὅλους δοῦλος. Γιατί κι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴ ζωή του, γιὰ νὰ λυτρωθοῦν πολλοί».

Πέρασαν δυὸ χιλιάδες χρόνια κι ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι δὲν κατάλαβαν τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο· τὸ ἔζησαν καὶ τὸ κατάλαβαν μόνο οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ λέγονται χριστιανοὶ ἐπιμένουν καὶ θέλουν νὰ προσαρμόσουν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους, κι ὄχι τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴ ζωή τους μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι μπορεῖ νὰ λεγώμαστε χριστιανοί, νὰ ἔχωμε ἐκκλησίες καὶ ἑορτές, νὰ λέμε γιὰ χριστιανικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ «νοῦν Χριστοῦ» νὰ μὴν ἔχωμε. «Νοῦς Χριστοῦ» θὰ πῆ νὰ σκεφτώμαστε ὅπως ὁ Χριστός, νὰ φρονοῦμε ὅπως ὁ Χριστός, νὰ πράττωμε καὶ νὰ συμπεριφερώμαστε ὅπως ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος τὸ εἶπε, ὅτι «σᾶς ἔδωκα παράδειγμα, ὥστε καθὼς ἔκαμα ἐγὼ σὲ σᾶς, τὸ ἴδιο νὰ κάνετε καὶ σεῖς». Αὐτὸ τὸ εἶπε, ὅταν ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ δὲν τὸ εἶπε μόνο γιὰ τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν, ἀλλὰ γιὰ κάθε περίπτωση. Αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι δηλαδὴ οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἔχουνε «νοῦν Χριστοῦ», δὲν εἶναι ὅ,τι φαίνεται ἐξωτερικὰ καὶ μπαίνει γιὰ προθήκη στὴ ζωή. Εἶναι τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὸ ποὺ σκέφτεται, αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται, ἡ πίστη του καὶ τὸ φρόνημά του. Ὁ ἀληθινὸς δηλαδὴ ἄνθρωπος, γιατί ὁ ἀληθινὸς καὶ σωστὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ ὅ,τι εἶναι μέσα του. Μακάρι νὰ εἶναι κανένας τὸ ἴδιο· ὅ,τι φαίνεται ἀπ’ ἔξω νὰ εἶναι καὶ μέσα του. Ὅπως ἐξωτερικὰ δείχνει ἅγιος, ἔτσι ἅγιος νὰ εἶναι καὶ μέσα του. Αὐτὸ βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξέρη κανένας παρὰ μόνο το Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ «τὰ πάντα  ἐρευνᾶ».
Ἔπειτα λοιπὸν ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ κηρύχτηκε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀκόμα δὲν μπορέσαμε οἱ ἄνθρωποι νὰ μποῦμε στὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ τὸ καταλάβομε σὲ βάθος. Δὲν θελήσαμε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορέσαμε. Ὁ κόσμος πῆρε μόνο τὸ χριστιανικὸ ὄνομα· ἔμαθε ἴσως τὸ γράμμα, ἀλλὰ δὲν πῆρε τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι ἀλήθεια καὶ ζωή. Κατὰ τὰ ἄλλα στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν ζῆ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ τὸ φρόνημα τῆς εἰδωλολατρίας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς τὸ ἀκοῦμε στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, τὸ εἶπε καθαρὰ στοὺς μαθητὲς τοῦ «Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν», δὲν θὰ εἶναι τὸ ἴδιο καὶ σὲ σᾶς. Δὲν θὰ σκέφτεστε καὶ σεῖς, ὅπως σκέφτεται ὁ κόσμος, καὶ δὲν θὰ κάνετε τὸ ἴδιο, ποὺ κάνουν οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἄνθρωποι. Οἱ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία εἶναι οἱ «δοκοῦντες»· νομίζουν πὼς εἶναι σοφοί, νομίζουν πὼς ἔχουν ἐξουσία, καὶ θέλουν σὲ ὅλα νὰ εἶναι πρῶτοι καὶ παραπάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὁ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κόσμος, καθὼς τὸ γράφει ὁ Εὐαγγελιστής, «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, νὰ πάρη ἐπάνω της τὸν κόσμο, νὰ τὸν ἁγιάση καὶ νὰ τὸν μεταμορφώση.
Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶπε στοὺς μαθητὲς του μόνο τὸ «οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν». Δὲν τοὺς εἶπε μόνο πῶς αὐτοὶ δὲν πρέπει νὰ σκέφτονται καὶ τί δὲν πρέπει νὰ κάνουν σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἔξω. Τοὺς εἶπε καὶ θετικὰ πῶς καὶ τί πρέπει αὐτοὶ νὰ σκέφτονται καὶ νὰ πράττουν. «Ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔστω ὑμῶν διακονος · καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος». Ὅποιος θὰ θέλη νὰ γίνη μεταξὺ σας μεγάλος, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας· κι ὅποιος ἀπὸ σᾶς θὰ θέλη νὰ γίνη πρῶτος, νὰ εἶναι σὲ ὅλους δοῦλος. Θὰ ’λεγε κανεὶς πὼς αὐτὰ ὅλα εἶναι ἕνας λόγος, μιὰ θεωρητικὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡραία στὴ διατύπωσή της, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα· μάλιστα ἐκεῖνο τὸ «δοῦλος» δὲν εἶναι νὰ ἀκούεται στὸν καιρό μας. Ἀλλ’ ὅμως ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔσπευσε ἀμέσως νὰ ἐπικυρώση τὸ λόγο καὶ νὰ τὸν στηρίξη ἐπάνω στὸ δικό του παράδειγμα. «Καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι»· Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε γιὰ νὰ ὑπηρετηθῆ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήση. Ἦταν σὰν καὶ νὰ ἔλεγε στοὺς Ἀποστόλους· «Μὴ σᾶς φαίνεται παράδοξος ὁ λόγος. Φτάνει μόνο νὰ σκεφθῆτε πὼς κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν ἦλθα γιὰ νὰ μὲ ὑπηρετήσουν σὰν ἡγεμόνα οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ὑπηρετήσω. Κι ὄχι μόνο νὰ τοὺς ὑπηρετήσω, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσω γι’ αὐτοὺς τὴ ζωή μου, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι ποὺ θὰ τὸ θελήσουν».
Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο μάθημα, ποὺ καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ τὸ ἀκούσουν οἱ Ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ τὸ ἑκούσιο Πάθος. Εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πάντα καὶ σήμερα, ποὺ φέρνει σὲ τελεία ἀντίθεση τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου. Οἱ ἄνθρωποι γοητεύονται πάντα μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία. Ἰδανικό τους εἶναι νὰ κυριαρχοῦν μέσα στοὺς πολλοὺς καὶ νὰ καταδυναστεύουν τοὺς παρακάτω, νὰ διεκδικοῦν παντοῦ δικαιώματα καὶ νὰ ξεχνοῦν ὅ,τι εἶναι χρέος. Τόσο περισσότερο, ὅσο φωνάζουν ὅλοι γιὰ τὰ λεγάμενα «δικαιώματα τοῦ ἀτόμου». Ἀλλὰ στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν ἄτομα, ὑπάρχουν πρόσωπα· δὲν ὑπάρχουν δικαιώματα, ὑπάρχει τὸ χρέος· δὲν ὑπάρχει ἡγεμονία, ὑπάρχει διακονία. Ἂν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία μιὰ ἐξουσία, εἶναι ἡ ἱεροσύνη. Μὰ ὁ ἱερέας δὲν εἶναι ἐξουσιαστής, εἶναι πατέρας τοῦ ποιμνίου, ὑπηρέτης τοῦ λαοῦ καὶ οἰκονόμος τοῦ Θεοῦ. Καθὼς τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος, κάθε ἱερέας στὴν ’Ἐκκλησία εἶναι «ὑπηρέτης Χριστοῦ καὶ οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ». Ἡ κοσμικὴ ἐξουσία εἶναι δόκηση, «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν» εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἀνεξάλειπτη σφραγίδα καὶ ἀμεταμέλητη δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ.
Μπαίνουμε πιὰ ἀπὸ αὔριο στὴν τελευταία ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὅλο καὶ πλησιάζουμε στὶς ἅγιες ἡμέρες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἡ αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι τὸ προανάκρουσμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ποὺ ἀναγγέλλει τὸ ἑκούσιο Πάθος καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ. Οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἀνέβαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἔψαλλαν στὸ δρόμο ὁδοιπορικὰ ἄσματα. Ἀνεβαίνοντας τώρα καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τοὺς μαθητές του στὴν ἅγια πόλη, ὄχι πιὰ γιὰ τὸ Πάσχα τοῦ Νόμου, ἀλλὰ γιὰ τὸ καινὸ Πάσχα, ψάλλει τὸ ὁδοιπορικό του ἆσμα· «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα...». Ἀνεβαίνοντας κι ἐμεῖς πρὸς τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τῆς Ἀνάστασης, μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους, σὰν ὁδοιπορικὸ ἆσμα, ἐπαναλαμβάνομε τὰ ἴδια λόγια· «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς    Ἱεροσόλυμα...». ΑΜΗΝ.