Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

      Ἡ πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἀφιερωμένη στὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας καὶ ὅλων τῶν αἱρέσεων. Πρὶν ἀπὸ δώδεκα αἰῶνες ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια ἀναστατώθηκε ἡ χριστιανοσύνη γιὰ τὸ ζήτημα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἦταν ἡ ἀφορμὴ καὶ τὸ πρόσχημα, ἡ αἵρεση ὅμως εἶχε βαθύτερες ρίζες κι ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἦταν μία «ἀθεωτάτη μεταστοιχείωσις τῶν ἁπάντων»[1], ἀπέβλεπε δηλαδὴ σὲ μιὰ γενικὴ ἀνατροπὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ τέλος βέβαια νίκησε πάλι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐπικράτησε ἡ ὀρθὴ πίστη. Σ’ ἐκείνη τὴ νίκη καὶ γενικὰ στοὺς ἀγῶνες καὶ τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀφιερωμένη ἡ αὐριανὴ ἑορτή. Ὥρισαν λοιπὸν οἱ ἱεροὶ Πατέρες νὰ διαβάζεται αὔριο στὴ θεία Λειτουργία τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ πῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κάλεσε δυὸ ἀπὸ τούς μαθητές του, τὸ Φίλιππο καὶ τὸ Ναθαναήλ. Ἄς ἀκούσουμε τὰ εὐαγγελικὰ λόγια, γυρισμένα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.
«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ θέλησε ὁ Ἰησοῦς νὰ βγῆ καὶ νὰ πάη στὴ Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τὸ Φίλιππο καὶ τοῦ λέγει· «Ἀκολούθα με». Κι ἦταν ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ἔπειτα ὁ Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει· «Βρήκαμε ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς στὸ νόμο καὶ οἱ Προφῆτες, τὸν Ἰησοῦ τὸ γιὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ». Κι ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε· «Ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτε καλό;». Τοῦ λέγει ὁ Φίλιππος· «Ἔλα νὰ δῆς». Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸ Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται κοντά του καὶ λέγει γι’ αὐτόν. «Νὰ πραγματικὰ ἕνας Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέσα του δόλος». Τοῦ λέγει ὁ Ναθαναήλ· «Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις;». Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· «Πρὶν νὰ σὲ φωνάξη ὁ Φίλιππος, ὅταν ἤσουν κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, σὲ εἶδα». Ἀποκρίθηκε ὁ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, σὺ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· «Πιστεύεις, ἐπειδή σοῦ εἶπα ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά; Μεγαλύτερα ἀπ’ ὅ,τι τώρα βλέπεις θὰ δῆς». Καὶ τοῦ λέγει· «Σᾶς βεβαιώνω πὼς πολὺ γρήγορα θὰ δῆτε ἀνοιγμένο τὸν οὐρανὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν ἐπάνω στὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι ἡ πολύτιμη καὶ ἱερὴ κληρονομιὰ τῶν πατέρων μας. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἔχωμε καύχηση πὼς εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ νὰ τὸ θεωροῦμε ἱερώτατο χρέος μας νὰ φυλᾶμε καὶ νὰ ὑπερασπίζουμε τὴν ὀρθοδοξία μας. Γιατί ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια εἶναι πολλοὶ οἱ ἐχθροί τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ τώρα τελευταῖα πλήθυναν περισσότερο. Μέσα στὴ μεγάλη ἀκαταστασία τοῦ καιροῦ μας σὲ ὅλο τὸν κόσμο, πλήθυναν καὶ οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία»[2]· αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς παράδοσης, αὐτὴ εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας μας. Εἶναι ἀρχαῖο ἀξίωμα τῶν ἱερῶν Πατέρων ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει ὀρθὴ πίστη καὶ δὲν ὑπάρχει σωτηρία. Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι χριστιανὸς πρέπει νὰ μένη στὴν Ἐκκλησία κι ὅποιος θέλει τὴ σωτηρία του πρέπει νὰ ξέρη πώς μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία σώζεται. Εἶναι πολλοὶ ποὺ στὰ χαρτιὰ λέγονται ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἀλλὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν τὴν ξέρουν, γιατί θαρροῦν πὼς δὲν τοὺς χρειάζεται ἡ Ἐκκλησία. Αὐτοὶ εἶναι ὁ πρῶτος ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἄς θαρροῦν πὼς εἶναι χριστιανοὶ καὶ καλοὶ ἄνθρωποι.
     Μὰ χριστιανοὶ καὶ ἀληθινὰ καλοὶ ἄνθρωποι γίνονται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ μόνο ξέρουν στ’ ἀλήθεια ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, καὶ στὴ θεία χάρη βρίσκουν τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ κακὸ καὶ νὰ κάμουν τὸ καλό. Ὅσοι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ στηρίζονται μόνο στὸν ἑαυτό τους γιὰ νὰ μάθουν τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ καὶ γιὰ νὰ γίνουν καλοὶ ἄνθρωποι, καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι καλοὶ καὶ πὼς δὲν τοὺς λείπει τίποτε, αὐτοὶ γελᾶνε τὸν ἑαυτό τους. Οἱ ἄνθρωποι φτιάχνονται στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὸν δικό τους πνευματικὸ ἀγώνα καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀναπληρώνει τὰ ἐλλείποντα καὶ θεραπεύει τὰ ἀσθενῆ. Σὰν τὸ πρόβατο ποὺ ξεκόβει ἀπὸ τὴν ποίμνη του, οἱ ἄνθρωποι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χάνονται, κι ἄς θαρροῦν κι ἄς φαίνωνται πὼς προκόβουν στὴ ζωή. Ὁ κόσμος πραγματικὰ καλυτερεύει, ὅταν μέσα μας ριζώνη ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἑδραιώνεται ἡ ἀληθινὴ πίστη. Γιατί ἡ πίστη δὲν εἶναι μιὰ θεωρητικὴ γνώμη, ἀλλὰ ἡ δύναμη μέσα μας, ποὺ μᾶς φτερώνει καὶ μᾶς ἀνεβάζει ὡς τὸν οὐρανό. Οἱ ἄνθρωποι σέρνονται στὴ γῆ, γιατί δὲν ἔχουν μέσα τους πίστη, ἀληθινὴ καὶ ὀρθόδοξη πίστη.
      Μὰ ὅλοι ποὺ λέγονται καὶ δὲν εἶναι χριστιανοί, ὅλοι ὅσοι δὲν θέλουνε νὰ ξέρουν τὴν Ἐκκλησία, ἕνα πρᾶγμα πρόχειρα καὶ γιὰ δικαιολογία τους προφασίζονται «Καὶ τί καλὸ τάχα ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία;». Κι ὅταν τὸ λένε αὐτό, ἐννοοῦν τὸν ἱερὸ κλῆρο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐξηγήσουμε ἐδῶ πὼς Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο ὁ ἱερὸς κλῆρος· Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος. Ὅλοι ἐμεῖς ὅσοι ἐλάβαμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὅσοι κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ὅσοι μαζὶ συναγμένοι προσευχόμαστε καὶ λατρεύομε τὸν ἀληθινὸ καὶ ζῶντα Θεὸ καὶ περιμένομε τὴ σωτηρία μας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο ὅσοι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὰ καὶ  πολλοὶ ἀπὸ κείνους, ποὺ λέγονται χριστιανοὶ καὶ θαρροῦν πὼς Ἐκκλησία εἶναι μόνο ὁ ἱερὸς κλῆρος, κατηγοροῦν λοιπὸν τὴν Ἐκκλησία καὶ λένε· «Τί καλὸ τάχα ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία;».
     Ἐδῶ τώρα πρέπει νὰ ἀναλογισθοῦμε ὅλοι ἐμεῖς, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός, τὴ μεγάλη μας εὐθύνη ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία. Μήπως γιὰ μᾶς πολλὲς φορὲς οἱ ἐχθροὶ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία, μήπως ἐξαιτίας μας ὑβρίζεται ἡ πίστη, μήπως γιὰ μᾶς βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς λοιπὸν ἄς προσέχομε, ἄς φοβούμαστε τὸ Θεὸ κι ἄς ντρεπώμαστε τοὺς ἀνθρώπους καί, ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἀνέχεται, οἱ ἐχθροὶ ἄς κάνουν τὸ ἔργο τους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φαίνεται πὼς αὐτὸ τὸ ἔργο δὲν θὰ σταματήση ποτέ. Ὅλοι οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄνθρωποι τόσο περισσότερο πανοῦργοι ὅσο καὶ δειλοί. Δὲν τολμοῦνε νὰ τὰ βάλουν ἀνοιχτὰ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὑποκρίνονται ὅτι τάχα ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν ἀνύψωσή της. Ψάχνουν λοιπὸν γιὰ νὰ βροῦν τρωτὰ μεταξύ τῶν κληρικῶν καὶ μὲ ὅλα τὰ μέσα διαφημίζουν σκάνδαλα σὲ βάρος τῶν ἱερέων γιὰ νὰ δημιουργήσουν ἐντυπώσεις καὶ νὰ κλονίσουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν χριστιανῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἐφαρμόζουν τὴ γνωστὴ τακτική, γιὰ τὴν ὁποία λέγει ὁ Προφήτης· «Πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης»[3]. Ἐμεῖς λοιπόν, ὅσοι πιστεύομε στὴ μητέρα μας Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀγαποῦμε, δὲν ἔχομε ἄλλον τρόπο γιὰ νὰ ἀμυνθοῦμε παρά, καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος, νὰ «περιπατῶμεν ἀξίως τοῦ Εὐαγγελίου»[4]. Γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ λέμε στὸν κάθε ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας· «Ἔρχου καὶ ἴδε»·[5] ἔλα καὶ δὲς μὲ τὰ μάτια σου.
«Πράξις θεωρίας ἐπίβασις»[6] εἶναι τὸ ἀξίωμα τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὸ θὰ πῆ ὅτι στὴν Ἐκκλησία ὁ λόγος στηρίζεται ἐπάνω στὴν πράξη. Τίποτε θεωρητικό, τίποτε φτιαγμένο στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, τίποτε ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία. Ἡ πίστη, ἡ θεολογία, τὸ Εὐαγγέλιο, ὅλα εἶναι κήρυγμα γεγονότων. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα γεγονός, μιὰ ζωὴ καὶ μιὰ παράδοση στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ὀρθὴ καὶ σωστὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἡ λογικὴ λατρεία, καὶ στὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ βιοτὴ τῶν πιστῶν. Ἑορτάζοντας αὔριο τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας καὶ ὅλων τῶν αἱρέσεων, εὔκαιρο εἶναι νὰ δώσουμε ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν παλαιὰ ὑπόσχεση· Δὲν θὰ σὲ ἀρνηθοῦμε, ἀγαπητή μας Ὀρθοδοξία, δὲν θὰ σὲ ψευτίσουμε, ἱερὴ καὶ σεβαστὴ κληρονομία τῶν πατέρων μας «Οὐκ ἀπαρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας»[7]. Ἀμήν.  
                                                                                    Ὁ Σ.Κ.Δ.




[1] Θεοδώρου Στουδίτου, Έπιστολαί, 276-277
[2] Σύμβολον τῆς πίστεως, ἄρθρον 9.
[3] Ζαχαρ. 13, 7. Ματθ. 26, 31
[4] Φιλιπ. 1,27
[5] Ίω. 1,47
[6] Γρηγ. Θεολόγου, Κατά Ἰουλιανοῦ Α' 113. MPG 35, 649, 652
[7] ’Ιωσήφ Βρυέννιος