Ἐπισκόπου, Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
α´. Ἦταν πραγματικὰ ἱερὴ κι ἀληθινὰ ὀρθόδοξη ἡ πράξη ἐκείνων,
ποὺ σκέφθηκαν καὶ ὥρισαν τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πολιτεία
σήμερα Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι μὲ μιὰ λεγόμενη Δοξολογία, σὰν ἐκεῖνες ὅπου ἀλλόδοξοι
καὶ ἀλλόθρησκοι βρίσκονται μαζὶ μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ σὲ μιὰ ἐθνικοθρησκευτικὴ
συγκέντρωση. Ἀλλὰ μὲ θεία Λειτουργία, ὅπου σὲ μιὰ κοινωνία ἀδελφῶν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» συνυπάρχομε οἱ οἰκεῖοι
τῆς πίστεως. Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία κι αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία· ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ λειτουργικὴ καὶ εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἡ «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία καὶ ἀνύμνηση τοῦ Θεοῦ.
........................................
η´. Ἡ εἰκονομαχία, μὲ τὴν ὁποία εἰδικώτερα συνδέεται ἡ
σημερινὴ ἑορτὴ, εἶναι μία καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη ἐπἰθεση στὴ ζωὴ καὶ στὴν ἱστορία
της, ποὺ σήκωσε ἡ Ἐκκλησία. Ὄχι πιὰ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς δικούς
της ἀνθρώπους· ἀπὸ τοὺς ἀπειθάρχητους καὶ ἄτακτους ἀδελφούς, ποὺ γέννησαν
σχίσματα καὶ αἱρέσεις στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἰκονομαχία ὑπῆρξε ἡ αἵρεση, ποὺ
ταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησία γιὰ ἑκατὸ καὶ παραπάνω χρόνια, ἀπὸ τὸ 727 ὥς τὸ 843.
Συνοδικὰ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κι ἀπὸ τὸ Θεόδωρο τὸ Στουδίτη
χαρακτηρίστηκε ὡς «ἀθεωτάτη
μεταστοιχείωσις τῶν ἁπάντων», ὡς γενικὴ δηλαδὴ καὶ χωρὶς φόβο Θεοῦ ἀνατροπὴ
τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀρχηγοὶ τῆς εἰκονομαχίας ἦσαν ἐκ τῶν ἱκανωτέρων
ἀνθρώπων τοῦ Βυζαντίου, ἀλλ᾽ ἡ ἀνάμιξή των στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε
μία ἀτυχὴς πολιτικὴ πράξη.
........................................
κ´. Ἡ ἔνταξή μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα μᾶς θυμίζει μιὰ
ἐποχὴ πρὶν ἀπὸ πεντακόσια πενήντα χρόνια. Τὸ ἴδιο κάπως γινότανε τότε, ὅπου οἱ ἀνατολικοὶ
πήγαιναν καὶ ἔρχονταν στὴν Ἰταλία κι ἔκαναν ἐκκλησιαστικὲς Συνόδους, μὲ τὴν ἐλπίδα
πὼς ἡ Δύση θὰ βοηθοῦσε γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ὁ κίνδυνος ποὺ ἀπειλοῦσε τὴν Ἀνατολή. Ἡ
Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία, ὕστερ᾽ ἀπὸ χίλια ἑκατὸ χρόνια, ἦταν φυσικὸ νὰ διαλυθεῖ,
μὰ ἡ Ὀρθοδοξία ἔπρεπε καὶ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ζήση, νὰ στηρίξει τοὺς λαοὐς της στὴν
πικρὴ αἰχμαλωσία τους. Γι᾽ αὐτὸ οἱ ὁμολογητὲς τότε, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο Ἐφέσου
Μάρκο τὸν Εὐγενοκό, γυρίζοντας στὴν Πόλη, ὅσοι γύρισαν, ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴ
Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, ἔδιναν τὴν ὑπόσχεση καί, σὰν καὶ νὰ ὡρκίζονταν, ἔλεγαν· «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά
σε, πατροπαράδοτον σέβας». Φαίνεται κι ἐδῶ ὅτι οὔτε κοσμικὴ ἐξουσία οὔτε
κρατικὴ ὑπηρεσία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ σέβασμα στὶς συνειδήσεις τῶν
πιστῶν.
...........................................
κα´. Πηγαίνοντας τώρα στὴν Εὐρώπη, δὲν πηγαίνομε σὰν
φτωχοὶ συγγενεῖς, μόνο γιὰ νὰ πάρωμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δώσουμε· καὶ πιστεύομε πὼς
ἔχομε νὰ δώσουμε. Ἀλλὰ πῶς θὰ πᾶμε καὶ μὲ ποιὰ ταυτότητα, ποὺ νὰ δείχνει καὶ νὰ
βεβαιώνει ποιοὶ εἴμαστε καὶ τὶ φέρνομε μαζί μας; Ὄχι βέβαια μόνο ὡς Ἕλληνες, ἀλλὰ
καὶ ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ! Αὐτὴ εἶναι οἱ ταυτότητά μας, κι ὅποιοι δὲν τὸ
καταλαβαίνουν ἤ δὲν τοὺς ἀρέσει θὰ πρέπει νὰ εἶναι, καθὼς ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης,
μολεμένοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Δύσης. Ἀλλὰ θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ πῶ κάτι τολμηρό, ποὺ ὅμως
εἶναι ἀλήθεια· ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ δὲν ἠττήθηκε στὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας,
πληρώνει τὰ δεινὰ τῆς Δύσης, ἀπὸ τότε ποὺ κάποιος μεγάλος στὴν Ἱστορία ἄνοιξε τὶς
πύλες, γιὰ νὰ μπεῖ ἐλεύθερα στὴν Ἀνατολὴ τὸ πνεῦμα τῆς Εὐρώπης. Τώρα ἡ ὀρθόδοξη
ἐκκλησιαστική μας οἰκογένεια, ἄν δὲν διαλύθηκε, περνάει δύσκολες ἡμέρες·
σηκώνει τὸ σταυρό της καὶ πορεύεται πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, σὰν καὶ
νὰ εἴμαστε μόνοι, βρισκόμαστε στὴν ἀνάγκη νὰ περιμένωμε πάλι ἀπὸ τὴ Δύση. Ἀλλὰ ἡ
ἔνταξή μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα δὲν εἶναι θέμα μόνο πολιτικὸ καὶ οἰκονομικό·
εἶναι, καὶ μάλιστα πρῶτα, θέμα πνευματικό. Πῶς λοιπὸν θὰ πᾶμε στὴν Εὐρώπη; Μὲ
ποιὰ πνευματικὴ ἐξάρτυση καὶ μὲ ποιὰ παιδεία; Εἴμαστε λιγοστοὶ καὶ ἀνάδελφοι, καθὼς
ἐλέχθη· ἄν βρεθοῦμε καὶ ἄοπλοι ἐσωτερικά, κινδυνεύομε νὰ χαθοῦμε.
κβ´. Ὅταν οἱ Ἰσραηλίτες ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο γιὰ τὴν
Παλαιστίνη, ζήτησαν καὶ πῆραν ἀπὸ τοὺ Αἰγυπτίους ἀργυρὰ καὶ χρυσὰ σκεύη καὶ ἱματισμό,
πράγματα ποὺ θὰ τοὺς χρειάζονταν γιὰ τὴν πορεία τους στὴν ἔρημο καὶ γιὰ τὴν ἐγκατάστασή
τους ἐκεῖ ποὺ θὰ πήγαιναν. Ἔτσι εἶπε ὁ Θεὸς στὸ Μωϋσῆ· «Λάλησον κρυφῇ εἰς τὰ ὧτα τοῦ λαοῦ καὶ αἰτησάτω ἕκαστος παρὰ τοῦ πλησίον
σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν». Ἐμεῖς, βγαίνοντας γιὰ τὴν Εὐρώπη, δὲν θὰ πάρωμε κρυφὰ καὶ δὲν θὰ
κλέψουμε ξένα ἐφόδια. Θὰ πάρωμε τὴν κληρονομιὰ τῶν πατέρων μας καὶ τὴ δική μας
περιουσία. Θὰ πάρωμε μαζί μας τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ἀμήν.
* Ὁμιλία (ἀπόσπασμα) στὴν ἑορτὴ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας
λεχθεῖσα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν (28 Φεβρουαρίου 1988)