Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ΛΟΥΚΑ

+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

Ἡ παραβολή τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16, 19-31).
Αὔριο στὸ Εὐαγγέλιο τῆς θείας Λειτουργίας θὰ ἀκούσωμε τὴ γνωστὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικὲς παραβολὲς ποὺ εἶπε ὁ θεῖος Διδάσκαλος. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ πῆ τὴν παραβολὴ ἦταν ἡ φιλαργυρία τῶν Φαρισαίων. Αὐτοὶ τὸν ἤκουαν νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ «ἐξεμυκτήριζον αὐτὸν»1· τὸν ἔπαιρναν γιὰ ἀνόητο, ποὺ ἔλεγε πράγματα γελοῖα. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχει μιὰ ἀπόλυτη ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στὸν πλοῦτο καὶ σ' ὅλα τὰ ἀγαθά τοῦ βίου, καὶ δὲν ἐξαρτᾶ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν οἰκονομική του κατάσταση κι ἀπὸ τὴν καλοπέρασή του στὴ ζωή. Οἱ Φαρισαῖοι πίστευαν ἀλλιώτικα· ὁ πλοῦτος καὶ ἡ οἰκονομική τους ἄνεση ἦταν ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δίκαιη πληρωμή του γιὰ τὴν ἀρετή τους. Μιὰ καὶ ἦσαν πλούσιοι αὐτὸ θὰ πῆ πὼς εἶχαν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ' αὐτὸ εἶναι μεγάλη πλάνη. Γιατί τότε τί θὰ ποῦμε γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦν μέσα στὴ στέρηση καὶ τὴ μιζέρια; Τάχα πώς ὅλοι αὐτοὶ τιμωροῦνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους; Καὶ τί θὰ ποῦμε γιὰ τοὺς Προφῆτες καὶ γιὰ τοὺς Μάρτυρες, ποὺ στερήθηκαν καὶ κακουχήθηκαν καὶ διώχτηκαν καὶ πῆγαν ἀδικοσκοτωμένοι; Θὰ εἶχαν ἴσως δίκιο οἱ Φαρισαῖοι κι ὅλοι ὅσοι σκέφτονται σὰν κι αὐτούς, ἂν ὅλο κι ὅλο γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἦταν μόνο ὁ παρὼν βίος. Μὰ ὅ,τι γίνεται στὸν παρόντα βίο ἔχει μιὰ προέκταση, ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι μεταβολὴ στὸ ἀντίθετο. Αὐτὴ ἡ προέκταση κι αὐτὴ ἡ μεταβολὴ κατακυρώνουν τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δικαιώνουν τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ ἀλλιῶς εἶναι σκάνδαλο καὶ μωρία. Γι' αὐτὴ τὴν προέκταση καὶ τὴ μεταβολὴ ποὺ μᾶς περιμένει, ὁμιλεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ αὐριανὸ Εὐαγγέλιο τῆς θείας Λειτουργίας.

«Εἶπε ὁ Κύριος «Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος, ποὺ ντυνότανε στὰ κόκκινα καὶ τὰ βυσσινιὰ καὶ τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα, μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια καὶ σπατάλη. Κι ἦταν ἕνας φτωχός, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, πεσμένος ἔξω ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγὲς καὶ λιμάζοντας νὰ χορτάση ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου· ἀκόμα καὶ τὰ σκυλιὰ ἔρχονταν κι ἔγλυφαν τὶς πληγές του. Ἔγινε λοιπὸν καὶ πέθανε ὁ φτωχὸς καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν κόλπο τοῦ Ἀβραάμ· ὕστερα πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. Καὶ στὸν Ἅδη, ἐκεῖ ποὺ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ κοντά του τὸ Λάζαρο. Καὶ φώναξε καὶ εἶπε· ´Πατέρα Ἀβραάμ, λυπήσουμε καὶ στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βουτήξη στὴν ἄκρη τὸ δάκτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίση τὴ γλώσσα μου, γιατί καίγομαι καὶ λυώνω σὲ τούτη τὴ φλόγα'. Κι ὁ Ἀβραὰμ εἶπε· Παιδί μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ πῆρες μὲ τὸ παραπάνω τα καλά σου στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος πάλι ὅλα τα κακά· τώρα λοιπὸν αὐτὸς ἐδῶ χαίρεται καὶ σὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα, μεταξὺ μας ἀνοίγεται βαθὺ φαράγγι, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ θέλουνε νὰ διαβοῦν ἀπ' ἐδῶ πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ μποροῦν μήτε οἱ ἀπ' αὐτοῦ πρὸς ἐμᾶς νὰ περάσουν'. Τότε ὁ πλούσιος εἶπε· 'Σέ παρακαλῶ, πατέρα Ἀβραάμ, νὰ στείλης τὸ Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, γιατί ἔχω πέντε ἀδελφούς. Νὰ πάη λοιπὸν καὶ νὰ τοὺς πῆ τί γίνεται ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοί σὲ τοῦτον ἐδῶ τὸ βασανισμένο τόπο'. Τοῦ λέγει τότε ὁ Ἀβραάμ· ''Ἔχουν τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες ἄς τοὺς ἀκούσουν'. Κι ὁ πλούσιος εἶπε· ''Ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ, ἀλλ' ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάη σ' αὐτούς, θὰ μετανοήσουν'. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἀβραάμ· ''Ἂν δὲν ἀκοῦνε τὸ Μωϋσῆ καὶ τοὺς Προφῆτες, οὔτε κι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἂν κάποιος ἀναστηθῆ, θὰ πιστέψουν’».
Κάποιος θὰ πῆ πὼς ἡ εἰκόνα, ποὺ παρουσιάζει στὴν ἀρχὴ ἡ παραβολή, εἶναι ὑπερβολική. Πουθενὰ δὲν συναντᾶμε τόση ἀντίθεση· τόση προκλητικὴ καλοπέραση ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ τόση ἐξαθλίωση ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ὅμως ἴσως νὰ εἶναι καὶ μεγαλύτερη ἡ ἀντίθεση, καὶ μόνο ποὺ δὲν τὴ βλέπομε σ' ὅλη της τὴν ἔκταση σὲ μιὰ συγκεκριμένη περίπτωση. Καὶ σήμερα, μ' ὅλη τὴν εὐεργετικὴ ἐπίδραση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, καὶ μ' ὅλους τοὺς ἀγῶνες, ἀληθινοὺς ἤ ψεύτικους, γιὰ τὴν ἰσότητα, ὑπάρχει μεγάλη ἀντίθεση στὸν κόσμο ἀνάμεσα στὴν πολυτέλεια τοῦ πλούτου καὶ στὴν ἐξαθλίωση τῆς φτώχειας. Δὲν ἐξετάζομε τώρα τὸ πὼς καὶ γιατί, ἀλλὰ διαπιστώνομε μόνο πὼς ὑπάρχει πάντα στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ πλοῦτος κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ἡ φτώχεια. Καὶ θέλομε νὰ ποῦμε καὶ στοὺς πλούσιους καὶ στοὺς φτωχούς τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι «παράγει τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου»2· περνᾶ κι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος μήτε ἡ φτώχεια, μὰ ὁ ἄνθρωπος· ὁ πλούσιος μέσα στὸν πλοῦτο του κι ὁ φτωχὸς μέσα στὴ φτώχειά του. Πῶς ὁ καθένας αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ του μέσα στὴν κατάστασή του. Τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶναι ὁ πλούσιος νὰ αἰσθάνεται εὐτυχισμένος κι ὁ φτωχὸς νὰ βλέπη πὼς χάνεται. Ἔτσι, μέσα στὴ μεγάλη τους ἀντίθεση καὶ μ' ὅλη τὴ μεταξύ τους ἀπόσταση, πλούσιοι καὶ φτωχοὶ συναντιοῦνται, ἐπειδὴ συμβαίνει νὰ ἔχουν τὴν ἴδια πίστη καὶ τὴν ἴδια ἐλπίδα. Δὲν πιστεύουν καὶ δὲν βλέπουν τίποτε πιὸ πέρα ἀπὸ τὸν παρόντα βίο.
Μὰ στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου παρεμβάλλεται πάντα τὸ ἐπεισόδιο τοῦ θανάτου. Μιὰ  καὶ γεννήθηκε, κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀπόλυτα βέβαιο ὅτι καὶ θὰ πεθάνη. Μετὰ τὴν εἰκόνα τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας, ἡ παραβολὴ ὁμιλεῖ γιὰ κάτι, ποὺ τὸ βλέπομε καὶ τὸ διαπιστώνομε κάθε μέρα· πρῶτα ὁ φτωχὸς κι ὕστερα ὁ πλούσιος πέθαναν. Γιὰ τὸ φτωχὸ λέγει ὅτι «ἐγένετο ἀποθανεῖν» καὶ γιὰ τὸν πλούσιο λέγει ὅτι «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη. Ποιὸς προσέχει, ὅταν πεθαίνει ἕνας φτωχός; Ποιὸς ξέρει τὸν τάφο του;  Ὅμως ὁ πλούσιος «ἀπέθανε καὶ ἐτάφη». Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς τοῦ ἔγινε μιὰ μεγαλόπρεπη κηδεία, μὲ μουσική, μὲ στέφανα καὶ μὲ ἐπικήδειους λόγους. Ἀλλὰ τὸ «ἐτάφη» θὰ πῆ ἀκόμα πὼς ὅλο κι ὅλο, ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξασφαλίση ὁ πλούσιος πεθαίνοντας, ἦταν νὰ θαφτῆ. Νὰ θαφτῆ τὸ σῶμα του, νὰ θαφτῆ κι ἡ μνήμη του, καὶ νὰ μείνουν μόνο κάποια μάρμαρα γιὰ μνημεῖο του, ποὺ γιὰ μιὰ δυὸ γενεὲς θὰ λένε τὸ ὄνομά του. Θὰ ἦταν βέβαια κι αὐτὸ γιὰ τὸν πλούσιο ἕνα κέρδος νὰ φάη, νὰ πιῆ καὶ νὰ πεθάνη, νὰ τερματίση δηλαδὴ τὴ ζωή του στὸν τάφο. Μὰ θὰ ἦταν καὶ γιὰ τὸ φτωχὸ μιὰ μεγάλη ἀδικία, νὰ ταλαιπωρηθῆ στὸ βίο του καὶ νὰ τερματίση κι αὐτὸς τὴ ζωή του στὸν τάφο. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶδαν καὶ θαύμασαν τὴν κηδεία τοῦ πλουσίου, δὲν εἶδαν τί ἔγινε μὲ τὸ φτωχό, γιατί αὐτὸ εἶν' ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη αἴσθηση καὶ ἐμπειρία. Ἄγγελοι φωτεινοί, σταλμένοι ἀπὸ τὸ Θεό, πῆραν τὴν ψυχή του καὶ τὴν πῆγαν κοντὰ στὸν Ἀβραάμ, τὸν πλουσιώτερο μὰ καὶ τὸν δικαιότερο ἄνθρωπο τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Κάποιοι ἄλλοι ἄγγελοι πῆραν καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πλουσίου καὶ τὴν πῆγαν σὲ ἄλλο τόπο. Ἡ ζωὴ λοιπὸν τῶν ἀνθρώπων συνεχίζεται πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, κι εἶναι γιὰ μᾶς ἀρκετὴ ἀπόδειξη ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι βέβαια παραβολικός, ἀλλ' ὅμως στηρίζεται σὲ μιὰ πραγματικότητα, ποὺ τὴν ξέρει ὁ Θεός. Γιατί ἡ παραβολὴ εἶν' ἕνας λόγος φτιαχτός, μὰ λόγος ποὺ στηρίζεται στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ φύση τῶν πραγμάτων. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ποὺ δὲν μποροῦν ἐμπειρικὰ νὰ τὴν ξέρουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί κανεὶς ποτὲ δὲν γύρισε ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο καὶ δὲν μᾶς εἶπε τί γίνεται ἐκεῖ, αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀλήθεια τὴν ξέρει καλὰ ὁ Θεὸς καὶ μᾶς βεβαιώνει γι' αὐτήν. Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι μόνο ὁ βίος καὶ τὸ τέλος τοῦ βίου δὲν εἶναι καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς. Ἡ ζωὴ προεκτείνεται καὶ συνεχίζεται πέρα ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ βίου. Πάει νὰ πῆ πὼς ὁ τάφος δὲν εἶναι ἡ τελευταία κατοικία, καθὼς πολλοὶ ἄκαιρα καὶ βλάσφημα τὸ λένε στοὺς ἐπικήδειους λόγους. Τάχα ποιὰ θὰ ἦταν τότε ἡ διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ κτήνη; Ἐκείνων ἡ ζωὴ σταματᾶ μὲ τὸ τέλος τοῦ βίου, γιατί ἐκεῖνα ἔχουν μέσα τους μόνο ζωικὴ δύναμη. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχή, ποὺ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πνοῆς, ποὺ φύσηξε μέσα του ὁ Θεὸς· «...καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πvοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν»4. Ὄχι ζωικὴ δύναμη, ἀλλὰ ψυχὴ μέσα σ' ἕνα ζωντανὸ σῶμα.
Ὅμως ὁ θεῖος λόγος μᾶς βεβαιώνει ἀκόμα, ὄχι μόνο πὼς ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου συνεχίζεται, μὰ καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ συνέχεια καὶ ἡ προέκτασή της. Εἶναι τέτοια, κατὰ ποὺ ὁ καθένας τὴν προετοίμασε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅποιος παίρνει ἐδῶ ἔχει νὰ δώση ἐκεῖ, κι ὅποιος δίνει ἐδῶ ἔχει νὰ πάρη ἐκεῖ. Ὁ πλούσιος της παραβολῆς πῆρε ἐδῶ μὲ τὸ παραπάνω· γιατί ἔτσι εἶδε τὴ ζωή, σὰν εὐκαιρία γιὰ νὰ πάρη καὶ ν' ἀπολαύση. Πῆρε λοιπὸν καὶ ξώφλησε στὴν ἄλλη ζωὴ ὄχι μόνο δὲν τοῦ μένει νὰ πάρη, μὰ καὶ χρωστάει νὰ δώση πολλά. Ὁ Λάζαρος πάλι ἔδωκε μὲ τὸ παραπάνω ἔζησε τὴ φτώχειά του καὶ τὴν ἀρρώστια του καὶ τὴν περιφρόνηση τοῦ πλουσίου, κι ὂλ' αὐτὰ τὰ σήκωσε μὲ ὑπομονή. Μιὰ εἶναι ἡ διαφορά· ὁ πλούσιος ἔπαιρνε μόνος του ἐδῶ ἐκεῖνα ποὺ θαρροῦσε πὼς τοῦ ἀνῆκαν, καὶ τὸ πάρσιμό του εἲχ' ἕνα τέλος. Ὁ φτωχὸς ἐκεῖ παίρνει ἐκεῖνα ποὺ τοῦ δίνει ὁ Θεός, μὰ ὅ,τι δίνει ὁ Θεὸς εἶναι ἀμεταμέλητα καὶ χωρὶς τέλος. Πρόσκαιρη τότε ἡ ἡδονὴ τοῦ πλουσίου, ἀτέλειωτη τώρα ἡ ὀδύνη του. Πρόσκαιρη τότε καὶ τοῦ φτωχοῦ ἡ ταλαιπωρία, ἀτέλειωτη τώρα ἡ μακαριότητα. Τὰ ἐδῶ εἶναι πρόσκαιρα, τὰ ἐκεῖ αἰώνια· καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακά.
Στὸν καιρό μας, ἐπάνω στὰ ζητήματα τοῦ πλούτου καὶ τῆς φτώχειας, οἱ ἄνθρωποι ὁμιλοῦν μιὰ ἄλλη γλώσσα· ὁλωσδιόλου διαφορετικὴ καὶ ἀντίθετη ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς παραβολῆς τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Εἶναι ἡ γλώσσα τῆς ἀθεΐας, ποὺ δὲν πιστεύει στὰ «μετὰ θάνατον» καὶ ἀγνοεῖ τὴν πρόνοια καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὄχι πὼς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεὸ κάθε ἀγώνας τῶν ἀνθρώπων γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη· ὄχι πὼς εἶναι ἀνεκτὴ κάθε πρόκληση τῆς χορτασιᾶς ἀπέναντι στὴν πείνα· ὄχι πὼς εἶναι φυσικὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ χωρίζωνται σὲ πλούσιους καὶ φτωχούς· μὰ θὰ συμβαίνη πάντα ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅτι τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχωμε πάντα μαζί μας. Γιὰ διάφορους λόγους, ποὺ ὅλοι ὀφείλονται στὴν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν συνθηκῶν τοῦ βίου. Κι' αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι πάντα ὁ ἀγώνας, πῶς θὰ φτιάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ πῶς θὰ καλυτερέψουμε τοὺς ὅρους τῆς κοινωνικῆς μας συμβίωσης. Ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς καὶ τὰ   δυὸ αὐτὰ ἔχουν ἄμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ τί πιστεύομε γιὰ τὸν προορισμὸ μας· γιατί ὁ βίος μας εἶναι πάντα τέτοιος μὲ ὅ,τι πιστεύομε γιὰ τὴ ζωή.