Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

+ Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

Κυριακὴ Τυρινῆς
Μθ. 6, 14-22

Γιὰ τρία πράγματα ὁμιλεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ θὰ διαβαστῆ αὔριο στὴ θεία Λειτουργία· γιὰ τὴν ἀνεξικακία, γιὰ τὴ νηστεία καὶ γιὰ τὴ φιλοχρηματία. Στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία, μετὰ τὴν Κυριακὴ προσευχή, δηλαδὴ μετὰ τὸ «Πάτερ ἡμῶν...»[1], ὁ  Ἰησοῦς Χριστὸς συνέχισε καὶ εἶπε· πρῶτα ὅτι πρέπει νὰ συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς βλάφτουν, γιὰ νὰ συγχωρήση κι ἐμᾶς ὁ Θεός· ὕστερα εἶπε γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ νηστεύουμε, γιὰ νὰ εἶναι ἡ νηστεία μας μιὰ πράξη μὲ πνευματικὴ ἀξία· καὶ τελευταῖα εἶπε πὼς δὲν πρέπει νὰ θησαυρίζουμε ἐδῶ στὴ γῆ, ὅπου ὅλα χάνονται, ἀλλὰ στὸν οὐρανὀ, ὅπου δὲν χάνεται τίποτε. Ἀλλὰ ἄς ἀκούσωμε τὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ στὴ δική μας γλώσσα.
Εἶπε ὁ Κύριος· «Ἂν συγχωρῆστε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους, θὰ συγχωρήση καὶ σὲ σᾶς ὁ οὐράνιος πατέρας σας τὰ παραπτώματά σας. Κι ἂν δὲν συγχωρῆστε στοὺς ἀνθρώπους τὰ παραπτώματά τους οὔτε κι ὁ πατέρας σας θὰ συγχωρήση σὲ σᾶς τὰ παραπτώματά σας. Κι ὅταν νηστεύετε, νὰ μὴ γινώσαστε περίλυποι σὰν τοὺς ὑποκριτὲς· γιατί αὐτοὶ παίρνουν ἕνα ὕφος περίλυπο, γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους πὼς νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πὼς ἔχουν τὸ μισθό τους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Μὰ ἐσύ, ὅταν νηστεύης, νὰ χτενιστῆς καὶ νὰ νιφτῆς, γιὰ νὰ μὴ φανῆς στοὺς ἀνθρώπους πὼς νηστεύεις, ἀλλὰ στὸν πατέρα σου ποὺ εἶναι ἀόρατος καὶ παντοῦ· κι ὁ πατέρας σου ποὺ κρυφὰ σὲ βλέπει θὰ στὸ ἀποδώση στὰ φανερά. Νὰ μὴ θησαυρίζετε γιὰ σᾶς θησαυροὺς ἐδῶ στὴ γῆ, ὅπου ὁ σκόρος κι ἡ σκουριὰ τοὺς καταστρέφουν κι ὅπου οἱ  κλέφτες ἀνοίγουν καὶ τοὺς κλέβουν. Ἀλλὰ νὰ θησαυρίζετε γιὰ σᾶς θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε σκουριὰ τοὺς καταστρέφουν κι ὅπου οὔτε κλέφτες ἀνοίγουν καὶ τοὺς κλέβουν. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρὸς ἐκεῖ θὰ εἶναι κι ἡ καρδιά σας».
Ἀφήνοντας τὰ δύο ἄλλα θέματα, στὰ ὁποῖα ἐπίσης ἀναφέρεται ἡ περικοπή, θὰ ὁμιλήσουμε μόνο γιὰ τὴ νηστεία. Αὔριο λοιπόν, Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ἡ Ἐκκλησία φέρνει στὴ μνήμη της τὴν πτώση καὶ τὴν ἐξορία τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο. Νὰ τί γράφεται στὸ ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου γιὰ τὴν αὐριανὴ ἡμέρα. «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ Κυριακή τῆς Τυρινῆς ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τῶν πρωτοπλάστων Ἀδὰμ καὶ Εὔας». Στὴν εἴσοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία θυμᾶται τὸ παράπτωμα τῶν πρωτοπλάστων· ἦταν παρακοὴ στὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν ἐντολὴ νηστείας. Τόσο ἀρχαῖος εἶναι ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, ὁ ἀρχαιότερος καὶ πρῶτος θεσμός, ποὺ στηρίζεται στὴν πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο ἀμέσως μετὰ τὴν πλάση του. «Ἀπὸ κάθε δένδρο ποὺ εἶναι στὸν παράδεισο θὰ φᾶτε καρπό, μὰ ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν θὰ φᾶτε· ἂν θὰ φᾶτε ἀπὸ τὸ δένδρο αὐτό, τὴν ἴδια μέρα θὰ πεθάνετε»[2]. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θεσπίζει τὸ θεσμὸ τῆς νηστείας, ἕνα θεσμὸ ποὺ ἔχει τὴν ἀρχή του στὸν παράδεισο καὶ εἶναι τῆς ἴδιας ἡλικίας μὲ τὸν ἄνθρωπο.
Ἡ νηστεία εἶναι μιὰ πράξη λατρείας· δὲν εἶναι ἀρετὴ ἡ νηστεία, γιὰ νὰ τὴ δοῦν οἱ  ἄνθρωποι καὶ νὰ δοξάσουν τὸ Θεό. Ἡ νηστεία εἶναι ἄσκηση πνευματική, εἶναι δρόμος καὶ τρόπος γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν ἀρετή. Ὅλοι οἱ  ἅγιοι ξεκίνησαν μὲ τὴ νηστεία καὶ μὲ τὴ νηστεία ἔλαβαν οὐράνια χαρίσματα· καθὼς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ νηστεία τοὺς χειραγώγησε «εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν»[3]. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας, ὁ Πρόδρομος, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σὰν ἄνθρωπος, ὅλοι ξεκίνησαν μὲ τὴ νηστεία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν τὸ συζητεῖ καθόλου γιὰ τὴ νηστεία· «Ὅταν δὲ νηστεύητε...»[4] λέγει, κι αὐτὸ θὰ πῆ πὼς ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας εἶναι καὶ μένει στὴν Ἐκκλησία. Τί νὰ πασχίζουμε λοιπὸν ἐμεῖς νὰ βροῦμε ἐπιχειρήματα γιὰ ἕνα θεσμὸ τόσο παλιὸ καὶ τόσο ἐπίσημα καθιερωμένο; Φτάνει ποὺ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ νηστεία, φτάνει ποὺ ὁ ἴδιος νήστεψε καὶ πείνασε.
Ἀλλὰ ἡ νηστεία εἶναι καὶ ἀπὸ τοὺς πιὸ παρεξηγημένους θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλοι τὴν καταργοῦν ὁλωσδιόλου, κι ἄλλοι νηστεύουν, ἀλλὰ δὲν ξέρουν πὼς νὰ νηστέψουν. Ὁμιλοῦμε πάντα γιὰ τοὺς χριστιανούς, γιὰ κείνους ποὺ δὲν θέλουν ἢ δὲν τολμοῦνε νὰ διακόψουν κάθε δεσμό τους μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἑρμηνεύουν καὶ ζοῦν τὴ χριστιανικὴ πίστη μ’ ἕναν δικό τους τρόπο. Αὐτοὶ καὶ τὴ νηστεία τὴν βλέπουν σὰν ἕναν ξεπερασμένο θεσμό, κάτι ποὺ συνδέεται μὲ παλιὲς καὶ καθυστερημένες ἀντιλήψεις. Γι’ αὐτοὺς δὲν λένε τίποτε ὅσα ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴ νηστεία· οὔτε προσέχουν σ’ αὐτὰ οὔτε τὰ καταλαβαίνουν, τὰ περιφρονοῦν καὶ τὰ εἰρωνεύονται. Μάλιστα βρίσκουν τὴν εὐκαιρία, ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλῆ τοὺς πιστοὺς νὰ κάμουν τὴν εἴσοδό τους στὶς ἡμέρες τῆς νηστείας, αὐτοὶ νὰ ἐκτραποῦν σὲ κάθε εἴδους ἀταξίες. Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἡ Ἐκκλησία πολὺ θλίβεται καὶ λυπᾶται, ὅταν καλῆ τοὺς ἀνθρώπους της σὲ νηστεία καὶ μετάνοια κι αὐτοὶ μασκαρεμένοι ξεχύνονται καὶ χορεύουν στοὺς δρόμους.
Οἱ ἄλλοι ποὺ νηστεύουν θαρροῦν πὼς ἡ νηστεία εἶναι ὅλο κι ὅλο νὰ μὴν τρῶνε ὡρισμένες τροφές. Εἶναι βέβαια κι αὐτό, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ἀληθινὴ νηστεία εἶναι νὰ ἀπέχη ὁ χριστιανὸς ὄχι μόνο ἀπὸ ὡρισμένες τροφές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς κακίες. «Νηστεύσωμεν, ἀδελφοί, σωματικῶς· νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία καὶ μᾶς εἰσάγει στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Νηστεία εἶναι ὄχι μόνο τί κανεὶς θὰ φάγη, ἀλλὰ καὶ πόσο θὰ φάγη· ἡ νηστεία γενικὰ εἶναι ἐγκράτεια. Ὁ καιρὸς τῆς νηστείας εἶναι καιρὸς γιὰ νὰ μετανοήσουν, νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ συγχωρηθοῦν μεταξύ τους οἱ  χριστιανοί. Ἔτσι μποροῦνε νὰ νηστέψουν ὅλοι, καὶ οἱ  ἄρρωστοι καὶ οἱ  γέροι κι ὅσοι ἐργάζονται σὲ βαρειὲς ἐργασίες.
Ἡ νηστεία, γιὰ κείνους ποὺ δὲν ξέχασαν πὼς εἶναι χριστιανοί, εἶναι μεγάλο ἀγαθό, ἕνας θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας εὐεργετικὸς καὶ σωτήριος. Ἀπὸ κάθε ἄποψη κι ἂν τὸ πάρη κανείς· ἀπὸ πνευματικὴ καὶ ἠθική, ἀπὸ σωματικὴ καὶ ὑγιεινή, ἀπὸ οἰκονομικὴ καὶ κοινωνική. Ἀλλά, καθὼς εἴπαμε, εἶναι ὁ πιὸ παρεξηγημένος θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν καταργήσει τὴ νηστεία, ὄχι μόνο δὲν θέλουν νὰ τὴν ξέρουν, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρωνεύονται στὰ πρόσωπα ἐκείνων ποὺ νηστεύουν· γι’ αὐτοὺς θεὸς εἶναι ἡ κοιλία τους. Ἀλλὰ εἶναι καὶ οἱ  ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ σέβονται τὸ θεσμό, ἀλλὰ δὲν ξέρουνε νὰ νηστέψουν. Νηστεία δὲν εἶναι μόνο τί κανεὶς θὰ φάγη, ἀλλὰ καὶ πόσο θὰ φάγη. καὶ νηστεία ἀκόμα δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὡρισμένες τροφές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς κακίες. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία, ἀρχίζοντας ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ψάλλει «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ»[5]. Ἀμήν.

5. Μ. Βασιλείου, Λόγος Β' περὶ νηστείας, MPG 31, 196.44. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν Τίμιον Σταυρόν, MPG 59. 676. 44






[1] Ματθ. 6, 9-13.

[2] Γεν. 2, 16-17.
[3] Μ. Βασιλείου, Λόγος Α' περὶ νηστείας, MPG 31, 173.2.
[4] Ματθ. 6, 16.