Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων (Ματθαῖος, 5, 14-19)
+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ,
Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
17 Ἰουλίου 1983
Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία λέγεται καί εἶναι Ἐκκλησία
Πατέρων. Αὐτό θά πῆ πώς ἀκολουθεῖ πιστά στή διδασκαλία καί τό παράδειγμα τῶν
ἁγίων Πατέρων. Πατέρες στήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί,
πού ξεχωρίζουν γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τους καί γιά τήν ἁγιωσύνη τοῦ βίου.
Ἡ ὀρθοδοξία ὡς πρός τήν πίστη καί ἡ ἁγιωσύνη ὡς πρός τόν βίο εἶναι τό διπλό
γνώρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἡ ὀρθόδοξη
διδαχή στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρία·
εἶναι ἁγιωσύνη βίου, εἶναι πράξη καί πείρα, πού μεταβιβάζεται ἀπό γενεά σέ
γενεά, κι εἶναι αὐτό πού λέμε παράδοση. Ἀξίωμα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι τό «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις»[1],
πού θά πῆ πώς ἐπάνω στήν πράξη, ἐπάνω στήν πεῖρα τῆς ἁγιωσύνης
πατάει καί θεμελιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή κι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Αὔριο,
πού ἡ Ἐκκλησία πάλι «μνήμην Πατέρων
ἐπιτελεῖ», διαβάζεται στή θεία Λειτουργία εὐαγγελική περικοπή ἀπό τήν «ἐπί τοῦ ὄρους»
ὁμιλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Εἶπε
ὁ Κύριος στούς μαθητές του
· «Ἐσεῖς εἴσαστε τό φῶς τοῦ κόσμου. Δέν μπορεῖ νά κρυφτῆ μιά πόλη, πού εἶναι
χτισμένη ἐπάνω στό βουνό· οὔτε ἀνάβουν
τό λυχνάρι καί τό βάζουν κάτω ἀπό τό καυκί, ἀλλά τό βάζουν στό λυχνοστάτη καί φωτίζει ὅλο το σπίτι. Ἔτσι νά λάμψη καί τό φῶς τό δικό σας μπροστά
στούς ἀνθρώπους, γιά νά δοῦν τά καλά
σας ἔργα καί νά δοξάσουν τόν πατέρα σας πού εἶναι στούς οὐρανούς.
Νά
μή σᾶς περάση ἀπό τό νοῦ πώς ἦλθα γιά νά καταργήσω τό νόμο ἤ
τοὺς
προφῆτες· δέν ἦλθα γιά νά καταργήσω, ἀλλά νά τηρήσω τό νόμο καί νά τόν
συμπληρώσω. Σᾶς βεβαιώνω πώς ὅσο στέκει ὁ οὐρανὸς
καί ἡ γῆ οὔτ’ ἕνα γιῶτα ἡ μία γραμμή θά καταργηθῆ
ἀπό τό νόμο, ὥσπου νά γίνουν ὅλα[2].
Ὅποιος λοιπόν θά καταργήση μία ἀπ’ αὐτές
τίς πολύ μικρές ἐντολές μου καί θά γίνη
ἔτσι κακός δάσκαλος στούς ἀνθρώπους,
αὐτός θά εἶναι ὁ πιό μικρός κι ὁ τελευταῖος ἀπ’
ὅλους στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Κι ὅποιος θά τίς τηρήση καί θά τίς διδάξη, αὐτός θά πάρη μεγάλο ὄνομα στή
βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
«Ὅς δ’ ἄν ποιήση καί διδάξη...»[3], ὅποιος θά τηρήση
τίς ἐντολές κι ἔτσι μέ τό παράδειγμά του θά διδάξη τούς ἀνθρώπους.
Πάει νά πῆ πώς τό Εὐαγγέλιο
δέν κηρύσσεται γιά νά μείνη λόγος ἤ, γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου
δέν εἶναι λόγος· εἶναι πρῶτα πράξη κι ὕστερα λόγος, εἶναι λόγος πού βγαίνει
μέσ’ ἀπό τήν πράξη, εἶναι θεολογία πού στηρίζεται στήν ἁγιωσύνη.
Αὐτά τά δύο πηγαίνουν μαζί, κι ἄν εἶναι νά λείψη ἕν’
ἀπό τά δυό, συμφέρει νά λείψη ἡ θεολογία· γιατί ἡ θεολογία χωρίς τήν ἁγιωσύνη
εἶναι τεχνολογία, εἶναι θρησκευτική φιλοσοφία καί τίποτε περισσότερο. Τί νά τήν
κάμης τή σοφία χωρίς τήν ἁγιότητα;
Τί ἄξια ἔχει ἡ ἐπιστήμη χωρίς τήν ἀρετή;
Τί ὠφελεῖ ἡ θεολογία χωρίς τήν ἁγιωσύνη;
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραφε γιά πολλούς τῆς ἐποχῆς του ὅτι «τεχνολογοῦμεν καί οὐ θεολογοῦμεν»[4].
Κι
ὁ ἀρχαῖος Πλάτωνας ὅτι «πᾶσα ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς»[5] εἶναι μᾶλλον
πανουργία καί ὄχι φιλοσοφία. Γι’ αὐτό κι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός εἶπε· «ὅς δ’ ἄν
ποιήσῃ καί διδάξῃ...»· αὐτό θέλει νά πῆ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι λόγος
ἔμπρακτος, κι ὅπως διαρκῶς τό λέμε καί τό τονίζομε, ὅτι τίποτε στό Εὐαγγέλιο δέν ὑπάρχει θεωρητικό, ἀπρόσωπο
κι ἔξω ἀπό τά πράγματα.
Τό
Εὐαγγέλιο
εἶναι ζωή, κι αὐτό πού λέμε κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου
εἶναι πρίν ἀπ’ ὅλα ἐνάρετος βίος καί
παράδειγμα ζωῆς. Στήν Ἐκκλησία ὅλα εἶναι ζωντανά, ὅλα εἶναι προσωπικά, ὅλα
εἶναι παράδειγμα. Ὁ οὐράνιος
Πατέρας εἶναι πρόσωπο, ὁ Σωτήρας Χριστός εἶναι πρόσωπο, τό πανάγιο Πνεῦμα εἶναι
πρόσωπο, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία προσώπων. Ἡ
ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι «σεσοφισμένος μῦθος»
καί θεωρητικό μάθημα· εἶναι ἀποκάλυψη
τοῦ
ζῶντος Θεοῦ, εἶναι λόγος ζωῆς, ζωντανός ὁ ἴδιος καί ζωντανεμένος στό βίο τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων. Μέσα στόν
κόσμο ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ πόλη ἡ χτισμένη ψηλά στό βουνό· ἡ θέση της
εἶναι περίοπτη, καί νά θέλη δέν μπορεῖ νά κρυφτῆ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
ἑρμηνεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τό «οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη»[6], παιδεύει τούς
χριστιανούς «ἐναγωνίους εἶναι»[7]. Μέσα στόν κόσμο
ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκόμα τό λυχνάρι, πού
τό ἀνάβουν καί τό βάζουν ψηλά, γιά νά φέγγη σ’ ὅλο το σπίτι. Ἡ πόλη ἐπάνω
στό βουνό εἶναι ὁ βίος, καί τό λυχνάρι τοποθετημένο
ψηλά εἶναι ὁ λόγος· ὁ βίος νά φαίνεται, ὁ λόγος νά φαίνη.
Ἀλλά
ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Εἶναι τάχα μόνο
οἱ κληρικοί; Γι’ αὐτούς λοιπόν λέγει ὁ
Ἰησοῦς Χριστός στήν αὐριανή εὐαγγελική περικοπή; Μεγάλη τιμή θά ἦταν γιά
τούς κληρικούς νά εἶναι αὐτοί
μόνο ἡ Ἐκκλησία· μεγάλη τιμή, ἀλλά καί
μεγάλο καί ἀσήκωτο βάρος. Ὅμως καί μεγάλη ἀδικία γιά τούς λαϊκούς, γιά ὅλους
τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὄχι,
Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι μας. Οἱ κληρικοί, γιά νά πηγαίνουν μπροστά καί οἱ
λαϊκοί, γιά νά ἀκολουθοῦν.
«Ὁ ποιμήν ὁ καλός», λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ἔμπροσθεν πορεύεται καί τά πρόβατα αὐτῶ ἀκολουθεῖ»[8]. Οἱ ἄνθρωποι βέβαια
στόν καιρό μας
ὑπερτονίζουν τό πρῶτο καί ξεχνᾶνε τελείως τό δεύτερο· ἐννοοῦμε οἱ δικοί μας
ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία βέβαια δέν εἶναι ἱεροκρατία, ἄλλ’
ὅμως οὔτε καί λαοκρατία. Ὁ ἱερέας «θείῳ
δικαίῳ»
εἶναι ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι
φορτωμένος μέ πολλές εὐθῦνες
καί σηκώνει πολλά βάρη. Φροντίζει νά εἶναι καλός ποιμένας καί δέν ζητάει παρά
οἱ λαϊκοί
νά τόν ἀκοῦν
καί νά ἀκολουθοῦν.
Στήν
Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν ἀνεύθυνοι ἄνθρωποι· ὅταν ἔχωμε, καί πολύ σωστά, τήν ἀξίωση
οἱ Ἱερεῖς μας νά εἶναι καλοί ποιμένες, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε τό λόγο τοῦ
Ἀποστόλου, ὅταν γράφη· «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε...»[9]. Ἐδῶ βέβαια ὑπάρχει
πολλή ἀντιλογία, γιατ’ εἴμαστε ὅλοι ἐπηρεασμένοι ἀπό τό σύγχρονο πνεῦμα κι
ἔχομε τήν ἀξίωση
νά εἰσαγάγωμε στό πολίτευμα τῆς
Ἐκκλησίας σύγχρονες ἀντιλήψεις
καί νά τήν μεταβάλωμε σ’ ἕναν καθαρά ἀνθρώπινο καί πολιτικό ὀργανισμό.
Ἀλλά
δέν εἶναι αὐτό τό πνεῦμα καί ἡ παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά βέβαια, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τούς τοποθετοῦμε σέ μιά περασμένη καί πολύ μακρινή
ἐποχή, καί σχηματίζομε τή γνώμη ὅτι μιά φορά ἦσαν
οἱ Πατέρες καί πώς τώρα πιά στήν
Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν ἱερεῖς καί
καλοί ποιμένες, ὅπως ἐκεῖνοι. Γι’ αὐτό καί δικαιολογοῦμε τήν ὁποιαδήποτε στάση
μας
ἀπέναντι
στούς ἱερεῖς μας καί στήν Ἐκκλησία, μιά καί δέν ὑπάρχουν
οἱ ἀρχαῖοι
ἐκεῖνοι μεγάλοι καί ἱεροί ἄνδρες, γιά νά τούς ἀκούσωμε
καί νά τούς ἀκολουθήσουμε.
Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάντα ἡ Ἐκκλησία,
ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος «οἶκος Θεοῦ
ζῶντος, στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[10]. Ἐκκλησία Πατέρων, καθώς καί Ἐκκλησία Μαρτύρων. Ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ
ἀντιλήψεις καί οἱ προκαταλήψεις τῶν ἀνθρώπων,
δέν μποροῦν νά ἀλλάξουν τήν τάξη τῶν θείων πραγμάτων, κι ὅπως πάλι γράφει ὁ
Ἀπόστολος· «Τί γάρ εἰ ἠπίστησάν τινες, μή
ἡ ἀπιστία αὐτῶν τήν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει;»[11].
Τί σημασία ἔχει ἄν μερικοί ἔγιναν ἄπιστοι; Μήπως ἡ ἀπιστία
τους μπορεῖ νά καταργήση τήν ἀξιοπιστία
τοῦ
Θεοῦ; Γιατί ὁ Θεός μαρτυρεῖ γιά τήν Ἐκκλησία,
ὅτι μένει «εἰς τόν αἰῶνα»[12]·
ἄλλο βέβαια ποιό εἶναι πάντα τὸ χρέος καί ἡ εὐθύνη
τὼν
χριστιανῶν κι ἐκείνων πού ποιμαίνουν τήν
Ἐκκλησία.
Ὁ
δογματικός Ὅρος, δηλαδή ἡ Πράξη, πού ὑπόγραψαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες στήν τέταρτη
οἰκουμενική Σύνοδο, ἀρχίζει
ἔτσι· «Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι...»,
δηλαδή ἀκολουθώντας τούς θείους Πατέρες. Αὐτή εἶναι ἡ γραμμή τῆς Ὀρθοδοξίας· οἱ Ἀπόστολοι ἀκολουθοῦνε στό Χριστό, οἱ Πατέρες ἀκολουθοῦνε
στούς Ἀποστόλους, ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε
στούς Πατέρες. Μιά ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα
εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό Χριστό ἕως ἐμᾶς.
Αὐτή τή γραμμή ἄς
κρατήσουμε κι ἐμεῖς. Ἄς μένωμε πιστοί κι ἀφωσιωμένοι
στήν Ἐκκλησία, γιά νά εἴμαστε μέ τούς Πατέρες, γιά νά εἴμαστε μέ τούς Ἀποστόλους, γιά νά εἴμαστε μέ τό Χριστό. Ἀμήν.