Ἡ κλήση τῶν μαθητῶν
+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ἡ αὐριανή εὐαγγελική περικοπή ὁμιλεῖ
γιά τήν κλήση τῶν πρώτων Ἀποστόλων. Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός γιά νά ἀρχίση τό δημόσιο
ἔργο του, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστός κάλεσε κοντά του ἐκείνους, πού θά τούς προετοίμαζε
καί θά τούς ἔστελνε γιά νά κηρύξουν στόν κόσμο τό Εὐαγγέλιο. Αὐτό τό μεγάλο καί
σπουδαῖο ἔργο ὁ Θεός δέν τό ἀνέθεσε οὔτε στούς σοφούς οὔτε στούς ἰσχυρούς, ἀλλά
σέ ἁπλούς καί ἀγράμματους ἀνθρώπους. Γιατί τό Εὐαγγέλιο εἶναι σοφία καί δύναμη
Θεοῦ· εἶναι ἀπό μόνο του
σοφό καί δυνατό καί δέν χρειάζεται τή σοφία καί τή δύναμη τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Ἀπόστολος
γράφει ὅτι ὁ Θεός «ἐξελέξατο τά μωρά καί τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου... ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα
σάρξ»[1]·
διάλεξε κι ἔκαμε Ἀποστόλους ἀγράμματους κι ἀδύνατους ἀνθρώπους, γιά νά μήν
καυχηθῆ κανένας πώς μέ δική του σοφία καί δύναμη νίκησε ὁ Χριστός τόν κόσμο. Μά
ἄς ἀκούσωμε στή γλώσσα
μας τήν αὐριανή εὐαγγελική
περικοπή.
«Ἐκεῖνο τόν καιρό διαβαίνοντας ὁ Ἰησοῦς
κοντά στή θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δυό ἀδελφούς, τό Σίμωνα πού λέγεται καί
Πέτρος καί τόν ἀδελφό του τόν Ἀνδρέα, νά ρίχνουν τά δίχτυα στή θάλασσα· γιατί ἦσαν
ψαράδες. καί τούς λέγει· « Ἐλᾶτε μαζί μου καί θά σᾶς κάμω ψαράδες ἀνθρώπων». Κι αὐτοί ἀμέσως παράτησαν τά
δίχτυα καί τόν ἀκολούθησαν. Καί πηγαίνοντας πιό πέρα εἶδε ἄλλους δυό ἀδελφούς,
τόν Ἰάκωβο, τό γιό τοῦ Ζεβεδαίου καί τόν
ἀδελφό του τόν Ἰωάννη, μέσα στή βάρκα
μαζί μέ τόν πατέρα τους
τό Ζεβεδαῖο νά ἑτοιμάζουν τά δίχτυα, καί τούς κάλεσε. Κι αὐτοί ἀμέσως παράτησαν
τή βάρκα καί τόν πατέρα τους καί τόν ἀκολούθησαν. Καί περιώδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλη τή Γαλιλαία καί δίδασκε στίς
συναγωγές τῶν Ἰουδαίων, κήρυττε τό Εὐαγγέλιο
τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί θεράπευε κάθε ἀρρώστια καί κάθε ἀνημπόρια μέσα στό
λαό».
Δυό πράγματα μᾶς κάνουν ἐντύπωση σ’
αὐτή τήν εὐαγγελική περικοπή· ἡ ἐργατικότητα τῶν ἀνθρώπων τούς ὁποίους
καλεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ ὑπακοή
τους. Ἄς ποῦμε πρῶτα γιά τήν ἐργατικότητα. Καί
τούς τέσσερις ὁ Ἰησοῦς Χριστός τούς βρῆκε
νά ἐργάζωνται κι ἀπό τήν ἐργασία τούς κάλεσε. Ἦσαν ἄνθρωποι πού κέρδιζαν τό ψωμί τους
μέ τόν κόπο τους. Καί δέν εἶναι χωρίς σημασία ὅτι τέτοιους ἀνθρώπους κάλεσε ὁ
Χριστός γιά νά τούς κάμη ἀποστόλους. Μαζί μέ τ᾽
ἄλλα ἦσαν ἄνθρωποι ψημένοι στή δουλειά, ἱκανοί γιά νά ἀντέξουν
στούς κόπους καί τίς ταλαιπωρίες τῆς ἱεραποστολῆς. Γιατί μπορεῖ νά μή
χρειάζεται ὁ Θεός γιά τό ἔργο του τή
σοφία καί τή δύναμη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά χρειάζεται τόν κόπο τους καί τή θέλησή
τους. Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας λέγει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο χωρίς νά
τόν ρωτήση, ἀλλά δέν τόν σώζει χωρίς τή θέλησή του. Χρειάζονταν λοιπόν γιά τό ἔργο
τῆς ἱεραποστολῆς, καί πάντα χρειάζονται γιά τήν
Ἐκκλησία, ἄνθρωποι πού νά μποροῦν καί νά θέλουνε νά ἐργασθοῦν. Μά καί
πάλι, ὅσος κι ἄν εἶναι, ποτέ δέν φτάνει ὁ κόπος τοῦ ἀνθρώπου γιά τό ἔργο τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά ὁ Θεός κι ἡ χάρη του, ζητώντας νά ὑπάρχη στόν ἄνθρωπο τό ὅσο αὐτός
μπορεῖ, ξέρει νά θεραπεύη τά ἀσθενῆ καί νά ἀναπληρώνη τά ἐλλείποντα. Μήν ἀρνηθῆς
ἐσύ νά κάμης ὅ,τι μπορεῖς κι ὁ Θεός θά κάμη γιά σένα ὅ,τι θέλει κι ὅ,τι πρέπει.
Ἀλλά τό νά καλέση ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά ἀποστόλους, ἐργατικούς ἀνθρώπους,
αὐτό εἶναι μιά τιμή τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἐργασία. Κι ἀλήθεια κάθε τίμια ἐργασία εἶναι
εὐλογημένη ἀπό τό Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐργάζεται κι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος
ἐδῶ στή γῆ, ἐργάστηκε, γι αὐτό καί εἶπε· «Ὁ
πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι»[2]. Πολλοί θαρροῦν πώς ἡ ἐργασία εἶναι
καταδίκη καί θέλουν, ἄν εἶναι τρόπος, νά μήν ἐργάζωνται. Ὅμως ἡ ἐργασία εἶναι ὁ
κλῆρος καί ἡ τιμή τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε τίμιος ἄνθρωπος ἐργάζεται καί προκόβει μέ
τόν ἱδρώτα του. Μόνο ἐκεῖνοι πού δέν θέλουν νά ἐργασθοῦν καί φοβοῦνται νά
κουρασθοῦν, κάθονται καί συζητοῦν πῶς θά βρεθῆ ἕνας τρόπος νά μήν ἐργάζωνται οἱ ἄνθρωποι καί νά πληρώνωνται καλά. Οἱ
χριστιανοί αὐτά δέν τά ξέρουν καί δέν τά ἀκοῦνε. Βλέπουν τόν Ἰησοῦ Χριστό πού ἐργαζότανε, κι ἀκοῦνε τόν Ἀπόστολο
πού γράφει · «Εἰ τίς οὐ θέλει ἐργάζεσθαι
μηδέ ἐσθιέτω»[3].
Γι αὐτό καί φροντίζουν
νά ἔχουν τήν ἐργασία τους καί τό ἐπάγγελμά τους. Ἐπάγγελμα θά πῆ ὑπόσχεση· εἶναι ἡ ὑπόσχεση
πού κάθε τίμιος ἄνθρωπος δίνει στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους, ὅτι στό βίο του διαλέγει νά κάμη μιά ὡρισμένη ἐργασία. Βέβαια στόν καιρό μας σχετικά μέ τήν ἐργασία καί τό ἐπάγγελμα
ἀπασχολοῦν τόν κόσμο πολλά καί μεγάλα προβλήματα, μέ τά ὁποῖα οὔτε θέλομε οὔτε
καί μποροῦμε νά ἀσχοληθοῦμε τώρα.
Ἀλλά εἴπαμε πώς αὐτοί, τούς ὁποίους
κάλεσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά νά τούς κάμη
ἀποστόλους, καθώς τό βλέπομε στήν αὐριανή εὐαγγελική περικοπή, ἦσαν καί ἄνθρωποι
πρόθυμης ὑπακοῆς. Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ἡ ὑπακοή· ἡ ὑπακοή τῶν μικρῶν πρός τούς
μεγάλους, ἡ ὑπακοή τῶν χριστιανῶν στήν Ἐκκλησία,
ἡ ὑπακοή τῶν πολιτῶν στούς νόμους τοῦ Κράτους, ἡ ὑπακοή ὅλων, ἀρχόντων καί ἀρχομένων,
στό νόμο τοῦ Θεοῦ. Μόλις οἱ
ψαράδες ἄκουσαν τό κάλεσμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τά παράτησαν ὅλα καί τόν ἀκολούθησαν.
Μά θά τύχη κάποιος νά πῆ· «Ἦταν ὁ Χριστός πού τούς καλοῦσε, κι αὐτοί ἦσαν ἀπό
τούς μαθητές τοῦ βαπτιστῆ Ἰωάννη», κι ὁ Ἰωάννης κάθε μέρα ἔδινε μαρτυρία κι ἔδειχνε
τόν Ἰησοῦ Χριστό· «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ...»[4].
Ὅμως κι ἐμᾶς ὁ Ἰησους
Χριστός μᾶς καλεῖ καί δέν ὑπακούομε καί δέν τόν ἀκολουθοῦμε, κι ἄς ἔχωμε τή μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας καί τή νίκη τῆς πίστεως μέσα σέ δυό
χιλιάδες χρόνια. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐν
πολλοῖς τεκμηρίοις»[5],
ὄχι μόνο μέσα σέ σαράντα ἡμέρες ἔδειξε στούς Ἀποστόλους ὅτι ἀναστήθηκε, ἀλλά
καί μέσα σέ εἴκοσι αἰῶνες ἔδειξε στόν κόσμο πώς εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός, «ὁ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος»[6].
Τό Εὐαγγέλιο πού ἀκοῦμε, ὁ Χριστός εἶναι,
καί ἡ Ἐκκλησία πού μᾶς ὁμιλεῖ, ὁ Χριστός
εἶναι. Καί τώρα δέν μᾶς λέγει νά ἀφήσουμε τήν ἐργασία μας καί τούς γονεῖς μας
καί τά παιδιά μας κι ὅ,τι ἔχομε γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε. Ἀλλά μᾶς λέγει νά
κοιτάζουμε τήν ἐργασία μας, νά φροντίζουμε τούς γονεῖς μας, νά ἀγαπᾶμε τή
γυναίκα μας καί τά παιδιά μας, νά ἀγαποῦμε τόν τόπο μας. Ἔρχονται ὅμως κάποιοι κακοί καί πονηροί ἄνθρωποι
κι ἐκείνους τούς ἀκοῦμε καί τούς δίνομε τόν ἑαυτό μας. Πιότερη πίστη κι ἐμπιστοσύνη
δίνομε σ ἐκείνους, πού μᾶς ξεγελοῦν παρά
σ ἐκείνους πού μᾶς συμβουλεύουν στό
καλό. Τόν ἱερέα σου δέν τόν ἀκοῦς, τόν κάθε αἱρετικό καί ψευδοπροφήτη τόν ἀκοῦς.
Ὁ ἱερέας σέ καλεῖ στήν Ἐκκλησία,
προσεύχεται καί λειτουργεῖ γιά σένα, σέ συμβουλεύει σάν πατέρας, σοῦ κηρύττει
τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί σοῦ δείχνει τό δρόμο τῆς προκοπῆς. Τόν ἱερέα λοιπόν δέν
τόν ἀκοῦς καί τόν βλέπεις γιά ἐχθρό σου, γιατί ἔτσι σέ δίδαξαν ἐκεῖνοι τούς ὁποίους
ἀκοῦς. Μά ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ κακή σου γνώμη, ἡ
Ἐκκλησία σου, γιατί ἀνήκεις ἀκόμα στήν
Ἐκκλησία, δέν θά πάψη νά σέ ἀγαπᾶ καί νά προσεύχεται γιά σένα.
Δυό μεγάλες ἀρετές εἶναι ἡ ἐργασία καί ἡ
ὑπακοή· νά ἐργαζώμαστε τό καλό καί νά ὑπακούωμε στό καλό. Κι ἄς μήν πῆ κανείς πώς δέν ξέρει ποιό εἶναι
τό καλό. Τό καλό εἶναι ὅ,τι θέλει κι ὅ,τι λέγει ὁ Ἴησους Χριστός. Τί λέγει μέσα
μας, τό γράφει τό Εὐαγγέλιο, τό κηρύττει ἡ
Ἐκκλησία. Κανένας δέν θά βρεθῆ γιά νά πῆ πώς δέν τό ξέρει. Τό βλέπομε
στή ζωή τῶν Ἁγίων, πού αὐτά τά δυό εἶναι τά γνωρίσματά τους· ἡ ἐργασία καί ἡ ὑπακοή.
Τό βλέπομε στό παράδειγμα τῶν πρώτων, πού καλεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά νά τούς κάμη Ἀποστόλους· ἐργάζονταν
κι ὅταν τούς κάλεσε ὑπήκουσαν. Θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ τίμια ἐργασία, θέλημα τοῦ
Θεοῦ εἶναι καί ἡ ὑπακοή. Ἀμήν.