+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ,
Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ἡ αὐριανή εὐαγγελική περικοπή, πού διαβάζεται
στή θεία Λειτουργία, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὕστερ’ ἀπό τό μυστικό Δεῖπνο, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡμίλησε πρός τούς Ἀποστόλους καί
τούς ἔδωκε τίς τελευταῖες του ὑποθῆκες. Μετά τήν ὁμιλία του ὁ αἰώνιος καί Μέγας
Ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας, «ἐπῆρε τοὺς
ὀφθαλμούς αὐτοῦ εἰς τόν οὐρανόν...», σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανὸ κι
ἄρχισε νά ὁμιλῆ μέ τόν οὔρανιο Πατέρα. Ἡ ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
εἶναι καί τά δύο· καί προσευχή καί «διάλεξις», καθώς ἑρμηνεύουν οἱ ἱεροί
Πατέρες. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός σάν ἄνθρωπος προσεύχεται στό Θεό, καί σάν Υἱός
συνομιλεῖ μέ τόν Πατέρα.
«Ἐκεῖνο τόν καιρό σήκωσε ὁ Ἰησοῦς τά μάτια του στόν οὐρανὸ
καί εἶπε· «Πατέρα, ἦλθε ἡ ὥρα· δόξασε τόν υἱό σου, κι ὁ υἱός σου θά σέ δοξάση, μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωκες ἐπάνω
σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νά δώση στόν καθέναν ἀπ’ αὐτούς ζωή αἰώνιο. Κι αὐτή εἶναι
ἡ αἰώνιος ζωή, νά γνωρίσουν ἐσένα, πού εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός, καί τόν Ἴησου
Χριστό πού ἔστειλες στόν κόσμο. Ἐγώ σέ
δόξασα στή γῆ, τέλειωσα τό ἔργο πού μοῦ ἔδωκες νά κάμω· καί τώρα δόξασέ με σύ,
Πατέρα, μέ κείνη τή δόξα πού εἶχα κοντά σου πρίν κτίσεως κόσμου. Ἐφανέρωσα τό ὄνομά
σου στούς ἀνθρώπους, πού μοῦ ἔδωκες ἀπό τόν κόσμο· δικοί σου ἦσαν καί τούς ἔδωκες σέ μένα κι αὐτοί φύλαξαν τό λόγο σου. Τώρα
κατάλαβαν πώς ὅλα ὅσα δόθηκαν σέ μένα εἶναι
ἀπό σένα γιατί ἐγώ τούς ἔδωκα τά λόγια πού μοῦ ἔδωκες κι αὐτοί τά πῆραν καί
κατάλαβαν πώς ἐγώ βγῆκα στ’ ἀλήθεια ἀπό σένα καί πίστεψαν πώς ἐσύ μέ ἔστειλες. Ἐγώ
γι’ αὐτούς παρακαλῶ· δὲν παρακαλῶ γιά τόν κόσμο, μά γι’ αὐτούς πού μοῦ ἔδωκες,
γιατί δικοί σου εἶναι. Κι ὅλα τὰ δικά μου εἶναι δικά σου καί τά δικά σου εἶναι
δικά μου, κι ἔχω δοξασθῆ ἀνάμεσα σ’ αὐτούς. Καί δέν εἶμαι πιά στόν κόσμο, αὐτοί ὅμως εἶναι στόν κόσμο
κι ἐγώ ἔρχομαι πρός ἐσένα. Πατέρα ἅγιε, αὐτούς πού μοῦ ἔδωκες φύλαξέ τους στό ὄνομά
σου, γιά νά εἶναι ἕνα καθώς ἐμεῖς. Ὅταν ἤμουν μαζί τους, ἐγώ τούς φύλαγα στό ὄνομά
σου· αὐτούς πού ἔδωκες τούς φύλαξα καί κανένας ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ
υἱός τῆς ἀπώλειας, κι ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ γραφή. Καί τώρα ἔρχομαι σέ σένα καί τά λέγω αὐτά, ἐνῶ ἀκόμα εἶμαι
στόν κόσμο, γιά νά εἶναι ἡ ψυχή τούς γεμάτη ἀπό τή δική μου χαρά».
Τρεῖς φορές τό χρόνο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει μνῆμες Πατέρων·
τήν ἕκτη τώρα Κυριακή μετά τό Πάσχα, μιά Κυριακή μέσα στό μῆνα Ἰούλιο καί μιά
Κυριακή μέσα στό μῆνα Ὀκτώβριο. Αὐτό δείχνει πόσο ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τούς ἁγίους
Πατέρες, ἀφοῦ καί ὀνομάζεται χαρακτηριστικά Ἐκκλησία Πατέρων, τό ἴδιο ὅπως ὀνομάζεται
Ἐκκλησία Μαρτύρων. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν, Ἐπίσκοποι,
Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, ἀκόμα δέ καί ἁπλοί μοναχοί· ὄχι ἁπλῶς σοφοί καί, καθώς
λέμε σήμερα, μορφωμένοι καί διανοούμενοι, ἀλλά ἄνθρωποι πνευματικῆς πείρας καί ἁγιωσύνης.
Σήμερα στόν καθένα, πού μπορεῖ νά λέγη καί νά γράφει πέντε λόγια, πού ἀσχολεῖται
μέ τά γράμματα καί τίς τέχνες, εὔκολα χαρίζομε τόν τίτλο τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ὅμως πνευματικότητα εἶναι πείρα ἁγιωσύνης, κι αὐτό εἶν’ ἕνα ἀπό τά γνωρίσματα τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἄνθρωποι μέ ὀρθόδοξο
φρόνημα, μέ ἁγιότητα βίου καί μέ πνευματική πείρα.
Ἀλλά, ὅταν λέμε πώς ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία Πατέρων, ἐννοοῦμε
πώς ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας εἶναι διδαχή καί παράδοση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πού
φτάνει σέ μᾶς μέ ἐγγύηση καί κῦρος
διαμέσου τῆς ἑρμηνείας τῶν ἁγίων Πατέρων. Στό Σύμβολο τῆς πίστεως ὁμολογοῦμε
πώς ἡ μία καί ἁγία καί καθολική Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική· εἶναι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τή διδαχή καί τήν παράδοση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Αὐτή
τήν ἀποστολική παράδοση ἡ Ἐκκλησία τήν κατέχει διαμέσου τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ
Πατέρες εἶναι οἱ γέφυρες ἀπό τίς ὁποῖες περνᾶ καί διαιωνίζει στήν Ἐκκλησία ἡ ἀποστολική
παράδοση. Ὅταν λέμε λοιπόν τήν Ἐκκλησία ἀποστολική, εἶναι τό ἴδιο σάν καί νά
λέγαμε πατερική· οἱ Πατέρες μέσα στήν Ἐκκλησία ἐγγυῶνται γιά τήν ἀποστολικότητα
τῆς πίστεως καί γιά τήν ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία θά πῆ πατερική παράδοση. Τό
βλέπομε αὐτό στόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο διατυπώνονται οἱ ἀποφάσεις τῶν οἰκουμενικῶν
Συνόδων. Ἡ ἀπόφαση τῆς τέταρτης οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀρχίζει ἔτσι· «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι...». Τό ἴδιο
καί ἡ ἀπόφαση τῆς ἕβδομης οἰκουμενικῆς Συνόδου· «Ἐπακολουθοῦντες τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν καί τῇ
παραδόσει τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας...». Αὐτά θά ποῦν πώς οἱ Πατέρες, ἡ
διδασκαλία τους δηλαδή, εἶναι τό ποτάμι, πού ρέει πάντα μέσα στήν ἴδια κοίτη τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης.
Στήν εὐαγγελική περικοπή, πού διαβάζεται αὔριο στή θεία
Λειτουργία καί τήν ἀκούσαμε τώρα σέ
μετάφραση, ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσεύχεται πρός τόν οὐράνιο Πατέρα γιά τούς
μαθητές του καί γιά τήν Ἐκκλησία. Οἱ μαθητές του εἶν’ ἐκεῖνοι πού τοῦ δόθηκαν ἀπό
τόν Πατέρα· τούς δίδαξε καί τούς φύλαξε καί δέν χάθηκε ἀπ’ αὐτούς παρά μόνο «ὁ
υἱός τῆς ἀπωλείας», ἐκεῖνος πού ἀπό μόνος του προτίμησε καί θέλησε νά χαθῆ. Ἦλθε
ἡ ὥρα κι ὁ διδάσκαλος τώρα θά φύγη, ἐνῶ οἱ μαθητές του θά μείνουν, σηκώνοντας
τό βάρος μιᾶς τιμῆς καί μιᾶς εὐθύνης. Ἡ τιμή τους εἶναι ὅτι τούς κάλεσε ὁ Θεός·
ἡ εὐθύνη τους ὅτι, μένοντας αὐτοί στόν κόσμο, πρέπει νά ποιμάνουν τήν Ἐκκλησία.
Καί πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νά μείνουν ἑνωμένοι καί νά κρατήσουν ἑνωμένους τούς πιστούς. Ἡ
Ἐκκλησία πρίν ἀπ’ ὅλα εἶναι μία, καί δέν μπορεῖ νά εἶναι οὔτε ἁγία οὔτε
καθολική οὔτε ἀποστολική, ἄν δέν εἶναι μία. Μά ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν
φυλάγεται παρά μέ τήν ἑνότητα τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας κι αὐτό πάλι δέν
γίνεται παρά μέ τό φόβο καί τή δύναμη καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό
προσεύχεται ὁ Μέγας Ἀρχιερέας· «Τήρησον αὐτούς
ἐν τῷ ὀνόματί σου, οὕς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς»· αὐτούς πού μοῦ
ἔδωκες φύλαξέ τους στό ὄνομά σου, γιά νά εἶναι ἕνα, καθώς εἴμαστε ἐμεῖς.
Αὐτό τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου
εἶναι ἕνα ἄρτιο ποιμαντικό κείμενο. Φτάνει νά τό διαβάσουμε προσεκτικά, γιά νά
δοῦμε σ’ αὐτό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τί εἶναι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καί ποιό
εἶναι τό ἔργο τους. Γι’ αὐτό καί διαλέχτηκε νά διαβάζεται στή μνήμη τῶν ἁγίων
Πατέρων, πού εἶναι οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, διάδοχοι τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση· εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ
Χριστοῦ, ἡ ὁποία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου
τούτου»· δέν ἔχει ἐγκόσμια προέλευση καί δέν στηρίζεται σέ συνθῆκες τοῦ κόσμου τούτου ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία
εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι καί οἱ
Δίκαιοι, ὅλος ὁ λαός τῆς Θεοῦ, ποὺ συγκροτοῦν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας-ἕνας
χωριστά, ὡς πρόσωπα καί μέλη τοῦ σώματος, κι ὅλοι μαζί τὸ σῶμα, μέ κεφαλή τόν Ἰησοῦ
Χριστό! Πρώτη ἰδιότητα καί γνώρισμα αὐτοῦ τοῦ σώματος, γιά νά ὑπάρχη καί νά ζῆ,
εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι μία. Οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα εἶναι ὁ
μεγάλος ἐσωτερικός ἐχθρός τῆς Ἐκκλησίας, πού λυμαίνεται καί καταστρέφει τήν ἑνότητά
της. Κι αὐτό ὑπῆρξε καί εἶναι πάντα τὸ πρῶτο καί κύριο ἔργο τῶν Πατέρων καί
Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι κράτησαν δηλαδή καί κρατοῦν ἑνωμένη τήν Ἐκκλησία
καί ἀδιαίρετό τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Στήν προσευχή του, πού συνεχίζεται καί μετά
τήν αὐριανή εὐαγγελική περικοπή, πέντε φορές ὁ Μέγας Ἀρχιερέας παρακαλεῖ τόν οὐράνιο
Πατέρα γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας· «ἵνα
ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς». Καί πρέπει ἀκριβῶς ἐδῶ νά προσέξουμε στό «καθώς ἡμεῖς»· πρότυπο δηλαδή τῆς ἑνότητας
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα καί ἀπόλυτη συμφωνία τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας
Τριάδας, πού εἶναι ὁ ἕνας καί ἀληθινός Θεός.
Κάθε φορὰ πού ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη τῶν ἁγίων
Πατέρων τιμᾶ ὅλους τοὺς Πατέρες καί Ποιμένες της, τούς ἀρχαίους καί τούς νέους,
τούς ἐπιφανεῖς καί τούς ἀφανεῖς· τόν κάθε μεγάλο, μά καί τόν κάθε μικρό καί
ταπεινό ἱερέα, πού ἔζησε μέ τό βάρος τῆς ἱεροσύνης καί μέ τή βαθειά συναίσθηση
τῆς εὐθύνης ἀπέναντι τῶν ἀνθρώπων, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερέας τῆς Ἐκκλησίας.
Τό πιό μεγάλο κακό στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἵρεση καί τό σχίσμα καί τό πιό μεγάλο
κρῖμα γιά τόν ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιτίας του νά διχασθοῦν οἱ πιστοί,
εἴτε γιά κακοδιδασκαλία εἴτε γιά φιλοδοξία εἴτε γιά ἀμέλεια καί ἀπροσεξία στό
βίο του εἴτε γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη κακή γνώμη του καί πράξη. Ἡ Ἐκκλησία τούς
κακούς ποιμένες τούς ἀναθεματίζει, τούς καλούς τοὺς τιμᾶ καί τούς ἑορτάζει· εἶναι
οἱ Ποιμένες καί Διδάσκαλοι καί Πατέρες. Ἀμήν.