π. Χρήστου Ζαχαράκη
«Ὅν
τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός
σέ, ὁ Θεός. ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν
Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;»
(Ψαλμ. 41, 2-3).
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο μικρὸς,
ποὺ χάνεται μέσα στὸ πλῆθος, τὸ ἀκολουθεῖ, γίνεται εὔκολα μέρος του… Ξεχωρίζει ὅμως
πάντα ἡ ἐμφανὴς ἀδικία καὶ ἁμαρτωλότητά του, γιατὶ τὸ πλῆθος «ἀκολουθεῖ» τὸν Ἰησοῦ, τηρεῖ τὸ Νόμο καὶ τὶς ἐντολές, μὲ τὴ λογικὴ
πάντα καὶ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου, γι᾽ αὐτὸ μπορεῖ νὰ κατατάσσει τὸν Ζακχαῖο ἐκεῖ ποὺ τοῦ ἀξίζει, ἀλλὰ
καὶ νὰ θέλει νὰ ἐπιβάλλει στὸ Χριστὸ ποῦ νὰ μείνει. Μέσα στὸ θρησκευόμενο πλῆθος
δὲν χάνεται μόνο ὁ ἄνθρωπος, μὰ κι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἔχει ἐφαρμογή ἐδὼ ὁ λόγος του, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὶς
παραβολές, «ἵνα
βλέποντες βλέπωσιν καὶ μὴ ἴδωσιν, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσιν καὶ μὴ συνιῶσιν».
Ἀπὸ τὸ πλῆθος ξεφεύγει
κανεὶς τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες ποὺ μένει μόνος μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸν πόνο καὶ τὶς
ἁμαρτίες του, τὴν ἀγωνία καὶ τὶς προσδοκίες του, ὅταν ἁπλώνει μπροστά του τὴ
ζωή του ὁλόκληρη καὶ τὴν ἀφήνει ν᾽ ἀγγίζει τὰ σύννεφα, καὶ παρακαλᾶ τότε τὸ Θεὸ
νὰ τὰ ξεδιαλύνει, γιὰ νά ᾽χει ἐλπίδα στὸν Οὐρανό. Μονάχα ὁ πόνος θεριεύει τὸν
πόθο καὶ μονάχα ὁ πόθος θὰ βρεῖ μιὰ συκιά ν᾽ ἀνεβεῖ, νὰ ξεχωρίσει ἀπ᾽ τὸ πλῆθος.
Καὶ τότε θὰ διαπιστώσει πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἐκεῖ, τὸ βλέμμα του τὸν ἀγγίζει ἀμέσως,
ὄχι γιὰ νὰ τὸν ἐπιπλήξει, μὰ γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει. Ἡ ἀγωνία του μεταμορφώνεται σὲ
χαρὰ καὶ πρὶν καλά-καλὰ τὸν προσκαλέσει, ἔρχεται καὶ στὸ σπίτι του, «σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι», νὰ τὸ φωτίσει καὶ νὰ τ᾽ ἁγιάσει, νὰ μὴν ἀφήσει ἴχνη τῆς
σκοτεινιᾶς τοῦ κόσμου σὲ τίποτα δικό του.
Ὁ ἄνθρωπος βάζει τὸν
πόθο καὶ ὁ Θεός τὴ χάρη. Κι εἶναι ἡ χάρη τότε ποὺ τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν
κόσμο κι ἀπ᾽ ὅσα μάζευε κι ἔχτιζε μέσα τους τὴν ψυχή του. Τὰ ἐπιστρέφει στὸ
πολλαπλάσιο, δὲν τὰ χρειάζεται. Μιὰ καινούργια ζωὴ ἀρχίζει, μᾶλλον τώρα ἀρχίζει
νὰ βλέπει τὴ ζωή τὴν
πραγματική, τὴ φωτισμένη ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ· ἕνα
φῶς ποὺ θὰ τὸ χρειαστεῖ γιὰ τὴ μεγάλη διάβαση...