Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...

Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...
π. Χρήστου Ζαχαράκη


«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...»

Στὸ δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, ὁ ὑμνογράφος σὲ μιὰ καταπληκτικὴ καὶ μοναδική, νομίζω, εἰκόνα,  παρουσιάζει τὸν Θωμᾶ νὰ θέλει νὰ δεῖ τὴν πληγή τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία «ἰάθη τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος». Τὸ «μέγα τραῦμα», ἡ μεγάλη πληγή, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος! Μεταφερόμαστε δυὸ Κυριακὲς ἀργότερα, στὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου· ἕνας ἄνθρωπος βασανιζόταν μέσα στὴν ἀρρώστια του, ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του, γιὰ  τριανταοχτώ ὁλόκληρα χρόνια.
Κρεβάτι μπορεῖ νὰ εἶναι πράγματι μιὰ σωματικὴ ἀσθένεια, ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ χρόνια ὁλόκληρα. Ὅμως ἡ σωματικὴ ἀσθένεια, ὅταν τὴ σηκώνει κανεὶς μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή, ὄχι μόνο δὲν ἀποκλείει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὴν ἐνδυναμώνει, μεταβάλλοντας τὸ μαρτύριο τοῦ πόνου σὲ μαρτυρία «τοῦ πλήθους τῶν οἰκτιρμῶν» τοῦ Κυρίου. Κρεβάτι πάλι μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ,τιδήποτε μᾶς κρατάει δέσμιους, ὁ,τιδήποτε γίνεται ἡ ἁμαρτία μας, τὴν ὁποία δὲν θέλουμε ν᾽ ἀποχωριστοῦμε, ὡς ἄλλοθι τῆς πνευματικῆς μας παραλυσίας.   Κρεβάτι μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ βόλεψή μας, τὴν ὁποία ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις μποροῦμε νὰ τὴν ἀλλάζουμε, ἀρκεῖ νὰ μὴν τὴν χάσουμε.
Ἡ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ στὴ θεραπεία, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καὶ πρόκληση ποὺ ἀπογυμνώνει τὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν».  Ἡ ἀπάντηση τοῦ Παραλύτου ἀποτυπώνει μὲ τὸν ἀκριβέστερο τρόπο τὴ φύση τῆς ἁμαρτίας· ἁμαρτία εἶναι νὰ μένεις μόνος, νὰ μὴν κοινωνεῖς μὲ κανένα, νὰ μὴν ἀγαπᾶς, ἁμαρτία εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀκινησία. «Ἄταφο νεκρό» χαρακτηρίζει ὁ ὑμνογράφος τὸν παράλυτο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς σωματικῆς του ἀσθένειας, ἀλλὰ λόγω τῆς ἀδυναμίας του νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ περιμένει τὸ θαῦμα χωρὶς ν᾽ ἀγαπᾶ. Ὅμως τὸ θαῦμα δὲν εἶναι ἡ μαγικὴ λύση, τὸ θαῦμα εἶναι πάντα τὸ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης, ποὺ ἀνασταίνει τὴ ζωή. Ὁ ὑμνογράφος καὶ πάλι μᾶς δίνει τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ θαῦμα, ἀποκλείοντας κάθε ὑποψία μαγείας: «Κύριε, τὸν Παράλυτον οὐχ ἡ κολυμβήθρα ἐθεράπευσεν, ἀλλ᾽ ὁ σὸς λόγος ἀνεκαίνισε…». Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς βάζει στὴν κολυμβήθρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ ἄγγελος ὑπάρχει πάντοτε, γιὰ νὰ ἀνανεώνει τὴν κλήση τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ ἡ σωτηρία δὲν ἔρχεται, γιατί περιμένουμε νὰ μᾶς σώσει κάποιος ἄλλος… Ὁ Ἄλλος ὅμως ἔχει ἔρθει: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;»
  Μπορεῖ νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ χρόνια ὁλόκληρα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ νὰ μὴν ἔχουμε γνωρίσει τὸ Χριστὸ, ὁ λόγος του νὰ μὴν μᾶς ἄγγιξε ποτέ. Ἡ πίστη μας ὅταν δὲν εἶναι μεταστροφή καὶ μετά-νοια δὲν ἀρκεῖ, δὲν ἀρκεῖ τὸ νὰ εἴμαστε «καλοί χριστιανοί». Ἡ τυπική τήρηση τῶν κανόνων γίνεται τὸ κρεβάτι, ποὺ μᾶς ἀναπαύει, μὰ καὶ ποὺ μᾶς πονάει … Ὁ Παράλυτος σώθηκε μόνον ὅταν γνώρισε τὸ Χριστό! Κι ὅταν γνωρίζεις τὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖς νὰ λές: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...». Ὅταν γνωρίσεις τὸ Χριστὸ βγαίνεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἀγαπᾶς, σώζεσαι, γιατί «πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται…». Ὅταν γνωρίσεις τὸ Χριστὸ, ἀγαπᾶς ὅ,τι ἀγαπάει κι ὁ Χριστός, θυσιάζεσαι, πονᾶς, σταυρώνεσαι κι ἀνασταίνεσαι… Ὅμως ἡ ἀνάσταση δὲν εἶναι δικό μας κατόρθωμα, εἶναι τοῦ Χριστοῦ… Δικό μας εἶναι, -ἄν τὸν σηκώνουμε-  μονάχα ὁ σταυρός…
Ὁ Χριστὸς ἦλθε σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ μίλησε σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο· σ᾽ αὐτὸν καὶ γιὰ αὐτὸν μᾶς ἄφησε τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ αἰχμαλωτισμένοι στὴν ἠθική μας αὐτάρκεια, δὲν ἀκοῦμε τὴν κραυγὴ τοῦ κόσμου. Αἰχμαλωτισμένοι ἀπὸ τὴν εὐσέβειά μας, καταφρονοῦμε αὐτὸν τὸν κόσμο, τοῦ ξεφεύγουμε μὲ τὴ δῆθεν πνευματικότητά μας καὶ ὑποκριτικὰ οἰκτίρουμε αὐτοὺς ποὺ δὲν ζοῦν τὸ ἴδιο σωστὰ μὲ μᾶς. Στὴν πραγματικότητα ὅμως παραμένουμε καθηλωμένοι πάνω στὸ κρεββάτι τῆς πνευματικῆς παράλυσης, ζώντας αὐτάρεσκα στὴ θέα τῶν λιμναζόντων ὑδάτων τῆς κολυμβήθρας. Κι ἄν τύχει κι ἔλθει ὁ ἄγγελος καὶ ταράξει τὰ νερά, δὲν θεωροῦμε ὅτι τὰ ταράζει γιὰ μᾶς, ἀλλὰ γιὰ κάποιον ταλαίπωρο ἁμαρτωλό, ποὺ σώζεται-δὲν σώζεται.

Προτιμοῦμε νὰ νιώθουμε ἀσφαλεῖς μέσα στὴ θρησκευτικότητά μας, κι ἄν τύχει καὶ βρεθεῖ κάποιος στὸ διάβα μας, καὶ ταράξει τὴν ἡσυχία μας, τὸν θεωροῦμε ἐπικίνδυνο, τὸν φοβόμαστε, γιατὶ στὴν πραγματικότητα προτιμοῦμε τὴν ἀκινησία, γιατὶ ἡ ὑπέρβαση μᾶς τρομάζει. Ὅμως ἡ σωτηρία εἶναι πάντα ὑπέρβαση· ἡ ἐλευθερία ὑπερβαίνει τὴ δουλεία, ἡ μετάνοια ὑπερβαίνει τὸν ἐγωϊσμό, ἡ συγχώρεση τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ἀνάσταση τὸ θάνατο, γιατὶ Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας.