Σημασία καὶ ὑπερνίκηση τῆς φτώχειας
Ἀναστασίου, Ἀρχιεπισκόπου Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας*
«Δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχεία πλουτήσητε». (Β´Κορ. 8,9)
Α´
Ὁ νεογέννητος Χριστός εἶναι ἕνα παιδί ἄστεγο σέ ἕναν ἀφιλόξενο τόπο παγερῆς ἀδιαφορίας, μέ
μοναδική ἀνθρώπινη θαλπωρή τήν τρυφερότητα τῆς ἁγίας
Μητέρας Του καί τό στοργικό ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰωσήφ.
Στό πανδοχεῖο, ὅπου κατέφυγε ἡ ταλαιπωρημένη
ἀπό τό μακρύ ταξίδι Παναγία μαζί μέ
τόν προστάτη της, τόν δίκαιο Ἰωσήφ, δέν ὑπῆρχε
χῶρος νά φιλοξενηθοῦν. Καί ὅταν γέννησε τόν Ἰησοῦ, «ἐσπαργάνωσεν
αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνη,
διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι».
(Λουκ. 2,7) Σ’ αὐτό τό πλαίσιο ἑκούσιας φτώχειας κινήθηκε καί ἡ συνέχεια τοῦ ἐπιγείου βίου Του. Νήπιο ἀκόμη ξενιτεύτηκε στήν Αἴγυπτο. Τά παιδικά καί νεανικά του χρόνια τὰ
πέρασε ἐργαζόμενος χειρωνακτικά στή
Ναζαρέτ. Στή δημόσια ζωή Του βρισκόταν σέ
συνεχῆ πορεία, οὐκ εἶχε «ποῦ τήν
κεφαλήν κλίνῃ». Καί τό ἀποκορύφωμα ὑπῆρξε ἡ πλήρης ἀπογύμνωση στό
Σταυρό.
«Δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε
πλούσιος ὤν». Κατά τήν ἐνανθρώπησή Του «ὁ τῶν
ὅλων Δεσπότης καί ποιητής» ἀρνήθηκε ὅσα θεωροῦμε πλοῦτο -χρήματα, ἀνέσεις, δύναμη- καί ὑπέμεινε τίς δοκιμασίες καί τίς ἀδικίες τῆς γῆς συμμετέχοντας στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
Καθοριστική ἀρχή τοῦ ἔργου Του ὑπῆρξαν τά λόγια τοῦ
προφήτου Ἡσαΐα γιά τόν Μεσσία: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ ἕνεκεν
ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν…» (Λουκ. 4,18).
Τόνισε τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια τῶν φτωχῶν καί τήν ἀναφαίρετη ἀξία τους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά ὁ
Χριστός δέν προσέδωσε στήν ἀποδοχή τῆς φτώχειας αὐτόνομο σωτηριολογικό περιεχόμενο, ὅπως θέλουν μερικές ἰνδικές
θρησκευτικές διδασκαλίες. Τή συνέδεσε μέ τήν ἐσωτερική ἐλευθερία καί
τήν ταπεινοφροσύνη. Καί κάλεσε ὅσους ὑποφέρουν -δηλαδή τήν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων-
νά προσέλθουν σ’ Αὐτόν, τόν «πρᾶο καί ταπεινό τῇ καρδίᾳ»
γιά νά βροῦν ἀνάπαυση στίς ψυχές τους. Κήρυξε τήν ἐσωτερική ἀποδέσμευση ἀπό τά ἐγκόσμια πλούτη, εἴτε
οἱ ἄνθρωποι τά κατέχουν εἴτε στερούμενοι τά ποθοῦν. Συγχρόνως στηλίτευσε τήν πλεονεξία καί ἀσπλαχνία τῶν πλουσίων, τήν ἀδικία
καί ἐκμετάλλευση τῶν ἰσχυρῶν.
Διατράνωσε ὅτι ὁ πραγματικός
πλοῦτος εἶναι ὁ πνευματικός, ἡ ἐλευθερία
ἀπό τήν πλάνη καί τή σύγχυση, ἡ ἀποδέσμευση
ἀπό τά πάθη, τόν ἐγωισμό καί τήν πολύμορφη ἁμαρτία, ἡ νοηματοδότηση τῆς
ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Τόνισε ὅτι
τό πλοῦτο τοῦ πνεύματος ἀποτελοῦν ἡ
πίστη, ἡ καταλλαγή μέ τό Θεό, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐνοικεῖ
στόν χριστομίμητο ἄνθρωπο. Ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἀληθινός
πλοῦτος τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία τόν κάνει κοινωνό τῆς ζωῆς
τοῦ Θεοῦ.
Β´
Στόν ξέφρενο ρυθμό τῆς καταναλωτικῆς μας κοινωνίας, ἀκόμη
καί ἡ ἑορτή τῶν
Χριστουγέννων ἔχει γίνει γιά πολλούς μιά γιορτή
καταναλωτική ὅπου δεσπόζει ἡ συσσώρευση καί ἀπόλαυση
ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἔτσι,
δέν εἶναι δύσκολο νά διαπιστώσει κανείς
καί σέ χριστιανικά ἀκόμη περιβάλλοντα ἕνα εἶδος
παράνοιας. Πολλοί χριστιανοί θαυμάζουν τόν λόγο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά
στήν πράξη υἱοθετοῦν τή νοοτροπία ὅτι
μόνον ὁ πλοῦτος ἔχει ἀξία. Γι’ αὐτό καί διαπιστώνουμε σέ πολλές ἐκ παραδόσεως χριστιανικές χῶρες ἕνα
χριστιανισμό μέ ραγισμένη τήν ἴδια τήν πίστη,
ραγισμένη τήν ἀγάπη, τελικά μέ τραυματισμένη τήν αὐτοσυνειδησία του.
Σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ἡ
φωνή τοῦ γεννημένου στή φτώχεια Χριστοῦ μέ παράπονο καί αὐστηρότητα ἐξακολουθεῖ νά ρωτᾶ: «Τί δέ μέ καλεῖτε,
Κύριε, Κύριε, καί οὐ ποιεῖτε ἅ λέγω;»(Λουκ.
6,46). Μέ λόγο καί ἔργο συμπαραστάθηκα στούς φτωχούς
καί ταπεινούς. Ἐπέμεινα στό χρέος τῆς ἀλληλεγγύης
πρός κάθε ἄνθρωπο καί τό ἐπεξέτεινα πέρα ἀπό
κάθε φυλετικό ἤ θρησκευτικό ὅριο, στόν ἄγνωστο, στόν
ξένο, τόν διαφορετικό. Ζήτησα νά εἶσθε
φιλόστοργοι καί γενναιόδωροι πρός αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη.
Καθόρισα ὡς πρακτική ἀρχή τῆς ζωῆς σας
τό: «καθώς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι
καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»(Λουκ. 6,31). Τί μέ φωνάζετε, Κύριε,
Κύριε, καί δέν τηρεῖτε ὅσα σᾶς λέω;
Ὁ πνευματικός πυρήνας τῆς σημερινῆς γιορτῆς καλεῖ σέ μιά νηφάλια ἐπανεξέταση
τῆς συμπεριφορᾶς μας καί σέ αὐτοκριτική τοῦ ρυθμοῦ τῆς ζωῆς μας. Σέ μιά στροφή πρός τή λιτή ζωή, πού
ζητεῖ τήν ἐλευθερία της ἀπό τό
παθιασμένο κυνήγι ὑλικοῦ πλούτου, πλασματικῶν ἀναγκῶν
καί περιττῶν ἀνέσεων.
Φωτίζει μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο
τήν ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρώπου πού
γιά ποικίλους λόγους ζεῖ στήν ἀνέχεια. Σέ ὅσους
βρισκόμαστε σέ δύσκολες συνθῆκες καί
στερήσεις, χαρίζει εἰρήνη, ἀξιοπρέπεια καί ἐμπιστοσύνη
στόν Χριστό, τόν φίλο καί ἀδελφό τῶν φτωχῶν, γιά νά σταθοῦμε ὄρθιοι στή
δοκιμασία. Ἐξάλλου παρακινεῖ ὅλους
μας -εἴτε ἔχουμε πολλά εἴτε λίγα – νά
δείξουμε ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον πρός κάθε ἄνθρωπο πού βρίσκεται σέ ἀνάγκη ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἄμεσο κύκλο τῆς γειτονιᾶς μας, τῆς χώρας μας, καί ἐπεκτείνοντας
τήν ἐμβέλεια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας γιά τήν ἀνακούφιση τῆς φτώχειας ὅπου γῆς.
Καθώς διαμορφώνεται στόν αἰώνα μας
μιά παγκόσμια ἀλληλεξαρτώμενη κοινωνία, τό
βασικότερο πρόβλημα εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τοῦ
χρέους πρός τούς φτωχούς, καί ἡ ἔμπρακτη ἀλληλεγγύη, μέσα στίς πόλεις μας, στά κράτη μας, ἀλλά ἀκόμη
καί ἀπό χώρα σέ χώρα, ἀπό φυλή σέ φυλή, ἀπό λαό σέ λαό. Δέν μποροῦμε πιά νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι δέν ξέρουμε ἤ δέν μᾶς ἀφορᾶ τὸ
ὅτι ἑκατομμύρια παιδιά ζοῦν μέσα σέ ἄθλιες συνθῆκες, χωρίς τή στοιχειώδη θαλπωρή. Ὅτι πάνω ἀπό 8οο ἑκατομμύρια
συνανθρώπων μας ὑποσιτίζονται, ἐνῶ ἄλλα
3 δισεκατομμύρια ζοῦν μέ λιγότερα ἀπό 2 εὐρώ τήν ἡμέρα. Καί μάλιστα ὅτι ἀρκετοί ἀπό αὐτούς
κινοῦνται δίπλα μας μέ ἀκόμη μικρότερο εἰσόδημα.
Ἡ αὐστηρή
κριτική τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (Εἰς τό Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας)
διατηρεῖ ἐκπληκτική ἐπικαιρότητα
καί γιά τούς σημερινούς πλουσίους, ἄτομα ἤ σύνολα: «Ἐάν αὐτόν ποὺ γδύνει ἕναν καλοντυμένο τόν ὀνομάζουμε λωποδύτη, ἐκεῖνον ποὺ ἀφήνει
τόν ἄλλο γυμνό, ἐνῶ μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει
ρουχισμό, διαφορετικά θά τόν ὀνομάσουμε;».
Καί συμπεραίνει: «Ὥστε, τόσους ἀδικεῖς, ὅσους θά μποροῦσες νά βοηθήσεις» («Ὥστε, τοσούτους ἀδικεῖς, ὅσους
παρέχειν ἠδύνασο»). Τή διάσταση αὐτή τῆς
δικαιοσύνης καί τή δυναμική τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης ὀφείλει διαχρονικά νά διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὑπερασπιστοῦ τῶν
φτωχῶν, σέ κάθε ἐπίπεδο, τοπικό, διεθνές, παγκόσμιο.
«Δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν,
ἵνα τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε». Κατ’ ἐξοχήν τίς ἡμέρες αὐτές τῶν
Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά λατρεύσουμε τόν Χριστό μέ περισσότερη ἐμπιστοσύνη κι ἐλπίδα. Ὅσοι ἀπό μᾶς
βρισκόμαστε στή δοκιμασία τῆς φτώχειας, μέ
τήν αἴσθηση ὅτι στέκει δίπλα μας γιά νά μᾶς χαρίσει ἀντοχή καί
προστασία. Ὅσοι ζοῦμε μέ ἄνεση μᾶς καλεῖ νά Τόν πλησιάσουμε μέ τίμια εὐλάβεια, προσφέροντας χαρούμενα καί ἁπλόχερα στούς κοντινούς καί μακρινούς πού δυστυχοῦν – καί ἀπό τό ὑστέρημά μας.
Νά Τόν προσεγγίσουμε ὅλοι μέ περισσότερη πίστη, γιά νά
πλουτίσουμε μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ἀγάπη Του, ὥστε νά λυτρωθοῦμε ἀπό τήν πνευματική φτώχεια τῆς μαλθακῆς καί ἐγωκεντρικῆς νοοτροπίας τῆς ἐποχῆς μας.
Χαρούμενα Χριστούγεννα, ἀδελφοί μου! Χρόνια πολλά, καί ἰδιαίτερα εὐλογημένος ὁ νέος χρόνος.
Μέ γενναιοδωρία καί περισσότερη προσπάθεια γιά τήν ἀνακούφιση τῆς φτώχειας
γύρω μας. Μέ στόχο, μιά κοινωνία ἀληθινῆς ἀλληλεγγύης.
*(Ἀναστασίου, Ἀρχιεπισκόπου
Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας, «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί…». Ἔκδ. Μαΐστρος,
2006)