1. | Και παλαβούς τους λέγουσιν τους ξένους εις τα ξένα, βρίζουν και ονειδίζουν τους και πάντα υπομένουν. Γίνεται ο ξένος του μωρού σαμάριν και καθίζει. Φίλον δεν έχει να το πη, το πράγμα να θαρρέση, μήνα ευρή παρηγορίαν εκ την αδημονίαν. Ονειδισμούς προσδέχεται και ύβρεις υπομένει, και μόνος του ο άθλιος ηξεύρει τι βαστάζει· και πάντας τους ελεεινούς όλοι τρελούς τους λέσιν. |
«Περί της ξενιτείας», 56-63. Τα «Περί της ξενιτείας» ποιήματα. Δήμος Ηρακλείου-Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1995. 122. |