Ἕνα ἐξαιρετικὸ κήρυγμα τοῦ μακαριστοῦ Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ (1-9-1985), εἶναι ὅ,τι καλύτερο γιὰ τὴν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Τὸ κήρυγμα αὐτὸ κατατάσσεται ἀβίαστα πλάι στὰ πατερικά κείμενα, καὶ ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα κηρύγματος ὄχι μόνο γιὰ τὶς θεολογικές σχολές, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία...
« Σήμερα, πρώτη τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου, δηλαδὴ τοῦ νέου ἔτους. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος, ἀρχίζει τὴν πρώτη Σεπτεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζουμε γιὰ πρωτοχρονιὰ τὴν πρώτη Ἰανουαρίου, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ πολιτικοῦ ἔτους. Ὅλ᾽ αὐτὰ βέβαια εἶναι συμβατικά, γιατὶ οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος ὑπάρχει τοῦ χρόνου, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ποῦμε τώρα περισσότερα, γιατὶ δὲν ἐνδιαφέρουν τὸ κήρυγμα. Μᾶς ἐνδιαφέρει, ὅπως πάντα, νὰ ὁμιλήσουμ᾽ ἐπάνω στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ διαβάζεται σήμερα στὴ θεία Λειτουργία. Εἶναι, ὅπως ἀκούσαμε, ἀπὸ τὸ «κατὰ Λουκᾶν» ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ συναγωγὴ τῆς πατρίδας του Ναζαρέτ. Θὰ περιορίσουμε τὸ λόγο στὸ χωρίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ ἀναφέρεται στὴν περικοπή, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ διαβάζεται ἡ περικοπὴ αὐτὴ σήμερα στὴ θεία Λειτουργία τῆς πρώτης τοῦ ἔτους.
« Σήμερα, πρώτη τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου, ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου, δηλαδὴ τοῦ νέου ἔτους. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος, ἀρχίζει τὴν πρώτη Σεπτεμβρίου, ἐπικράτησε ὅμως νὰ ἑορτάζουμε γιὰ πρωτοχρονιὰ τὴν πρώτη Ἰανουαρίου, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ πολιτικοῦ ἔτους. Ὅλ᾽ αὐτὰ βέβαια εἶναι συμβατικά, γιατὶ οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος ὑπάρχει τοῦ χρόνου, γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ποῦμε τώρα περισσότερα, γιατὶ δὲν ἐνδιαφέρουν τὸ κήρυγμα. Μᾶς ἐνδιαφέρει, ὅπως πάντα, νὰ ὁμιλήσουμ᾽ ἐπάνω στὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ διαβάζεται σήμερα στὴ θεία Λειτουργία. Εἶναι, ὅπως ἀκούσαμε, ἀπὸ τὸ «κατὰ Λουκᾶν» ἅγιο Εὐαγγέλιο καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ συναγωγὴ τῆς πατρίδας του Ναζαρέτ. Θὰ περιορίσουμε τὸ λόγο στὸ χωρίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ ἀναφέρεται στὴν περικοπή, γιὰ τὸ ὁποῖο καὶ διαβάζεται ἡ περικοπὴ αὐτὴ σήμερα στὴ θεία Λειτουργία τῆς πρώτης τοῦ ἔτους.
Ἕνα Σάββατο, κατὰ τὴ συνήθειά του, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μπῆκε στὴ συναγωγὴ τῆς
πατρίδας του καὶ ζήτησε νὰ διαβάσει τὴ θεία Γραφή, γιὰ νὰ κηρύξει τό λόγο. Ὁ ὑπηρέτης
τοῦ ἔδωσε τὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ξετύλιξε τὸ
χειρόγραφο κι ἄρχισε νὰ διαβάζη· «Πνεῦμα
Κυρίου ἐπ᾽ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με· εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι
τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν,
ἀποστεῖλαι τεθραυσμένοιυς ἐν ἀφέσει, κηρύξαι ἐνιαυτὸν Κύριον δεκτόν». Αὐτὸ
τὸ προφητικὸ χωρίο ὡς ἑξῆς θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ἀποδώσουμε ἐλεύθερα σὲ
νεοελληνικὴ δημοτικὴ γλώσσα· «Τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶν᾽ ἐπάνω μου, γιατὶ ἐκεῖνος
μὲ ὥρισε καὶ μὲ στέλνει· νὰ φέρω μήνυμα χαρᾶς γιὰ τοὺς φτωχούς, νὰ κηρύξω
λευτεριὰ στοὺς σκλάβους καὶ στοὺς τυφλοὺς νὰ δώσω φῶς, νὰ σηκώσω τὰ βάρη τῶν
κουρασμένων καὶ τῶν ταπεινῶν, καὶ νὰ φωνάξω πὼς ἔφτασε ὁ καιρός, ποὺ ὁ Κύριος ἔρχεται
γιὰ νὰ σώση τὸ λαό του».
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Προφήτη κηρύσσεται φανερὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ
Μεσσία. Γιατὶ τὸ ἔργο τοῦ Μεσσία, ἔργο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, δὲν
εἶν᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων. Ὁ
ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν τύλιξε τὸ χειρόγραφο καὶ τό ᾽δωσε στὸν ὑπηρέτη, εἶπε
στοὺς ἀκροατές του· «Σήμερον πεπλήρωται ἡ
γραφὴ αὕτη ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν», σήμερα βρῆκε τὴν ἐκπλήρωσή της ἡ προφητεία,
ποὺ τώρα μόλις ἀκούσατε. Εἶναι δηλαδὴ σὰν καὶ νὰ λέγη· «Ἐγὼ λοιπὸν εἶμ᾽ ἐκεῖνος,
γιὰ τὸν ὁποῖο ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Προφήτης. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο, γιὰ τὸ ὁποῖο μὲ
στέλνει ὁ Θεός». Θὰ λέγαμ᾽ ἔτσι ὅτι Ἰησοῦς Χριστός, σὰν ἕνας ἐπίσημος ἀπεσταλμένος,
παρουσιάζει τὰ διαπιστευτήριά του. «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶν᾽ ἐπάνω μου, γιατὶ ἐκεῖνος
μὲ ὥρισε καὶ μὲ στέλνει...» Τὸ ἴδιο, ποὺ τοῦ ἀναγνώριζε ὁ λαός, ὅταν στὸ τέλος
τῆς τριετίας τὸν ὑποδεχότανε θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα· «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Δὲν ἐμφανίστηκε δηλαδὴ
ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἕνας ἄγνωστος καὶ αὐτόκλητος ἀναμορφωτὴς τοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων
καὶ σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀλλ᾽ ἦλθ᾽ ἐπίσημα ἐξουσιοδοτημένος καὶ σταλμένος ἀπὸ τὸ
Θεό. Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ τὸν ἀπεσταλμένο
τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καθὼς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος
Πέτρος, «αὐτῷ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν,
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν», ὅλοι
οἱ προφῆτες μαρτυροῦν γι᾽ αὐτὸν ὅτι καθένας ποὺ πιστεύει σ᾽ αὐτὸν θὰ λάβη
συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὁ ἀπεσταλμένος
δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι περισσότερο ἀπὸ κοινωνικὸς ἀναμορφωτής,
εἶναι πνευματικὸς ἀναγεννητὴς τῶν ἀνθρώπων. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἀναγέννηση πρῶτα, ἄς
μὴ περιμένουν οἱ κοινωνίες ἀναμόρφωση.
Ἀλλ᾽ ἄς περιορίσουμε τὴ σημερινὴ ὁμιλία μόνο στὸ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῶν
λόγων τοῦ προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ διάβασε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴ συναγωγὴ τῆς Ναζαρέτ.
«Νὰ φέρω στὴ φτωχολογιὰ μήνυμα χαρᾶς, νὰ κηρύξω στοὺς σκλάβους λευτεριά, νὰ
δώσω στοὺς τυφλοὺς νὰ δοῦνε φῶς, νὰ σηκώσω τῶν ταπεινῶν καὶ τῶν κουρασμένων τὰ
βάρη, νὰ φωνάξω πὼς ἔφτασε ὁ καιρὸς κι ἔρχεται ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σώση τὸ λαό
του». Εἶναι σὰν καὶ νὰ ἀκοῦμε ἕνα σύγχρονο κοινωνικὸ κι ἐπαναστατικὸ κήρυγμα ἀπὸ
τὰ πιὸ δυνατὰ καὶ τὰ πιὸ ἐλεύθερα. Μὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν
προφητῶν, κοινωνικὸ κι ἐπαναστατικό. Δὲν μᾶς τρομάζει λοιπὸν ἕνα τέτοιο
κήρυγμα, σὰν κάτι ξένο κι ἀσυνήθιστο γιὰ μᾶς. Εἶναι τὸ δικό μας κήρυγμα, τὸ
κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο, γιατὶ μᾶς τὸ πῆραν κάποιοι ἄλλοι, ἴσως ἐξαιτίας μας, ἐμεῖς τώρα σὰν καὶ νὰ
διστάζουμε καὶ φοβούμαστε νὰ τὸ φωνάξουμε. Εἶναι, γιατὶ τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα τῶν
Προφητῶν, ποὺ τὸ υἱοθετεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, στὰ χέρια τῶν κάποιων ἄλλων ἔχασε τὸ
δρόμο του. Τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν καὶ τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι γιὰ νὰ
γκρεμίσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ χτίσουμε τὸν κόσμο· εἶναι τὸ «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι», ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κήρυγμα ὄχι ἐπανάστασης καὶ καταστροφῆς,
ἀλλὰ ἀνάστασης καὶ ζωῆς.
Τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας ξεκινάει ἀπὸ τὸ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾽ ἐμέ...» καὶ ὄχι «ἐν
ὀνόματι» τῆς ἀθεΐας, ποὺ εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης. Τὰ κοινωνικὰ κι ἐπαναστατικὰ
κηρύγματα καὶ κινήματα τοῦ καιροῦ μας, ξεκινώντας ἀπὸ κάποιες, ὄχι πάντα,
πραγματικὲς αἰτίες, κινοῦνται μέσα σ᾽ ἕνα πνεῦμα ἐκδίκησης καὶ μίσους, σὲ ἀντίθεση
μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν. Ὁ Προφήτης ποτὲ δὲν βλέπει πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ πάντα
πρὸς τὰ ἐμπρός· στὰ περασμένα εἶναι ἡ ἐκδίκηση καὶ τὸ μῖσος, στὰ μελλούμενα εἶναι
ἡ ἐλπίδα κι ἡ ἀγάπη. Ὁ Προφήτης κηρύττει πάντα μὲ τὴ συνείδηση τοῦ ἀπεσταλμένου
τοῦ Θεοῦ, πνευματοκίνητος καὶ ὄργανο ὄχι τῆς λαϊκῆς ὀργῆς, ἀλλὰ τῆς θείας
δικαιοσύνης.
Πολλὰ πράγματα στὸν κόσμο χρειάζονται διόρθωση, καὶ χαρὰ σ᾽ ἐκείνους ποὺ
παλεύουνε γιὰ νὰ τὰ διορθώσουν. Μὰ ὄχι ξεκινώντας μὲ τὴ σημαία τῆς ἀθεΐας, ποὺ
εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης, ἀλλὰ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς
ἀλήθειας καὶ τῆς ἐλευθερίας· «οὗ τὸ πνεῦμα
Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία», γράφει ὁ Ἀπόστολος. Πολλοὶ σκλάβοι ἀκόμα ὑπάρχουν
στὸν κόσμο, πολλοὶ φτωχοὶ καὶ ταλαιπωρημένοι, πολλοὶ φορτωμένοι μὲ ἀβάσταχτα
βάρη, πολλοὶ τυφλοὶ καὶ στὸ σκότος τῆς ἄγνοιας, κι ὅλοι περιμένουν τὸ κήρυγμα τῆς
λευτεριᾶς. Μὰ τὸ ἴδιο κήρυγμα γεννάει ἀνησυχίες καὶ φόβους· γιατὶ ξεκινώντας ἀπὸ
τὴν ἀθεΐα, θὰ εἶναι ὀλέθριο γιὰ ὅλους, ἐξουθένωση καὶ ἐξανδραποδισμὸς τοῦ λαοῦ.
Τὸ φωνάξαμε κι ἄλλη φορὰ καὶ τὸ φωνάζουμε καὶ σήμερα· «Ἐλᾶτε, ἀδελφοί μου, ἐλᾶτε
νὰ κάμωμ᾽ ἐπανάσταση μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, γιὰ νὰ χτίσουμ᾽ ἕνα
καλύτερο κόσμο». Ἐμεῖς σ᾽ αὐτὸ τὸ χτίσιμο, ἄς μὴν εἴμαστε οἱ πρωτομάστοροι, ἀλλὰ
νὰ κουβαλᾶμε πέτρες. Ἀμήν.»