Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ*
...Ἐσύ εἶσαι πλούσιος. Καί δέν ξέρω πού τά βρῆκες καί πῶς τά
μάζεψες ὅσα ἔχεις. Καί συμβαίνει νά ὁμιλῆς καί σύ γιά φυσικούς νόμους. Καί
πιστεύεις λοιπόν πώς αὐτὴ εἶναι ἡ φυσική τάξη· ἄλλοι νά εἶναι πλούσιοι κι ἄλλοι
φτωχοί· ἄλλοι νά εἶναι χορτάτοι κι ἄλλοι πεινασμένοι. Δέν σέ ἀδικῶ· αὐτή εἶναι ἡ
πίστη σου κι ἔτσι σκέφτεσαι. Κι ὄχι μόνο ἔτσι σκέφτεσαι, ἀλλά καί κάνεις ὅ,τι
μπορεῖς γιά νά διαιωνίζει μιά τέτοια τάξη στόν κόσμο. Μαζεύεις ὅσα μπορεῖς καί
μ’ ὅποιον τρόπο μπορεῖς κι ἐλπίζεις στήν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου σου. Γιά νά
σκεφθῆς ἀλλιώτικα, ὅπως δηλαδή λέγει τό Εὐαγγέλιο, πρέπει νά ξεπεράσης στό
λογισμό σου τά ὅρια τῶν λεγόμενων φυσικῶν νόμων. Ὅταν θά δεχθῆς καί θά
καταλάβης ὅτι ὄχι ἡ τυφλή φυσική ἀνάγκη, ἀλλά φωτισμένος νοῦς καί ἐλεύθερη
συνείδηση διέπει τήν κίνηση τοῦ κόσμου καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τότε θά δῆς ἀλλιώτικα
τὰ πράγματα. Τότε θά δῆς πώς ἡ χορτασιά ἡ δική σου καί ἡ πείνα τοῦ φτωχοῦ δέν εἶναι
τό σωστό καί τό δίκαιο. Τότε θά δῆς πώς ὅ,τι δίνει ἡ γῆ δέν εἶναι μόνο γιά
σένα, μά γιά ὅλους πού ζοῦνε ἐπάνω στή γῆ. Μόνο μιά πίστη ὀρθή μᾶς ἀνοίγει τά
μάτια, γιά νά δοῦμε σωστά τόν κόσμο καί τή ζωή. Γιατί τώρα, χωρίς νά πιστεύωμε
στούς πνευματικούς λόγους τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, ὁμιλοῦμε γιά ἐλευθερία καί
δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί γιά ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν ἀκοίμητους πόθους τοῦ ἀνθρώπου
καί τῶν λαῶν. Καί ποῦ θά τά στηρίξουμε ὅλ’ αὐτά, καί πῶς θά τά ἐξασφαλίσουμε
στόν κόσμο; Ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ εἰρήνη εἶναι γεννήματα, πού τά
σπέρματά τους τά γονιμοποιοῦν μέσα μας ὄχι οἱ φυσικοί λεγόμενοι νόμοι, ἀλλά οἱ ἀναλλοίωτοι
πνευματικοί λόγοι, ὁ Θεός δηλαδή καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἔφτασαν καί δέν πιστεύουν πιά στό Θεό.
Καί παλεύουν γιά πράγματα, πού μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τούς τά ἔμαθε. Ἐκράτησαν
τά πράγματα καί ἀρνιοῦνται τό Θεό. Καί δέν εἶναι κἄν πράγματα, γιά τά ὁποῖα
λένε πώς ἀγωνίζονται οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι. Εἶναι μόνο λέξεις· λέξεις χωρίς
περιεχόμενο, πού τίς ἐπαναλαμβάνουν ὅλοι κι ὁ καθένας τίς ἐννοεῖ μέ δικό του
τρόπο. Τό ἴδιο, καθώς ἕνας - ἕνας σκέφτονται οἱ ἄνθρωποι, σκέφτονται καί οἱ
λαοί, κι ὁ κόσμος ἔχει φτάσει σέ τέτοιο σημεῖο ἀσυνεννοησίας, σάν τότε στόν
πύργο τῆς Βαβέλ. Ὅλοι φοβοῦνται μιά γενική καταστροφή τῆς γῆς, κι ὅλοι γιά νά
τήν ἀποτρέψουν χρησιμοποιοῦν τήν ὑλική δύναμη τοῦ πλούτου. Δουλεύουν οἱ ἄνθρωποι,
παράγει ἡ γῆ, κι ὅλα ξοδεύονται γιά πολεμικούς ἐξοπλισμούς. Ἐν τῷ μεταξύ τὰ δύο
τρίτα τῶν κατοίκων τῆς γῆς πεινοῦν καί πολλές χιλιάδες ἀνθρώπων πεθαίνουν μέσα
στή στέρηση καί τήν ἐξαθλίωση. Τί κάνει λοιπόν ὁ πλοῦτος, καί πώς δέν ἔγινε
καλύτερη ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων μέ τόσα ἀγαθά, πού δέν ὑπῆρχαν ποτέ, ἀλλά καί ποτέ
δέν ἦσαν τόσο ἄδικα μοιρασμένα; Ἀλλά ὁ ὑλικός πλοῦτος ὄχι μόνο δέν κάνει
καλύτερη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τήν χειροτερεύει. Ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι,
κι ἐνῶ εἶναι ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο, γίνεται ὁ ἄνθρωπος γιά τόν πλοῦτο. Ὑποδουλώνεται
ὁ κύριος στόν ὑπηρέτη. Ὁ Θεός εὐλογεῖ, ἀνατέλλει τόν ἥλιο καί βρέχει «ἐπί δικαίους καί ἄδικους[1]».
Καί ἡ γῆ γεννάει γιά νά τρέφωνται καί νά ἀπολαύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Κι ὅμως,
γιά τήν πνευματική ἀναπηρία τῶν ἀνθρώπων καί γιά τήν ἠθική τους ἀνικανότητα, ὁ
πλοῦτος γίνεται ἐμπόδιο γιά νά ζήσουν καλύτερα καί κινδυνεύουν ἐξαιτίας του νά
χαθοῦν. Γιατί, ἄν τά ἀγαθά τῆς γῆς εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, τότε θά πρέπει νά τά
δοῦμε καί νά τά διαχειριστοῦμε σέ σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, κι ὄχι μόνο μέ βάση
κάποιους νόμους καί κανόνες τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης. Ὁπωσδήποτε μᾶς χρειάζεται
νά ξέρωμε τόν ἄνθρωπο, νά τόν ἀγαπήσουμε, νά τόν τιμήσουμε καί νά τόν σεβαστοῦμε.
Μά ὅλ’ αὐτὰ εἶν’ ἔξω ἀπό τούς σκοπούς τῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἐπιστημῶν.
Αὐτές βλέπουν τόν ἄνθρωπο σάν οἰκονομική μονάδα καί σάν μέσο, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι
σκοπός στή ζωή καί πρόσωπο στόν κόσμο.