ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ΛΟΥΚΑ
Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
π. Χρήστου Ζαχαράκη
Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ
π. Χρήστου Ζαχαράκη
Τὸ ἐρώτημα τοῦ νομικοῦ στὸ Χριστὸ «καὶ
ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου» ἀφορᾶ μᾶλλον ὅλους μας, ἔστω κι ἄν ἡ ἠθική μας ἐπιφάνεια
δὲν ἀφήνει νὰ τὸ ψελλίσουμε, κι ἀναδεικνύεται
στὶς μεγάλες κοινωνικὲς ἀνισότητες καὶ ἀδικίες, ποὺ δημιουργοῦν οἱ
στυγνοὶ ληστές τοῦ βίου καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Ὅσο ἡ Πολιτεία, ἐνῶ
δημιουργεῖ τὸ πρόβλημα, προσπαθεῖ, παίζοντας τὸ παιχνίδι τῶν ληστῶν, νὰ τὸ
λύσει μὲ περίεργους νόμους καὶ διατάξεις, καὶ ὅσο ἡ Ἐκκλησία «ἀντιπαρέρχεται»,
διὰ τοῦ κοινωνικοῦ της ἔργου, τὸ πρόβλημα, τόσο τὸ ἐρώτημα «καὶ ποιὸς εἶναι ὁ
πλησίον μας» θὰ πλανᾶται, ὄχι ὡς αἴσθηση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ
συνάνθρωπό μας, ἀλλὰ ὡς προσπάθεια ἀποπομπῆς τῆς προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς μας
εὐθύνης ἀπὸ τὸ δικαίωμα τοῦ καθενός ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια.
Δὲν
μποροῦμε ὅμως νὰ ποῦμε περισσότερα πάνω σ᾽ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν ἐκπέσει ὁ λόγος μας
σὲ πολιτικολογία καὶ γιατὶ ὅπως ὁ π. Ἀλέξανδρος
Σμέμαν σημειώνει, «ὅταν κάποιος παραμένει στὸ σύστημα, τότε τὸ ἀποδέχεται,
μολονότι ἀκούσια, μαζὶ μὲ τὶς μεθόδους του. Ἄν κάποιος τὸ ἐγκαταλείψει -ἔχοντας
τὸ ρόλο τοῦ προφήτη ἤ τοῦ κατήγορου-, τότε γλιστρᾶ στὴν ἀλαζονεία καὶ στὴν ὑπερηφάνεια».
Ἀλλὰ καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε κάτι
περισσότερο, γιατὶ τὸ περισσότερο εἶναι πάντα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ
καλοῦ Σαμαρείτη, ἐπανατοποθετεῖ μᾶλλον τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα στὴν ὁδὸ τῆς τελείωσης.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ παραβολὴ εἰπώθηκε
ἀπὸ τὸν Κύριο μετὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ νομικοῦ στὸ πῶς κερδίζεται ἡ αἰώνια ζωή, συνδέοντας
οὐσιαστικά τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν πλησίον μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη μας πρὸς τὸ
Θεό. Ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ μὲ ὅλο τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτό μας.
Ἐπίσης χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς
ὅτι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ τραυματισμένου ἀπὸ τοὺς δύο ἱερωμένους εἶναι ἴδια μὲ τοῦ
νομικοῦ, κινοῦνταν δηλαδὴ στὰ ὅρια τῆς καθηκοντολογίας, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀντιπαρῆλθαν.
Τὰ ὅρια τῆς καθηκοντολογίας, στενὰ καὶ περιορισμένα, ἐξαρτώμενα πάντοτε ἀπὸ τὸ
μέγεθος τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας, τὰ βλέπουμε συχνὰ καὶ ἀντιστρόφως ἀνάλογα, ν᾽ ἀγγίζουν τὰ ὅρια τῆς ἀπανθρωπιᾶς.
Ὅσο τὴν ἀγάπη τὴ βλέπουμε σὰν καθῆκον, πάντα θὰ ἀντιπαρερχώμαστε, θὰ προσπερνᾶμε
τὴ ζωή, τὰ ἔργα μας θὰ εἶναι ἀπρόσωπα, ἀνούσια καὶ ἀνερμάτιστα.
Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι καθῆκον ἀλλὰ ζωὴ, ὅπως τὴν ἔπλασε ὁ Θεός καὶ τὴ χάρισε καὶ
στὸν ἄνθρωπο, νὰ ζεῖ καὶ νὰ κινεῖται μέσα σ᾽ αὐτήν. Τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος θέλησε νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, νὰ τὸν ληστέψει. Μὰ ἡ ἀγάπη δὲν ἰδιοποιεῖται
κι ὅποιος τὸ κάνει τραυματίζεται. Κι ἔρχεται πάλι Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς
ἀγαπᾶ, προσωπικὰ τὸ τραῦμα νὰ περιποιηθεῖ, νὰ τὸ γιατρέψει. Κι ἄν φύγει ἡ ἀγάπη
του μένει ἐκεῖ, ἡ ἀγάπη του εἶσαι ἐσὺ, καὶ σὲ φροντίζει.