Ἐπισκόπου, Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ
Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ἀλλὰ τὶ εἶναι ὁ
Σταυρὸς τοῦ Κυρίου τὸ γνωρίζουν καλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν σηκώνουν. Οἱ ἄλλοι
φιλολογοῦν μόνον περὶ τοῦ Σταυροῦ, χωρὶς νὰ δύνανται νὰ ἐννοήσουν τὸν ἀγῶνα τῶν
ἐσταυρωμένων, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνωνται πῶς οἱ ἐσταυρωμένοι εἶναι δυνατὸν νὰ
χαίρουν εἰς τὴν θλίψιν των καὶ νὰ καυχῶνται εἰς τὸν Σταυρὸν των. Εἶναι πολὺ
μεγάλο πρᾶγμα νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανός, νὰ σηκώνη τὸν χρηστὸν ζυγὸν τοῦ
Χριστοῦ καὶ νὰ καυχᾶται ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου. Ἐν τούτοις τὰ πράγματα ἔχουν
λάβει μίαν τοιαύτην τροπὴν εἰς τὸν καιρόν μας, ποὺ ὁ χριστιανισμὸς, διὰ νὰ
κερδίση δῆθεν τοὺς ἀνθρώπους, κηρύσσεται ὑπὸ πολλῶν χωρὶς Σταυρόν καὶ χωρὶς θλῖψιν.
Ὡσὰν ἕνα φιλοσοφικὸν σύστημα καὶ ὡσὰν μία κοινωνικὴ θεωρία, ποὺ ὑπόσχεται νὰ
λύση τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων εἰς τοῦτον τὸν κόσμον καὶ νὰ ἐξασφαλίση εἰς αὐτοὺς
τροφήν, ἐνδυμασίαν καὶ στέγην, ἀκόμη δὲ καὶ ψυχαγωγίαν...
Κανεὶς δὲν προτρέπει
τοὺς ἀνθρώπους νὰ σταυρωθοῦν, νὰ πονέσουν, νὰ μετανοήσουν, νὰ κλαύσουν· ἀλλ᾽ ἀντιθέτως
ὅλοι κηρύσσουν ἕνα κοινωνικὸν χριστιανισμὸν καὶ παρέχουν εἰς τὸν κόσμον ματαίας
ἐλπίδας. Ὅμως, διὰ νὰ μὴ σηκώσουν κάποτε οἱ λαοὶ τὸν σταυρὸν τῆς δουλείας καὶ
τοῦ ἐξανδραποδισμοῦ, πρέπει νὰ σηκώσουν τώρα οἱ ἄνθρωποι τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ,
ποὺ εἶναι θλῖψις ἐν τῷ κόσμῳ καὶ καύχησις ἑν τῷ Κυρίῳ. Κατ᾽ ἄλλον τρόπον δὲν
γίνεται καὶ ἄλλος δρόμος δὲν ὑπάρχει· εἰδεμὴ καὶ ὑπάρχει ἄλλος δρόμος σωτηρίας,
χωρὶς Σταυρὸν καὶ χωρὶς θλῖψιν, τότε ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι Χριστός, ὁ σωτὴρ τοῦ
κόσμου, τότε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δωρεὰν ἀπέθανεν
ἐν τῷ Σταυρῷ...
Ποῖος τώρα δύναται νὰ
ἀναπολήση εἰς τὴν σκέψιν του καὶ νὰ φέρη ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν του τὴν στρατιὰν
τῶν ἐσταυρωμένων μέσα εἰς τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων; Ποῖος δύναται νὰ μετρήση τὸ πλῆθος
τῶν θλιβομένων; Ὄχι ἐκείνων ποὺ θλίβονται, διότι δὲν δύνανται νὰ κερδήσουν καὶ
νὰ ἀπολαύσουν τὸν κόσμον, ἀλλὰ ἐκείνων ποὺ λευκαίνουν τὰ ἱμάτιά των ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου, ἐκείνων ποὺ
σηκώνουν τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου καὶ προχωροῦν εἰς μίαν ἀτελεύτητον σειράν, ποὺ
πίπτουν εἰς τὸν δρόμον των καὶ πάλιν ἐγείρονται, ποὺ αἰσθάνονται μίαν χαρὰν καὶ
μίαν καύχησιν εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν θλῖψιν των, τὴν χαρὰν καὶ τὴν καύχησιν τῶν ἁγίων.
Αὐτὴν τὴν χαρὰν καὶ αὐτὴν τὴν καύχησιν δὲν θὰ τὴν αἰσθανθοῦν ποτὲ οἱ ἄνθρωποι
τοῦ κόσμου, ἐκεῖνοι ποὺ καὶ ὅταν λέγουν ὅτι εἶναι χριστιανοί, δὲν ἀνέχονται τὸν
Σταυρὸν καὶ δὲν συμβιβάζονται εἰς τὴν ζωὴν μὲ τὴν θλῖψιν. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ εἶναι οἱ θέλοντες εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί· θεωροῦν
τὸν χριστιανισμὸν ὡς μίαν καλὴν τακτοποίησιν εἰς τὸν βίον των καὶ ὡς μίαν εὐκαιρίαν
εὐδοκιμήσεώς των ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐπιφανειακὴν αὐτὴν
τοποθέτησιν, εἶναι ἀπρόσιτον τὸ βάθος καὶ τὸ μεγαλεῖον τῆς θλίψεως τοῦ Σταυροῦ.
Τόσον δὲ περισσότερον τὸ πλησιάζει καὶ τὸ φθάνει κανείς, ὅσον περισσότερον
σταυρώνεται, ὅσον περισσότερον ἐπωμίζεται ἑκουσίως τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, ὡς ὑπόμνησιν
συνεχῆ καὶ συναίσθησιν εὐθύνης καὶ χρέους ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέναντι τῶν ἀνθρώπων,
ὡς ἀγῶνα ἁγιασμοῦ καὶ ἀποστολὴν ἀγάπης. Καὶ ἡμεῖς σήμερον τόσον ὀλιγώτερον θὰ
δυνηθῶμεν νὰ κατανοήσωμεν τὸ μυστήριον τῆς θείας σταυρώσεως, ὅσον ὀλιγώτερον ἔχομε
σηκώσει μὲ συνέπειαν εἰς τὴν ζωήν μας τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, ὅσον ὀλιγώτερον ἐπονέσαμεν
καὶ ἐκλαύσαμεν διὰ τὴν ἀσυνέπειάν μας αὐτήν, ὅσον ὀλιγώτερον ἐζητήσαμεν
συγχώρεσιν ἀπὸ τὸν Θεόν διὰ τὰς παραβάσεις μας καὶ συγγνώμην ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
διὰ τὰς παραλείψεις μας. Ὅλα ταῦτα ὑπάρχοντα συνιστοῦν τὴν θλῖψιν τοῦ Σταυροῦ
καὶ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, εἶναι τὸ ὑγιὲς καὶ εἰλικρινὲς κήρυγμα περὶ τοῦ Σταυροῦ,
εἶναι αὐτὸς ὁ Σταυρός, ποὺ τὸν σηκώνουν οἱ ἁμαρτωλοί πορευόμενοι τὴν ὁδὸν τῆς ἁγιωσύνης.