+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
(Ἰωάννης, 3, 13-18)
11 Σεπτεμβρίου 1983
Ἡ αὐριανὴ Κυριακὴ στὰ ἱερὰ
βιβλία τῆς Ἐκκλησίας λέγεται καὶ εἶναι «Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως», Κυριακὴ δηλαδὴ
πρὶν ἀπὸ τὴ μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως
τοῦ Τίμιου Σταυροῦ. Γιατί ἡ Ἐκκλησία πάντα προμηνάει τὶς μεγάλες ἑορτὲς καὶ
προετοιμάζει τοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ τὶς ὑποδεχθοῦν. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας
δὲν εἶναι περιστάσεις ἔξω ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, ποὺ περνοῦν ἀπαρατήρητες ἡ
ἁπλῶς ἑορτάζονται ἀναμνηστικὰ σὰν ἱστορικὲς μόνο ἐπέτειοι. Ἀλλὰ πολὺ
περισσότερο εἶναι πρόσωπα καὶ γεγονότα, ποὺ σὲ κάθε ἑορτασμὸ οἱ πιστοί τα
βλέπουν ἐνώπιόν τους νὰ συνεχίζονται καὶ τὰ ζοῦν μέσα τους. Ἡ αὐριανὴ λοιπὸν
Κυριακὴ εἶναι τὸ προμήνυμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς ποὺ μᾶς ἔρχεται καὶ τὴν ὁποία οἱ
πιστοὶ περιμένουν κάθε χρόνο μὲ ξεχωριστὴ ψυχική τους προετοιμασία. Εἶναι
βέβαια νὰ λυπᾶται κανεὶς ὅτι μετὰ τὸν πόλεμο ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ ὡρίσθηκε
γιὰ τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες ὡς ἡμέρα ἐργασίας, τάχα γιὰ νὰ μὴν εἶναι πολλὲς οἱ ἀργίες,
ἐνῶ εἶναι ἀλήθεια πὼς πολὺ περισσότερες ἀπὸ πρῶτα εἶναι τώρα ὅλο το χρόνο οἱ ἡμέρες
ἀργίας. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν χαλάει τὴ σειρά της καὶ τὴν τάξη της, καὶ ἡ ἑορτὴ
τοῦ Σταυροῦ εἶναι πάντα ἡ μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτή, μιὰ ἡμέρα χαρμόσυνη μαζὶ καὶ
πένθιμη, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπὸν ποὺ θὰ ἀκούσωμε αὔριο στὴ
θεία Λειτουργία, σὰν προανάκρουσμα στὴ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ, ὁμιλεῖ γιὰ τὸν
ἀπολυτρωτικὸ θάνατο τοῦ Κυρίου καὶ εἰσάγει στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεώς μας,
ποὺ εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἄς ἀκούσωμε τώρα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀπὸ τὸ
«κατὰ Ἰωάννην» Εὐαγγέλιο στὴ δημοτικὴ νεοελληνικὴ γλώσσα.
«Εἶπε
ὁ Κύριος· «Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ παρὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν
οὐρανό, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό. Κι ὅπως ὁ Μωϋσῆς στὴν ἔρημο ὕψωσε
τὸ φίδι, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθῆ κι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει
σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθῆ, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Γιατί τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν
κόσμο, ποὺ ἔδωκε τὸ μονογενή του υἱό, ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ
χαθῆ, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Γιατὶ δὲν ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν υἱό του στὸν κόσμο
γιὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθῆ μ’ αὐτὸν ὁ κόσμος».
Ἦταν τότε ποὺ οἱ Ἑβραῖοι,
φεύγοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, βρίσκονταν στὴν ἔρημο, πηγαίνοντας γιὰ τὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Μὰ ἦσαν πάντα σκληροτράχηλος λαός, γι’ αὐτὸ κι ὅταν συνάντησαν στὸ δρόμο τους
δυσκολίες, ἄρχισαν νὰ γογγύζουν καὶ νὰ τὰ βάζουν μὲ τὸ Μωϋσῆ· «Ἵνα τί ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου, ἔλεγαν,
ἀποκτεῖναι ἠμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ;»[1]
τί μᾶς ἔβγαλες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ μᾶς πεθάνης στὴν ἔρημο; Ἴσως κανένας ἄλλος
ποτὲ ἀρχηγὸς δὲν ταλαιπωρήθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὸ λαὸ του ὅσο ὁ Μωϋσῆς· στὸ
τέλος, ἐξαιτίας τοῦ λαοῦ του, δὲν μπόρεσε καὶ δὲν πρόφτασε ὁ ἴδιος νὰ μπῆ στὴ γῆ
τῆς ἐπαγγελίας, καὶ τὴν εἶδε μόνο ἀπὸ μακρυά. Ὅποιος θέλει καὶ σήμερα νὰ
καταλάβη πόσο δύσκολο εἶναι τὸ ἔργο ὅσων, ποὺ ἔχουν ἀναλάβει τὶς εὐθύνες τοῦ
λαοῦ, ἐννοοῦμε εἰδικά τῶν ἱερέων καὶ τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἔχει παρὰ
νὰ διαβάση τὴν ἱερὴ ἱστορία τοῦ μεγάλου Προφήτη Μωϋσῆ, στὰ πρῶτα βιβλία τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας γίνονται ἀνάθεμα γιὰ τὸ λαό.
Γιὰ τὴν ἀπειίθεια καὶ
τὴ σκληροκαρδία τους οἱ Ἑβραῖοι, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο μὲ τὴν ἀρχηγία τοῦ
Μωϋσῆ, πολλὲς φορὲς τιμωρήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴν ἔρημο κι ἔκαμαν σαράντα ὁλόκληρα
χρόνια, ὥσπου νὰ φτάσουν καὶ νὰ μποῦν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Μιὰ ἀπὸ τὶς
τιμωρίες ἦσαν τὰ πολλὰ καὶ φαρμακερὰ φίδια, ποὺ συνάντησαν κάπου στὴν ἔρημο. Ὅποιος
δαγκωνότανε ἀπὸ τὰ φίδια ἐκεῖνα δὲν εἶχε σωτηρία, ἀλλὰ ἦταν καταδικασμένος νὰ
πεθάνη μέσα σὲ δυνατοὺς πόνους· «Ἀπέστειλε
Κύριος εἰς τὸν λαὸν τοὺς ὄφεις τοὺς θανατοῦντας, καὶ ἔδακνον τὸν λαόν, καὶ ἀπέθανε
λαὸς πολύς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ»[2].
Μὰ μετανόησε ὁ λαὸς καὶ εἶπαν στὸ Μωϋσῆ· «Ἡμάρτομεν,
ὅτι κατελαλήσαμεν κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατά σοῦ»[3].
Καὶ μεσίτεψε ὁ Μωϋσῆς, καὶ λυπήθηκε ὁ Θεὸς κι εἶπε στὸ Μωϋσῆ· «Ποίησον σεαυτῷ ὄφιν καὶ θὲς αὐτὸν ἐπὶ
σημείου, καὶ ἔσται ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν ζήσεται.
Καὶ ἐποίησε Μωϋσῆς ὄφιν χαλκοῦν καὶ ἔστησεν αὐτὸν ἐπὶ σημείου, καὶ ἐγένετο ὅταν
ἔδακεν ὄφις ἄνθρωπον καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὸν ὄφιν τὸν χαλκοῦν καὶ ἔζη»[4].
Φτιάξε, εἶπε ὁ Θεὸς στὸ Μωϋσῆ, φτιάξε μόνος σου ἕνα φίδι καὶ βάλ’ το ψηλὰ σ’ ἕνα
ξύλο, κι ὅταν θὰ δαγκώση φίδι ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ὅταν κυττάξη τὸ φίδι θὰ
ζήση. Κι ἔφτιαξε ὁ Μωϋσῆς ἕνα χάλκινο φίδι καὶ τὸ κρέμασε ψηλὰ στὸ ξύλο, καὶ
κάθε φορὰ ποὺ δάγκωνε φίδι ἕναν ἄνθρωπο, ἔβλεπε ὁ ἄνθρωπος τὸ χάλκινο φίδι καὶ
ζοῦσε.
Σ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφέρεται ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ
περικοπή. Καὶ δὲν ἀναφέρεται μόνο, ἀλλὰ καὶ τὸ ἑρμηνεύει· τὸ χάλκινο φίδι «ἐπὶ σημείου»[5]
εἶναι προφητικὸς τύπος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κρεμασμένου στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ· «Καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως
ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἄλλ᾽
ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»[6].
Τὸ χάλκινο φίδι, καρφωμένο στὸ ξύλο καὶ στημένο ψηλὰ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ στὴν
ἔρημο, εἶναι ὁ Χριστὸς καρφωμένος στὸ Σταυρὸ καὶ ὑψωμένος «μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς»
γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ φαρμακερὸ φίδι, ποὺ δαγκώνει τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ
ἁμαρτία· τὸν δηλητηριάζει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ θάνατο μέσα σὲ φρικτοὺς κι ἀβάστακτους
πόνους. Καὶ δὲν λέμε βέβαια ἐδῶ γιὰ τοὺς σωματικοὺς πόνους, ποὺ κι αὐτοὶ εἶναι
κακὴ κληρονομιὰ τῆς ἁμαρτίας τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλὰ γιὰ τὶς ψυχικὲς ὀδύνες καὶ
γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο ὅσων, ποὺ δαγκώνονται ἀπὸ τὰ φίδια τῆς ἁμαρτίας. Μέσα
στὴν ψυχὴ κάθε ἁμαρτωλοῦ κι ἀμετανόητου ἀνθρώπου εἶναι ταραχὴ καὶ τρικυμία,
φόβος καὶ τρόμος, ὀδύνη καὶ πόνος, ποὺ τὸν ὁδηγοῦν σ’ ἕνα βέβαιο πνευματικὸ
θάνατο, σ’ ἕναν τέλειο χωρισμὸ ἀπὸ τὸ Θεό. Σωματικὰ πεθαίνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
μὰ τὸ μεγάλο κακὸ δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ θάνατος, ἀλλὰ νὰ πεθάνης πνευματικά, νὰ
χωριστῆς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ χάσης τὴν ψυχή σου.
Μὰ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι σαφὴς κι ἔξω ἀπὸ κάθε ἀμφισβήτηση
· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε
τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’
ἔχη ζωὴν αἰώνιον»[7]·
τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ποὺ ἔδωκε τὸν μονογενῆ του υἱό, ὥστε καθένας ποὺ
πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μὴ χαθῆ, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ βρῆκε τὸ φάρμακο καὶ τὴ θεραπεία, γιὰ νὰ μὴν πονοῦν καὶ νὰ μὴν
πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, οἱ
ἁμαρτωλοὶ βρίσκομε σωτηρία στὸ Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πλένομε τὶς ἁμαρτίες
μας στὸ αἷμα ποὺ ἔβαψε τὸ Τίμιο Ξύλο κι ἔχομε ζωὴ αἰώνια στὸ θάνατο τοῦ Κυρίου.
Ὅποιος βλέπει τὸ Χριστὸ στὸ Σταυρὸ καὶ τὸν πιστεύει καὶ τὸν ὁμολογεῖ γιὰ Σωτήρα
του, αὐτὸς δὲν θὰ χαθῆ, ἀλλὰ θὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση
τοῦ θείου Λόγου, ὁ Σταυρὸς κι ὁ θάνατός του ποὺ ξημερώνουν στὴν Ἀνάσταση, εἶναι
ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὴ ποὺ νίκησε τὸν κόσμο, καθὼς προφητικά τὸ εἶδε ὁ Εὐαγγελιστής,
αὐτὴ ποὺ σώζει καὶ μεταμορφώνει τὸν κόσμο.
Τὸ σημεῖο, ποὺ
φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ
Χριστοῦ. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ὁ Σταυρὸς εἶναι σκάνδαλο· γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι
μωρία· γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι «Θεοῦ
δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία»[8].
Ἰουδαῖοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῶν αἰσθήσεων καὶ Ἕλληνες εἶναι οἱ λογικοκρατούμενοι
ἄνθρωποι· πῶς λοιπὸν μπορεῖ ὁ σταυρωμένος Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ
κόσμου; Γιατί, ὅταν λέμε Σταυρό, ἐννοοῦμε τὸ σταυρωμένο Χριστό, τὸ πάθος, τὸ
θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του· ἐννοοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται ἄνθρωπος,
ποὺ σταυρώνεται καὶ πεθαίνει, γιὰ νὰ ἀναστηθῆ καὶ νὰ ἀναστήση μαζί του καὶ νὰ
σώση τὸν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς μας ψάχνει γιὰ νὰ βρῆ τὴν αἰτία τῆς θείας οἰκονομίας·
τί ἦταν δηλαδὴ ποὺ ἔκαμε τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ νὰ γίνη ἄνθρωπος, νὰ
ταπεινωθῆ καὶ νὰ φτάση ὡς τὸν ἐπώδυνο καὶ ἀτιμωτικὸ θάνατο τοῦ Σταυροῦ; Ἀλλὰ αἰτία
δὲν εἶναι ἄλλη ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τὸν βάζει καὶ τὸν ἀναγκάζει σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο,
παρὰ ἡ ἀγάπη του, μὲ τὴν ὁποία ἐλεύθερα κι ἀπὸ μόνος του ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο καὶ
θέλει τὴ σωτηρία του. Στὰ ἐρωτηματικά, ποὺ μπορεῖ νὰ γεννιοῦνται μέσα μας, ἔχομε
τὴν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι λόγος καὶ μαρτυρία ἀδιάψευστη· «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν
υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ ’
ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Ἀμήν.