Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα...

Ἡ παραβολή τοῦ Δείπνου
   π. Χρήστου Ζαχαράκη

Ἕνα μεγάλο δεῖπνο ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ, ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας, στὴν ὁποία καλεῖ ὁ Θεός τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου δείπνου εἶναι ἴσως ἡ πλέον ἀποκαλυπτικὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου! Πρῶτα-πρῶτα μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν κλήση μας,  ποὺ εἶναι ἡ μετοχή μας στὸ Δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας. Ὅλοι, ποὺ δέχονται τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ καὶ μετέχουν στὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, γίνονται «σύσσωμοι καὶ σύναιμοι» τοῦ Χριστοῦ, ἐνώνονται στὴ Χάρη Του, δέχονται τὴ χαρὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Κι εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ μιὰ ἁπλὴ κοινωνία καλεσμένων τὴ μεταβάλει σὲ Θεία, γιατὶ αὐτὸ ποὺ προσφέρεται στὸ Δεῖπνο εἶναι ἡ Ζωή.
Ἔπειτα ἡ παραβολὴ ἀποκαλύπτει καὶ τὴν πνευματική μας γύμνια, τὴν ἀδυναμία μας νὰ συμ-μετάσχουμε στὸ Δεῖπνο. Οἱ προφάσεις ποὺ προβάλουν οἱ καλεσμένοι, πέρα ἀπὸ τὴν προσκόληση στὶς γήινες ἐπιθυμίες καὶ ἠδονές, φανερώνουν τὴν οὐσιαστικὴ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἁμαρτία, καὶ τὴν ἄρνησή του νὰ τὴν ἀπεκδυθεῖ. Στὴ διήγηση τῆς ἴδιας παραβολῆς ἀπὸ τὸν Ματθαῖο, γιὰ τὴ μετοχὴ τῶν καλεσμένων στὸ γαμήλιο δεῖπνο ἀπαραίτητο εἶναι τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου, ποὺ κι αὐτὸ ἀκόμα εἶναι προσφορὰ τοῦ οἰκοδεσπότη. Αὐτὴ ἡ λεπτομέρεια, γνωστή στὸν ἰουδαϊκό κόσμο,   δὲν ἀναφέρεται στὶς εὐαγγελικές διηγήσεις, ἑρμηνεύει ὅμως τὴ φαινομενική «σκληρότητα» στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ μὴ ἐνδεδυμένου μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ γάμου ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν βασιλιά: «δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἐκβάλετε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».
 Ἐκεῖνο ποὺ στὴν ἄλλη διήγηση ὀνομάζεται ἔνδυμα, στὴ σημερινὴ ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὴν περιουσία, «ἀγρὸν ἠγόρασα», ἀπὸ τὴν ἐργασία «ζεύγη βοῶν», καὶ τὴν οἰκογένεια «γυναῖκα ἔγημα». Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ ἄνθρωπος σ᾽ὁλόκληρο τὸ βίο του ἀγωνίζεται γι᾽ αὐτά. Ὅμως τὸ λάθος κι ἡ ἁμαρτία του εἶναι πὼς ἐκεῖνα ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ δίνει σὰν μέσα νὰ βαδίζει πρὸς τὴ ζωή, αὐτὸς τὰ κάνει σκοπό, μὲ ἀποτέλεσμα, ἄν καὶ πασχίζει, νὰ μὴν τὴν ἀγγίζει ποτέ.  Ἀποκλείει ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ εὐχαριστιακὸ δεῖπνο. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ οἰκοδεσπότης λέγει τὸ «οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου», ὅταν πλέον ἀρνηθοῦν οἱ προσκαλεσμένοι.

Ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅρια· «ἔτι τόπος ἐστί». Ὁ Θεὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ὅπως εἶναι, μὲ τὴν ἁμαρτία του· «ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ῥύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε». Ὁ Θεὸς τὸ μόνο ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ τιμήσει τὴν πρόσκλησή Του· ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἀποδέχεται εἶναι κι ὁ ἐκλεκτός!

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Περὶ πλούτου...

Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ*


...Ἐσύ εἶσαι πλούσιος. Καί δέν ξέρω πού τά βρῆκες καί πῶς τά μάζεψες ὅσα ἔχεις. Καί συμβαίνει νά ὁμιλῆς καί σύ γιά φυσικούς νόμους. Καί πιστεύεις λοιπόν πώς αὐτὴ εἶναι ἡ φυσική τάξη· ἄλλοι νά εἶναι πλούσιοι κι ἄλλοι φτωχοί· ἄλλοι νά εἶναι χορτάτοι κι ἄλλοι πεινασμένοι. Δέν σέ ἀδικῶ· αὐτή εἶναι ἡ πίστη σου κι ἔτσι σκέφτεσαι. Κι ὄχι μόνο ἔτσι σκέφτεσαι, ἀλλά καί κάνεις ὅ,τι μπορεῖς γιά νά διαιωνίζει μιά τέτοια τάξη στόν κόσμο. Μαζεύεις ὅσα μπορεῖς καί μ’ ὅποιον τρόπο μπορεῖς κι ἐλπίζεις στήν ἀδηλότητα τοῦ πλούτου σου. Γιά νά σκεφθῆς ἀλλιώτικα, ὅπως δηλαδή λέγει τό Εὐαγγέλιο, πρέπει νά ξεπεράσης στό λογισμό σου τά ὅρια τῶν λεγόμενων φυσικῶν νόμων. Ὅταν θά δεχθῆς καί θά καταλάβης ὅτι ὄχι ἡ τυφλή φυσική ἀνάγκη, ἀλλά φωτισμένος νοῦς καί ἐλεύθερη συνείδηση διέπει τήν κίνηση τοῦ κόσμου καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τότε θά δῆς ἀλλιώτικα τὰ πράγματα. Τότε θά δῆς πώς ἡ χορτασιά ἡ δική σου καί ἡ πείνα τοῦ φτωχοῦ δέν εἶναι τό σωστό καί τό δίκαιο. Τότε θά δῆς πώς ὅ,τι δίνει ἡ γῆ δέν εἶναι μόνο γιά σένα, μά γιά ὅλους πού ζοῦνε ἐπάνω στή γῆ. Μόνο μιά πίστη ὀρθή μᾶς ἀνοίγει τά μάτια, γιά νά δοῦμε σωστά τόν κόσμο καί τή ζωή. Γιατί τώρα, χωρίς νά πιστεύωμε στούς πνευματικούς λόγους τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, ὁμιλοῦμε γιά ἐλευθερία καί δικαιοσύνη καί εἰρήνη καί γιά ὅλα ὅσα ἀποτελοῦν ἀκοίμητους πόθους τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λαῶν. Καί ποῦ θά τά στηρίξουμε ὅλ’ αὐτά, καί πῶς θά τά ἐξασφαλίσουμε στόν κόσμο; Ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἐλευθερία καί ἡ εἰρήνη εἶναι γεννήματα, πού τά σπέρματά τους τά γονιμοποιοῦν μέσα μας ὄχι οἱ φυσικοί λεγόμενοι νόμοι, ἀλλά οἱ ἀναλλοίωτοι πνευματικοί λόγοι, ὁ Θεός δηλαδή καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἔφτασαν καί δέν πιστεύουν πιά στό Θεό. Καί παλεύουν γιά πράγματα, πού μόνο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τούς τά ἔμαθε. Ἐκράτησαν τά πράγματα καί ἀρνιοῦνται τό Θεό. Καί δέν εἶναι κἄν πράγματα, γιά τά ὁποῖα λένε πώς ἀγωνίζονται οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι. Εἶναι μόνο λέξεις· λέξεις χωρίς περιεχόμενο, πού τίς ἐπαναλαμβάνουν ὅλοι κι ὁ καθένας τίς ἐννοεῖ μέ δικό του τρόπο. Τό ἴδιο, καθώς ἕνας - ἕνας σκέφτονται οἱ ἄνθρωποι, σκέφτονται καί οἱ λαοί, κι ὁ κόσμος ἔχει φτάσει σέ τέτοιο σημεῖο ἀσυνεννοησίας, σάν τότε στόν πύργο τῆς Βαβέλ. Ὅλοι φοβοῦνται μιά γενική καταστροφή τῆς γῆς, κι ὅλοι γιά νά τήν ἀποτρέψουν χρησιμοποιοῦν τήν ὑλική δύναμη τοῦ πλούτου. Δουλεύουν οἱ ἄνθρωποι, παράγει ἡ γῆ, κι ὅλα ξοδεύονται γιά πολεμικούς ἐξοπλισμούς. Ἐν τῷ μεταξύ τὰ δύο τρίτα τῶν κατοίκων τῆς γῆς πεινοῦν καί πολλές χιλιάδες ἀνθρώπων πεθαίνουν μέσα στή στέρηση καί τήν ἐξαθλίωση. Τί κάνει λοιπόν ὁ πλοῦτος, καί πώς δέν ἔγινε καλύτερη ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων μέ τόσα ἀγαθά, πού δέν ὑπῆρχαν ποτέ, ἀλλά καί ποτέ δέν ἦσαν τόσο ἄδικα μοιρασμένα; Ἀλλά ὁ ὑλικός πλοῦτος ὄχι μόνο δέν κάνει καλύτερη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τήν χειροτερεύει. Ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι, κι ἐνῶ εἶναι ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο, γίνεται ὁ ἄνθρωπος γιά τόν πλοῦτο. Ὑποδουλώνεται ὁ κύριος στόν ὑπηρέτη. Ὁ Θεός εὐλογεῖ, ἀνατέλλει τόν ἥλιο καί βρέχει «ἐπί δικαίους καί ἄδικους[1]». Καί ἡ γῆ γεννάει γιά νά τρέφωνται καί νά ἀπολαύουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Κι ὅμως, γιά τήν πνευματική ἀναπηρία τῶν ἀνθρώπων καί γιά τήν ἠθική τους ἀνικανότητα, ὁ πλοῦτος γίνεται ἐμπόδιο γιά νά ζήσουν καλύτερα καί κινδυνεύουν ἐξαιτίας του νά χαθοῦν. Γιατί, ἄν τά ἀγαθά τῆς γῆς εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο, τότε θά πρέπει νά τά δοῦμε καί νά τά διαχειριστοῦμε σέ σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, κι ὄχι μόνο μέ βάση κάποιους νόμους καί κανόνες τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης. Ὁπωσδήποτε μᾶς χρειάζεται νά ξέρωμε τόν ἄνθρωπο, νά τόν ἀγαπήσουμε, νά τόν τιμήσουμε καί νά τόν σεβαστοῦμε. Μά ὅλ’ αὐτὰ εἶν’ ἔξω ἀπό τούς σκοπούς τῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἐπιστημῶν. Αὐτές βλέπουν τόν ἄνθρωπο σάν οἰκονομική μονάδα καί σάν μέσο, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκοπός στή ζωή καί πρόσωπο στόν κόσμο.


[1] . Μθ. 5, 45-46.

* Ἀπόσπασμα κηρύγματος στὴν ΙΓ´Λουκᾶ.
     Πηγή: http://inagdimkoz.gr

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Κυριακή τοῦ Παραλύτου

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...»
π. Χρήστου Ζαχαράκη

Στὸ δοξαστικὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ, ὁ ὑμνογράφος σὲ μιὰ καταπληκτικὴ καὶ μοναδική, νομίζω, εἰκόνα,  παρουσιάζει τὸν Θωμᾶ νὰ θέλει νὰ δεῖ τὴν πληγή τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία «ἰάθη τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος». Τὸ «μέγα τραῦμα», ἡ μεγάλη πληγή, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος! Μεταφερόμαστε δυὸ Κυριακὲς ἀργότερα, στὴ διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου· ἕνας ἄνθρωπος βασανιζόταν μέσα στὴν ἀρρώστια του, ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του, γιὰ  τριανταοχτώ ὁλόκληρα χρόνια.
Κρεβάτι μπορεῖ νὰ εἶναι πράγματι μιὰ σωματικὴ ἀσθένεια, ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ χρόνια ὁλόκληρα. Ὅμως ἡ σωματικὴ ἀσθένεια, ὅταν τὴ σηκώνει κανεὶς μὲ καρτερία καὶ ὑπομονή, ὄχι μόνο δὲν ἀποκλείει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τὴν ἐνδυναμώνει, μεταβάλλοντας τὸ μαρτύριο τοῦ πόνου σὲ μαρτυρία «τοῦ πλήθους τῶν οἰκτιρμῶν» τοῦ Κυρίου. Κρεβάτι πάλι μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ,τιδήποτε μᾶς κρατάει δέσμιους, ὁ,τιδήποτε γίνεται ἡ ἁμαρτία μας, τὴν ὁποία δὲν θέλουμε ν᾽ ἀποχωριστοῦμε, ὡς ἄλλοθι τῆς πνευματικῆς μας παραλυσίας.   Κρεβάτι μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἡ βόλεψή μας, τὴν ὁποία ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις μποροῦμε νὰ τὴν ἀλλάζουμε, ἀρκεῖ νὰ μὴν τὴν χάσουμε.
Ἡ πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ στὴ θεραπεία, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα καὶ πρόκληση ποὺ ἀπογυμνώνει τὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ὁμολογεῖ: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν».  Ἡ ἀπάντηση τοῦ Παραλύτου ἀποτυπώνει μὲ τὸν ἀκριβέστερο τρόπο τὴ φύση τῆς ἁμαρτίας· ἁμαρτία εἶναι νὰ μένεις μόνος, νὰ μὴν κοινωνεῖς μὲ κανένα, νὰ μὴν ἀγαπᾶς, ἁμαρτία εἶναι ἡ πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀκινησία. «Ἄταφο νεκρό» χαρακτηρίζει ὁ ὑμνογράφος τὸν παράλυτο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς σωματικῆς του ἀσθένειας, ἀλλὰ λόγω τῆς ἀδυναμίας του νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ περιμένει τὸ θαῦμα χωρὶς ν᾽ ἀγαπᾶ. Ὅμως τὸ θαῦμα δὲν εἶναι ἡ μαγικὴ λύση, τὸ θαῦμα εἶναι πάντα τὸ ξεχείλισμα τῆς ἀγάπης, ποὺ ἀνασταίνει τὴ ζωή. Ὁ ὑμνογράφος καὶ πάλι μᾶς δίνει τὴν ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ θαῦμα, ἀποκλείοντας κάθε ὑποψία μαγείας: «Κύριε, τὸν Παράλυτον οὐχ ἡ κολυμβήθρα ἐθεράπευσεν, ἀλλ᾽ ὁ σὸς λόγος ἀνεκαίνισε…». Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς βάζει στὴν κολυμβήθρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ ἄγγελος ὑπάρχει πάντοτε, γιὰ νὰ ἀνανεώνει τὴν κλήση τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ ἡ σωτηρία δὲν ἔρχεται, γιατί περιμένουμε νὰ μᾶς σώσει κάποιος ἄλλος… Ὁ Ἄλλος ὅμως ἔχει ἔρθει: «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;»
  Μπορεῖ νὰ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ χρόνια ὁλόκληρα, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ νὰ μὴν ἔχουμε γνωρίσει τὸ Χριστὸ, ὁ λόγος του νὰ μὴν μᾶς ἄγγιξε ποτέ. Ἡ πίστη μας ὅταν δὲν εἶναι μεταστροφή καὶ μετά-νοια δὲν ἀρκεῖ, δὲν ἀρκεῖ τὸ νὰ εἴμαστε «καλοί χριστιανοί». Ἡ τυπική τήρηση τῶν κανόνων γίνεται τὸ κρεβάτι, ποὺ μᾶς ἀναπαύει, μὰ καὶ ποὺ μᾶς πονάει … Ὁ Παράλυτος σώθηκε μόνον ὅταν γνώρισε τὸ Χριστό! Κι ὅταν γνωρίζεις τὸ Χριστὸ δὲν μπορεῖς νὰ λές: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...». Ὅταν γνωρίσεις τὸ Χριστὸ βγαίνεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, ἀγαπᾶς, σώζεσαι, γιατί «πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται…». Ὅταν γνωρίσεις τὸ Χριστὸ, ἀγαπᾶς ὅ,τι ἀγαπάει κι ὁ Χριστός, θυσιάζεσαι, πονᾶς, σταυρώνεσαι κι ἀνασταίνεσαι… Ὅμως ἡ ἀνάσταση δὲν εἶναι δικό μας κατόρθωμα, εἶναι τοῦ Χριστοῦ… Δικό μας εἶναι, -ἄν τὸν σηκώνουμε-  μονάχα ὁ σταυρός…
Ὁ Χριστὸς ἦλθε σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ μίλησε σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο· σ᾽ αὐτὸν καὶ γιὰ αὐτὸν μᾶς ἄφησε τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ αἰχμαλωτισμένοι στὴν ἠθική μας αὐτάρκεια, δὲν ἀκοῦμε τὴν κραυγὴ τοῦ κόσμου. Αἰχμαλωτισμένοι ἀπὸ τὴν εὐσέβειά μας, καταφρονοῦμε αὐτὸν τὸν κόσμο, τοῦ ξεφεύγουμε μὲ τὴ δῆθεν πνευματικότητά μας καὶ ὑποκριτικὰ οἰκτίρουμε αὐτοὺς ποὺ δὲν ζοῦν τὸ ἴδιο σωστὰ μὲ μᾶς. Στὴν πραγματικότητα ὅμως παραμένουμε καθηλωμένοι πάνω στὸ κρεββάτι τῆς πνευματικῆς παράλυσης, ζώντας αὐτάρεσκα στὴ θέα τῶν λιμναζόντων ὑδάτων τῆς κολυμβήθρας. Κι ἄν τύχει κι ἔλθει ὁ ἄγγελος καὶ ταράξει τὰ νερά, δὲν θεωροῦμε ὅτι τὰ ταράζει γιὰ μᾶς, ἀλλὰ γιὰ κάποιον ταλαίπωρο ἁμαρτωλό, ποὺ σώζεται-δὲν σώζεται.

Προτιμοῦμε νὰ νιώθουμε ἀσφαλεῖς μέσα στὴ θρησκευτικότητά μας, κι ἄν τύχει καὶ βρεθεῖ κάποιος στὸ διάβα μας, καὶ ταράξει τὴν ἡσυχία μας, τὸν θεωροῦμε ἐπικίνδυνο, τὸν φοβόμαστε, γιατὶ στὴν πραγματικότητα προτιμοῦμε τὴν ἀκινησία, γιατὶ ἡ ὑπέρβαση μᾶς τρομάζει. Ὅμως ἡ σωτηρία εἶναι πάντα ὑπέρβαση· ἡ ἐλευθερία ὑπερβαίνει τὴ δουλεία, ἡ μετάνοια ὑπερβαίνει τὸν ἐγωϊσμό, ἡ συγχώρεση τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ ἀνάσταση τὸ θάνατο, γιατὶ Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

τὸ μέγα τραῦμα ὁ ἄνθρωπος…


π. Χρήστου Ζαχαράκη
«Tῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐπέστης Χριστὲ πρὸς τοὺς Μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς, οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν, ἔλεγε γάρ, οὐ μὴ πιστεύσω, ἐὰν μὴ ἴδω κἀγὼ τόν Δεσπότην, ἴδω τὴν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε τὸ αἷμα, τὸ ὕδωρ, τὸ βάπτισμα· ἴδω τὴν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τὸ μέγα τραῦμα ὁ ἄνθρωπος, ἴδω, πῶς οὐκ ἦν, ὡς πνεῦμα, ἀλλὰ σάρξ καὶ ὀστέα, ὁ τὸν θάνατον πατήσας, καὶ Θωμᾶν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα σοι».

Ὁ θαυμάσιος αὐτὸς ὕμνος μᾶς παραπέμπει στὸν προφήτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος προφητικά ἀποκαλύπτει: «Οὐκ ἐστιν εἶδος αὐτῷ οὐδὲ δόξα· καὶ εἴδομεν αὐτὸν καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος, οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτι- μον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν... οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ με- μαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδείᾳ εἰρήνης ἡμῖν ἐπ ̓ αὐτὸν τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν...». Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε μέσα στὴ δόξα καὶ τὶς τιμές ἀλλὰ σὰν ξένος, ἄνθρωπος πληγωμένος, ποὺ ἤξερε νὰ βαστάζει τὸν πόνο καὶ τὴν ταλαιπώρια. Τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του ἀποκαλύπτεται στὸν πόνο. Ἡ σωτηρία μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος «περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται», ἡ σωτηρία μας εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἱερουργεῖται μὲ τὴν ὀδύνη, ἀφοῦ «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν».

Ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος εἶναι ἡ πληγή, τὸ μέγα τραῦμα, ποὺ γιατρεύεται μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ αἵματος τῆς πληγῆς τοῦ Δεσπότου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ὁ ἐλευθερωτὴς τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸ θάνατο, Αὐτὸς ποὺ τελείωσε τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας μὲ τὴν ὁριστική νίκη τῆς ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου. Ἔτσι τὸ βάπτισμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν ἀποτελεῖ μόνο τὴν ἀποδοχή τῆς κλήσης πρὸς τὴ σωτηρία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναδοχὴ τῆς θλίψης καὶ τῆς ὀδύνης, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἑκούσια ἄρση τοῦ σταυροῦ. Ὁ πόνος εἶναι ἡ ὁδὸς τοῦ σταυροῦ, ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ μεγαλύτερος πειρασμὸς ποὺ δέχεται ὁ ἄνθρωπος σήμερα, τὶς περισσότερες φορὲς χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ, εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ πόνου καὶ ἡ ταύτισή του μὲ τὸ κακό. Ὅμως χωρὶς πόνο καὶ ὀδύνη, χωρὶς σταυρό δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι χριστιανός. Τὸ ἀξίωμα τῶν ἱερῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας «δὸς αἷμα καὶ λάβε πνεῦμα» προδιαγράφει ἀκριβῶς τὴ μαρτυρικὴ πορεία τοῦ πιστοῦ ποὺ ἑκούσια θὰ θελήσει νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του. Καὶ εἶναι μαρτυρικὴ ἡ πορεία τοῦ σταυροῦ, γιατὶ πάνω του πρέπει νὰ σταυρώσουμε ὅλη μας τὴν ὕπαρξη, τὴ θεμελιωμένη στὴ ματαιότητα καὶ στὴ ματαιοδοξία τοῦ κόσμου, καὶ νὰ συγκρουστοῦμε μὲ ὅλα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα, ἄν καὶ δὲν εἶναι βέβαια ὁ ἑαυτός μας, μᾶς καθοδηγοῦν ὡς ἀξίες καίριες καὶ οὐσιαστικὲς τοῦ βίου μας, στὴν πραγματικότητα ὅμως τρέφουν καὶ μεγαλώνουν τὴν πληγή, μεταμορφώ- νουν τὸν ἄνθρωπο ὁλόκληρο σ ̓ ἕνα τραῦμα. Ἔχει πολὺ πόνο νὰ δώσουμε ζωὴ σ ̓ ἕνα τέτοιο τραῦμα, ν ̓ ἀπελευθερώσουμε τὴν ψυχή μας καὶ τὴν καρδιά μας ἀπ ̓ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ν ̓ ἀφήσουμε χῶρο μέσα μας γιὰ τὴν Ἀλήθεια. Ὥστε κι ἄν θέλουμε στὸ τέλος νὰ ψηλαφίσουμε, νὰ μὴν τὸ κάνουμε γιὰ νὰ πιστέψουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεδιψάσουμε τὸν πόθο μας, ν ̓ ἀγγίξουμε τὴ ζωντανὴ μας Ἐλπίδα...

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Δ´ Νηστειῶν

πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ...

π. Χρήστου Ζαχαράκη

  Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος σηκώνει τὸ σταυρό του καὶ ἀκολουθεῖ τὸ Χριστό, ἕνας πόλεμος ἀόρατος, μὰ ἀδυσώπητος, κηρύσσεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Ὁ Κύριος, ὅταν δίδασκε τὴν Κυριακὴ προσευχή, μέσα σ᾽ ὅσα ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεύχεται, μᾶς παρότρυνε νὰ προσευχώμαστε καὶ γιὰ τὴν προστασία μας ἀπὸ τὸν πειρασμὸ καὶ τὸν Πονηρό· «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ τὰ πιὸ λογικοφανῆ καὶ ἠθικοφανῆ τεχνάσματα, μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, προκειμένου νὰ πλανήσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ Γεροντικὸ διηγεῖται πὼς ὅταν ὁ διάβολος, θέλοντας νὰ τοῦ ἐνσπείρει τὴν ὑπερηφάνεια, εἶπε στὸν Μέγα Ἀντώνιο «μὲ νίκησες», ὁ μεγάλος ἀσκητὴς τοῦ ἀπάντησε «ὄχι ἀκόμα». Εἶναι ἡ πνευματικὴ αὐτὴ συναίσθηση ποὺ συνιστᾶ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ἑδράζει στὴν ἁγιότητα.  Χρειάζεται συνεχὴς ἄσκηση καὶ θερμὴ προσευχὴ, ὁ Χριστὸς μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσοχή ὅτι τὸ δαιμονικό γένος «ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»· ἡ νηστεία ὡς ἀπόταξη ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸν διάβολο καὶ ἡ προσευχὴ ὡς σύνταξη καὶ συμπόρευση μὲ τὸν Χριστό. Εἶναι ἡ συνέπεια σὲ ὅ,τι ὑποσχεθήκαμε κατὰ τὸ Βάπτισμά μας, κατὰ τὴν εἴσοδό μας στὴ ζωὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἐνεργοποιοῦν καὶ δίνουν ζωὴ στὴν πίστη μας. Ἡ πίστη εἶναι ἡ ζωντανὴ ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο, ἀνόθευτη ἀπὸ τὴν καθημερινότητα καὶ τὴ σύγχυση, ἀδιαπραγμάτευτη στὶς ὑποσχέσεις τῶν –ισμῶν, στὴν πλάνη τῆς εὐδαιμονίας. Ἡ πίστη σπέρνει ζωὴ στὸ θάνατο, τὸ φῶς ἐλευθερώνει τῆς ψυχῆς, κατάλυμα στὸν πειρασμό δὲν δίνει...  «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι».  
Ὁ Χριστὸς δὲν ψάχνει τὴν πίστη  μας στὰ μεγάλα καὶ βαρύγδουπα λόγια, στοὺς «μεγάλους σταυρούς», μονάχα νὰ καταθέσουμε μὲ εἰλικρίνεια τὴν ἀπιστία μας, αὐτὴν ἐλεεῖ· «πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Ἡ πίστη, εἴτε ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ἁμαρτίας ἀναβλύζει εἴτε ἀπὸ τὸν πόνο τῆς ἀγάπης ξεχειλίζει, ἀνοίγει διάπλατα τὴν καρδιά μας νὰ πλημμυρίσει ἀπὸ τὸ  ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀμίχλη τῆς ἁμαρτίας ξεδιαλύνεται, ἡ ἀνάσταση διακρίνεται πλέον καθαρά· «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται».