Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ´ΛΟΥΚΑ

+ Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης


 (Λουκᾶς, 8, 26-39) 
26 Ὀκτωβρίου 1983

Κινδυνεύομε σήμερα νὰ ποῦμε ὅσα εἴπαμε πολλὲς φορές, σχετικὰ μὲ τὶς θεραπεῖες ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δαιμονιζόμενων ἀνθρώπων. Τὸ θέμα εἶναι πάντα το ἴδιο καὶ δὲν μποροῦμε παρὰ νὰ ποῦμε τὰ ἴδια, ἴσως μόνο μὲ ἄλλη γλώσσα καὶ μὲ ἄλλη σειρὰ συλλογισμῶν. Ὅμως δὲν θὰ τὸ θέλαμε οὔτε αὐτό, γιατί δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ φεύγωμε μακρυὰ ἀπὸ τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο. Ὁδηγὸς καὶ ἀσφάλεια μᾶς εἶναι πάντα ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν φοβᾶται καὶ δὲν διστάζει τέσσερις Κυριακές τὸ χρόνο νὰ διαβάζη στὴ θεία Λειτουργία εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ θεραπεῖες ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δαιμονιζόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι, γιατί ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ ξέρωμε καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶμε τὸν ἐχθρό μας, ποὺ εἶναι ὁ διάβολος. Ὅσο εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀκοῦμε εὐχάριστα κάθε λόγο γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα, τόσο περισσότερο ἡ Ἐκκλησία σὲ κάθε εὐκαιρία μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει. Ὁ διάβολος στὴ ζωὴ μας εἶναι μιὰ τραγικὴ πραγματικότητα, ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ τὸν πόλεμό της κάθε μέρα ἐναντίον τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος. Ἄς ἀκούσωμε ὅμως πρῶτα στὴ νεοελληνικὴ δημοτικὴ γλώσσα τὴν εὐαγγελικκὴ περικοπή, ποὺ θὰ διαβαστῆ αὔριο στὴ θεία Λειτουργία.
«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴν περιοχὴ τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ εἶναι ἀντίπερα στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ βρέθηκε ἐμπρός του ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ ἀπὸ πολλὰ χρόνια εἶχε δαιμόνια· ροῦχο δὲν ἔβαζε ἐπάνω του καὶ σὲ σπίτι δὲν ἔμενε, ἀλλὰ μέσα στὰ μνήματα. Ὅταν εἶδε τὸν Ἰησοῦ ἔβαλε μιὰ μεγάλη φωνή, ἔπεσε κάτω μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε δυνατὰ- «Τί θέλω ἐγὼ μὲ σένα, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ νὰ μὴ μὲ βασανίσης». Τότε ὁ Ἰησοῦς παράγγειλε στὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα νὰ βγῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ πολλὰ χρόνια τὸν εἶχε αἰχμαλωτισμένο· τὸν ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες χέρια πόδια καὶ τὸν φύλαγαν, μὰ ἐκεῖνος ἔσπαζε τὰ δεσμὰ κι ἔτρεχε σερνάμενος ἀπὸ τὸν δαίμονα στὶς ἐρημιές. Τὸν ρώτησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου;». Κι ἐκεῖνος εἶπε· «Λεγεών», ἐπειδὴ πολλὰ δαιμόνια εἶχαν μπῆ μέσα του, τὰ ὁποῖα καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴν τὰ προστάξη νὰ πᾶνε στὴν ἄβυσσο. Κι ἦταν ἐκεῖ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν, καὶ τὰ δαιμόνια παρακαλοῦσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ τοὺς ἐπιτρέψη νὰ μποῦνε στοὺς χοίρους καὶ τοὺς ἐπέτρεψε. Καὶ βγῆκαν τὰ δαιμόνια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους καὶ χύμηξε τὸ κοπάδι κατὰ πάνω στὸν γκρεμὸ κι ἔπεσαν στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν ὅλοι. Κι ὅταν εἶδαν οἱ χοιροβοσκοὶ τὸ τί ἔγινε, ἔφυγαν καὶ τὸ διαλάλησαν στὴν πόλη καὶ στὰ χωριά. Βγῆκαν τότε νὰ δοῦν αὐτὸ ποὺ ἔγινε κι ἦλθαν στὸν Ἰησοῦ καὶ βρῆκαν τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀπὸ μέσα του εἶχαν βγῆ τὰ δαιμόνια, νὰ κάθεται ντυμένος καὶ φρόνιμος κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, καὶ φοβήθηκαν. Τοὺς εἶπαν ἔπειτα κι ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα πὼς ἐσώθηκε ὁ δαιμονισμένος. Κι ὅλος ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ περίχωρα τῶν Γαδαρηνῶν παρακάλεσαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύγη ἀπ’ αὐτούς, γιατί τοὺς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Τότε ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ξαναγύρισε στὴ Γαλιλαία. Κι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶχαν βγῆ ἀπὸ μέσα του τὰ δαιμόνια, τὸν θερμοπαρακαλοῦσε νὰ εἶναι μαζί του. Μὰ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἀπόλυσε καὶ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε πίσω στὸ σπίτι σου καὶ νὰ λὲς ὅσα ἔκαμε σὲ σένα ὁ Θεός. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ διαλαλοῦσε σ’ ὅλη τὴν πόλη ὅσα ἔκαμε σ’ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς».
     Ἦταν ἕνας καιρὸς ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ διάβολος, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία στὴ γῆ, ποὺ δὲν ὑπῆρχε θάνατος. Ὁ διάβολος ἀκόμα τότε ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους, ὁ Ἑωσφόρος κι οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν στὴ μακαριότητα τοῦ παραδείσου. Ἀγκάθια δὲν φύτρωναν στὴ γῆ, καὶ τὰ ζῶα ἦσαν ἥμερα καὶ ὑπηρετοῦσαν τὸν ἄνθρωπο, κι ὅλη ἡ κτίση ἦταν στὴν ὑποταγὴ καὶ τὴ δούλεψη τοῦ Ἀδάμ. Μὰ ὑπερηφανεύτηκε ὁ Ἑωσφόρος καὶ σήκωσε ἐπανάσταση στὸν οὐρανὸ καὶ γκρεμίστηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ποὺ τὸν ἀκολούθησαν. Ἀπὸ τότε εἶναι ὁ «σατανᾶς»[1], ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἀντιμάχεται καὶ πολεμάει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πῆγε μὲ τὴ μορφὴ τοῦ φιδιοῦ στὸν παράδεισο καὶ διέβαλε τὸ Θεό, γι’ αὐτὸ λέγεται διάβολος ξεγέλασε τοὺς πρωτόπλαστους καὶ παράκουσαν ἐκεῖνοι τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, κι ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς ἐξωρίστηκαν ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἀπὸ τότε ἀρχίζουν τὰ δεινά τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων· ἡ ἁμαρτία σὰν κακὴ κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς πρωτόπλαστους κι ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀρρώστια, ἡ φτώχεια, ὁ πόνος, ὁ θάνατος.
Μὰ μέσα στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ τὸ ἔργο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἕτοιμο. Ἀμέσως μετὰ τὸ παράπτωμα ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε πὼς θὰ ’ρθη σωτήρας νὰ γλυτώση τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση εἶναι τὸ πρωτευαγγέλιο, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στοὺς πρωτόπλαστους μετὰ τὸ παράπτωμά τους. Ἡ ὑπόσχεση ἀνανεώθηκε ὕστερα στοὺς Πατριάρχες καὶ τοὺς Προφῆτες. Κι ὅταν ἦλθε «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου»[2], καθὼς γράφει ὁ Ἀπόστολος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ»[3]· ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἦλθε γιὰ νὰ ἐλευθερώση τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»[4], ἐκεῖνος ποὺ ὁ Θεὸς ὑποσχέθηκε στοὺς πρωτόπλαστους, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Σωτήρας, καθὼς τὸ λέγει τὸ ὄνομά του· Ἰησοῦς θὰ πῆ Σωτήρας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦλθε, ὅπως τὸ γράφει ὁ Ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, «ἴνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήση τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ ’ ἔστι τὸν διάβολον»[5]. Ὅ,τι κακὸ γίνεται στὸν κόσμο εἶναι ἀπὸ τὸν διάβολο· ἐκεῖνος πειράζει τοὺς ἀνθρώπους, ἐκεῖνος γεννάει μέσα τους τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες, ἐκεῖνος τοὺς τραβάει σὲ κακὲς πράξεις, σ’ ἐκεῖνον αἰχμάλωτοι οἱ ἄνθρωποι, καθὼς ὁ δαιμονιζόμενος στὸ αὐριανὸ εὐαγγέλιο, «ἐλαύνονται εἰς τὰς ἐρήμους»[6].
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀκόμα κι ὁ χριστιανός, κάπως ἀλλιῶς προτιμᾶ αὐτὴ τὴ διδασκαλία γιὰ τὸν διάβολο καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Λιγώτερο θρησκευτικὰ καὶ περισσότερο φιλοσοφικά. Προτιμᾶ νὰ ὁμιλῆ γιὰ τὸ κακὸ ἀόριστα καὶ θεωρητικὰ ἢ γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ κακοῦ. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὁμιλεῖ αὐτὴ τὴ γλώσσα. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στηρίζεται στὴ θεία Γραφή, ἡ ὁποία ὁμιλεῖ καθαρὰ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ διαβόλου, γιὰ τὸν πονηρὸ καὶ ὄχι ἀπρόσωπο καὶ θεωρητικὰ γιὰ τὸ πονηρό. Ὅσοι ἐπιμένουν νὰ ἑρμηνεύουν τὴ θεία Γραφὴ μὲ φιλοσοφικὲς προϋποθέσεις, θέλουν ὁ διάβολος καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα νὰ εἶναι προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ἕνας λαϊκὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ ἡ θεία Γραφὴ γιὰ νὰ καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι. Ἕνας δημώδης τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ θεία Γραφὴ προσαρμόζεται στὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων. Ἂν ὅμως τὸ πάρωμε ἔτσι, τότε, γιατί κι ὁ Θεὸς νὰ μὴν εἶναι προσωποποίηση τοῦ ἀγαθοῦ; Ἀλλὰ ὅλη ἡ θεία Γραφὴ εἶναι τόσο σαφὴς ἐπάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, ὥστε καμμιὰ ἀμφιβολία δὲν μᾶς μένει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσωπικὴ ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη. Ὁ Θεός, καθὼς ἀποκαλύφθηκε στὸ Μωϋσῆ καὶ μίλησε μέσ’ ἀπὸ τὴ φλεγόμενη καὶ μὴ καιόμενη βάτο, εἶναι «ὁ ὦν», ἐκεῖνος ποὺ ὑπάρχει καὶ εἶναι. Ὄχι ἔννοια, ποὺ γεννήθηκε στὴ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ προσωπικὴ ὕπαρξη, ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, στὴν ὁποία ὀφείλεται, καθὼς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴ θεία Γραφὴ ἀποκαλύπτει, ὀφείλεται ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ποιητὴς «οὐρανοῦ καὶ γῆς ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων»[7].
 Ὅτι ὁ διάβολος δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἔννοια καὶ μιὰ προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ προσωπικὴ ὕπαρξη φαίνεται καθαρὰ κι αὐτὸ στὴ θεία Γραφὴ καὶ μάλιστα στὰ ἅγια Εὐαγγέλια. Στὶς θεραπεῖες τῶν δαιμονιζόμενων παίρνει μιὰ στάση ἀπέναντι τοῦ διαβόλου καὶ τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει ἀμφιβολία, ἀλλὰ μᾶς πείθει ἀπόλυτα ὅτι ὁ διάβολος ὑπάρχει προσωπικά. Καὶ στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ καὶ παντοῦ ὅπου ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συναντᾶται μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς πλάνης καὶ τῆς καταστροφῆς, φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν ὁποία ὁμιλοῦμε. Τὰ δαιμόνια βλέποντας μπροστά τους τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καθὼς γράφει ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος, «πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι»[8]. Καταλαβαίνουν τὴ μάταιη δύναμή τους καὶ φοβοῦνται· «Τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου[9]; Ἦλθες πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἠμᾶς;»[10]. Καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, καὶ στοὺς δικούς του πειρασμοὺς κι ὅταν «ἐκβάλλει διαμόνια», βρίσκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ»[11] πρὸς τὸν διάβολο. Τὸν ἐρωτᾶ κι ἐκεῖνος ἀποκρίνεται, τὸν διατάζει κι ἐκεῖνος φεύγει. Τί πρέπει ἐδῶ νὰ ὑποθέσουμε; Ἤ ὅτι οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν καταλάβαιναν τί γινότανε καὶ τί ἔπειτα ἔγραψαν. Ἢ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κι ἐκεῖνος ἢ πλανιότανε πὼς τάχα εἶχε μπροστά του τὸν διάβολο ἢ ἁπλῶς προσαρμοζότανε στὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ του. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι βλάσφημα καὶ ἁμαρτωλὰ νὰ τὰ βάζωμε στὸ νοῦ μας, πολὺ δὲ περισσότερο καὶ νὰ τὰ λέμε.
Ἐν γνώσει ὅτι πολλοὶ μπορεῖ νὰ δυσφοροῦν σ’ ἕνα κήρυγμα σὰν τὸ σημερινό, ἐμεῖς ξέρομε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ κηρύξουμε σὲ ἄλλη γλώσσα. Δὲν μποροῦμε τάχα γιὰ νὰ συγχρονίσουμε τὸ κήρυγμα νὰ τροποποιήσουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ κοντὰ στὶς σύγχρονες ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ θέλημα τοῦ διαβόλου κι ὄχι τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὸν διάβολο τὸν συμφέρει νὰ πιστεύομε πὼς δὲν ὑπάρχει, γιὰ νὰ ἁλωνίζη ἐλεύθερα. Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς γιὰ νὰ πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι στὸν καιρό μας ὅτι ὁ διάβολος δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ εἶναι προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, γι’ αὐτὸ ἐκεῖνος βρίσκοντας τὴ ζωὴ μας ἀφύλακτη, ἔχει κυριεύσει τὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν παρασύρεται καὶ δὲν πλανᾶται. Ξέρει πὼς ὁ ἀγώνας της δὲν εἶναι «πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»[12]. Ἀμήν.









1.     [1] Άποκ. 12, 9.
2.     [2] Γαλ. 4, 4.
3.     [3] Αυτόθι.
4.     [4] Ματθ. 16, 16.
5.     [5] Έβρ. 2, 14-15.
6.     [6] Λουκ. 8, 30.
7.     [7] Σύμβολον της πίστεως, αρθρον 1.
[8] Ίακ.2, 19.
[9] Μάρκ. 5, 7. Λουκ. 8, 28
[10] Ματθ. 8, 29.
[11]ξ. 33, 11.
[12] Έφεσ. 6, 12