Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ΛΟΥΚΑ

+ Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Κυριακὴ Β' Λουκᾶ (Λουκᾶς, 6, 31-36)
2 Ὀκτωβρίου 1983

Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τρία πράγματα· ὅσα εἶπε, ὅσα ἔπραξε κι ὅσα ἔπαθε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Στὸ τέλος καὶ τὰ τρία αὐτὰ ἐπισφραγίζονται μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση. Κι ὅλα αὐτὰ γιὰ ἕνα σκοπό, «δι᾽ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν»[1], γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅταν αὐτὸ τὸ ξέρωμε καὶ τὸ πιστεύομε, ξέρομε λοιπὸν καὶ τί νὰ ζητοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τί νὰ θέλωμε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὄχι ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς δώση ὁ κόσμος, μὰ ὅ,τι εἶναι μόνο στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν τὸ ἔχει οὔτε μπορεῖ νὰ τὸ δώση ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος ἔχει νὰ μᾶς δώση τὰ ἀγαθά του, ποὺ πάντως, καθὼς καὶ ἡ πείρα διδάσκει, εἶναι ἐφήμερα καὶ προσωρινὰ· σοφία, δύναμη, πλοῦτος, ἀπόλαυση. Ὁ Θεὸς δίνει σωτηρία καὶ ζωὴ αἰώνιο. Στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς θείας Λειτουργίας θὰ ἀκούσωμε τὴ διδαχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν μεταξὺ μας κοινωνικὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγή. Εἶναι ἀληθεια πὼς αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἀπασχολεῖ πάντα τοὺς ἀνθρώπους, καὶ περισσότερο στὸν καιρό μας, ποὺ ὅλοι «εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ»[2] βάλθηκαν νὰ χτίσουν ὅσο πιὸ στέρεο καὶ καλύτερο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ κοινωνικοῦ μας βίου. Ἀλλ’ ἄς ἀκούσωμε τὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, σὲ ἀπόδοση στὸ δικό μας γλωσσικὸ ἰδίωμα.
Εἶπε ὁ Κύριος· «Κατὰ ποὺ θέλετε νὰ σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ τοὺς φέρνεσθε. Κι ἂν ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, τάχα ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ κακοὶ βέβαια ἄνθρωποι σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν δείχνουν ἀγάπη. Κι ἂν κάνετε καλὸ σ’ ἐκείνους ποὺ σᾶς κάνουν καλό, τάχα ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ κακοὶ βέβαια κάνουν τὸ ἴδιο. Κι ἂν δανείζετε σ’ ἐκείνους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ τὰ πάρετε πίσω, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ κακοὶ βέβαια δανείζουν τοὺς κακοὺς γιὰ νὰ τοὺς δανείσουν κι ἐκεῖνοι. Ἐσεῖς ὅμως νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς νὰ ἐλπίζετε τίποτε. Καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβὴ σας μεγάλη, καὶ θὰ εἴσαστε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου· γιατί αὐτὸς εἶναι καλὸς πρὸς τοὺς ἀχάριστους καὶ πονηρούς. Νὰ εἴσαστε λοιπὸν μεταξὺ σας πονετικοί, καθὼς κι ὁ πατέρας σας εἶναι πονετικός».
Θὰ ἦταν καλὰ νὰ μέναμε σὲ τοῦτα τὰ θεϊκὰ λόγια καὶ νὰ μὴν προσθέταμε τίποτε δικό μας. Εἶναι τόσο ἁπλά, ποὺ τὰ καταλαβαίνομε ὅλοι, καὶ κάθε δική μας ἑρμηνεία καὶ ἀνάπτυξη εἶναι βέβαιο πὼς θὰ τὰ ζημιώση καὶ θὰ τὰ ἀποδυναμώση. Ὁμιλοῦν κατευθείαν μέσα μας, ὥστε νὰ τὰ καταλαβαίνη ὁ νοῦς μας, κι ὅταν δὲν τὰ δέχεται ἡ καρδία μας. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι ὄχι νὰ καταλαβαίνη ὁ νοῦς, ἀλλὰ νὰ δέχεται ἡ καρδία. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο δρᾶμα, ὅταν ὁμιλῆ ὁ Θεὸς· ὄχι ὅτι δὲν καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλ’ ὅτι ἔχουν πάντα τὴ δική τους γνώμη σ’ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Θεὸς καὶ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία. Κι ὅταν καταδέχωνται νὰ τὸ ἀκούσουν κι ὅταν δὲν τὸ ἀπορρίπτουν, τὸ δέχονται μὲ πολλὴ συγκατάβαση, τὸ ἑρμηνεύουν καὶ τὸ συμπληρώνουν, ὥσπου νὰ τὸ φέρουν στὰ μέτρα τὰ δικά τους. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ Θεοῦ, γιατί πραγματικὰ ὁ Θεὸς ἀγωνίζεται καὶ παλεύει, γιὰ νὰ ἀνοίξουν οἱ ἄνθρωποι τὰ μάτια τους καὶ νὰ τὸν καταλάβουν. Ὁ Θεὸς παλεύει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχασε στὸν παράδεισο τὸ δρόμο τῆς ζωῆς του· μᾶλλον δὲ αὐτὴ ἡ πάλη εἶναι προαιώνια μέσα στὴ βουλὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τὴ νύχτα, ἀπὸ τὴν πτώση στὸν παράδεισο ὥσπου ἀνέτειλε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, μὰ καὶ μέχρι τώρα μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἡ πάλη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου συνεχίζεται.
Αὐτὴ ἡ πάλη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο συμβαίνει, γιατί ἐμεῖς σὲ ὅ,τι λέγει ὁ Θεὸς ἔχομε μιὰ δική μας γνώμη γιὰ τὸ πῶς θὰ χτίσουμε καλύτερα τὸ βίο μας καὶ θὰ βροῦμε τὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας. Τὰ πρῶτα λόγια τοῦ αὐριανοῦ Εὐαγγελίου εἶπαν πὼς εἶναι ὁ χρυσὸς κανόνας τοῦ κοινωνικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως»[3]. Πιὸ ἁπλὸ ἀπ’ αὐτὸ καὶ πιὸ φυσικὸ δὲν ὑπάρχει. Κανένας δὲν εἶναι ποὺ νὰ θέλη νὰ τοῦ κάμουν κακό, καὶ σὲ κανέναν δὲν εἶναι εὐχάριστο νὰ τοῦ φέρνωνται ἄσχημα. Ἔτσι λοιπὸν ἄς τοποθετηθῆ ὁ καθένας ἀπέναντι τῶν ἄλλων· χωρὶς περιορισμοὺς καὶ διακρίσεις. Πολλοὶ περιορίζουν τὴ φιλικὴ καὶ εὐεργετική τους διαγωγὴ σ’ ἐκείνους μόνο, ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς ὑπῆρξαν χρήσιμοι καὶ σὲ ἄλλους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπολογίζουν νὰ ἔχουν κέρδος. Ἀλλ’ ἔτσι δὲν κάνουν κάτι σπουδαῖο, γιὰ νὰ τοὺς ἐπαινέση κανείς. Εἶναι βέβαια καὶ κάποιοι, ποὺ πληρώνουν μὲ τὴν κακὴ συμπεριφορὰ τους ἐκείνους ποὺ τοὺς εὐεργετοῦν. Ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς δὲν ὁμιλεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ αὐριανὸ Εὐαγγέλιο. Ὁμιλεῖ γιὰ κείνους ποὺ κλείνονται στὸν ἑαυτό τους, ποὺ ἀπομονώνονται σ’ ἕναν κύκλο ἐργασίας καὶ συνεργασίας μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶναι φίλοι, πάντα μὲ τὸ ἀζημίωτο. Αὐτῶν ἡ κοινωνικὴ συμπεριφορὰ παίρνει τὸν τύπο μιᾶς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς. Ἂν ἔχω ἀπὸ σένα διάφορο, σὲ ξέρω καὶ σοῦ λέγω «καλημέρα». Ἂν δὲν ἔχω, δὲν σὲ ξέρω.
Ἀλλὰ ἡ κοινωνικὴ συμπεριφορά μου, ἔτσι καθὼς τὸ θέτει ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ξεκινάει πάντα ἀπὸ μένα. Εἶναι ἕνα ἄνοιγμα τοῦ ἐαυτοῦ μου πρὸς τὸ συνάνθρωπο, ποὺ εἶναι ἀδελφός μου. Δὲν περιμένω νὰ δῶ τί θὰ κάμη ὁ ἄλλος σὲ μένα, καλὸ ἤ κακό, γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀνταποδώσω, ἀλλὰ ξεκινάω νὰ κάμω γιὰ κεῖνον αὐτό, ποὺ θέλω νὰ κάμη ἐκεῖνος γιὰ μένα. Αὐτὸ εἶναι ἕνας ἀνώτερος βαθμὸς δικαιοσύνης, καὶ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ  ἀνταποδίνης τὰ ἴσα. Τὸ νὰ ἀνταποδίνουν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἴσα, θὰ πῆ νὰ βρίσκωνται διαρκῶς σὲ κατάσταση ἄμυνας. Ἕως ἐκεῖ καταλαβαίνουν πολλοὶ τί εἶναι δικαιοσύνη, γι’ αὐτὸ καὶ διαρκῶς ἀμύνονται γιὰ τὰ δικαιώματά τους, καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι ξέχασαν τὰ χρέη τους. Κανεὶς δὲν ξεκινάει πρῶτος γιὰ νὰ εἶναι δίκαιος, ἀλλὰ ὅλοι περιμένουνε νὰ φωνάξουν καὶ νὰ διαμαρτυρηθοῦν γιὰ τὰ ἄδικα ποὺ γίνονται στὸν κόσμο. Ἀλλὰ ἔτσι ἐπαληθεύεται τὸ λεγόμενο, ὅτι «γιὰ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται στὸν κόσμο εὐθύνονται οἱ καλοί». Ὄχι γιατί οἱ καλοὶ δὲν διαμαρτύρονται καὶ δὲν βάζουν φραγμὸ στοὺς  κακούς, ἀλλὰ γιατί δὲν ξεκινᾶνε πρῶτοι νὰ κάμουν ὅ,τι θὰ ἤθελαν νὰ κάμουν σ’ αὐτοὺς οἱ ἄλλοι. Τὸ «καθὼς θέλετε...» φανερώνει μιὰ θετικὴ στάση στὴ ζωή·  ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ κάνης τὸ καλό.
Ἔτσι ξεπερνιέται ὁ νόμος τῆς ἀνταπόδοσης καὶ γίνεται τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη στὴ χάρη, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη. Στὸ αὐριανὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἀκούσωμε τρεῖς φορὲς τὸ «ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;»[4]. Αὐτὴ ἡ λέξη «χάρις» δὲν ἐπαναλαμβάνεται τυχαῖα. Θέλει ἀκριβῶς νὰ φανερώση τὸ «πλεῖον τῆς δικαιοσύνης τῶν Φαρισαίων»[5], τὸ παραπάνω ἀπὸ τὴ δοσοληψία τοῦ νόμου τῆς δικαιοσύνης. Ὄχι ἁπλῶς νὰ μὴν ἀδικῶ, ὄχι νὰ πληρώνω ὅπου ὀφείλω, ἀλλὰ νὰ παραιτοῦμαι ὅταν μου ὀφείλουν καὶ νὰ πληρώνω ἐκεῖ ποὺ δὲν ὀφείλω. Αὐτὸ εἶναι τὸ παραπάνω ἀπὸ τὴ στενὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὸ νόμο τῆς ἀνταπόδοσης, στὸν ὁποῖο πιστεύει ὁ κόσμος. Σὲ ἄλλη περίπτωση, γιὰ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «Ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[6]· ἂν δὲν ξεπεράσετε τοὺς Φαρισαίους στὴν κοινωνική τους συμπεριφορὰ καὶ στὴ γνώμη ποὺ ἔχουν γιὰ τὴ δικαιοσύνη, δὲν θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἡ πολιτεία τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι κοινωνία χάρης καὶ ἀγάπης. Ἔτσι φτάνει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ ὁμιλήση γιὰ τὴ συμπεριφορά μας πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη παρὰ στάση καὶ συμπεριφορὰ ἀγάπης καὶ χάρης. Ἀλλὰ ἐδῶ ἀνοίγεται ἡ θύρα γιὰ ἕνα πολὺ μεγάλο θέμα, ποὺ ὅμως γι’ αὐτὸ δὲν ἔχομε πιὰ ὥρα γιὰ νὰ ὁμιλήσουμε σήμερα.

Τὸν κόσμο δὲν τὸν κρατάει οὔτε ἡ δύναμή μας οὔτε ἡ σοφία μας οὔτε ἡ ἁγιωσύνη μας. Τὸν κόσμο τὸν κρατάει ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν λέγει στὸ Εὐαγγέλιο· «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν»[7]. Κι ἐμεῖς, κηρύττοντας τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐπαναλαμβάνομε καὶ λέμε· «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας». Ἄλλο δὲν ἔχομε καὶ νὰ προσθέσουμε. Ὅποιος εἶναι χριστιανὸς καὶ ξέρει πὼς ξεχωριστὸ γνώρισμά του εἶναι ἡ ἀγάπη, αὐτὸς πρέπει καὶ νὰ ξέρη πὼς ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ὅρια. «Πάντα στέγει...»[8], γράφει ὁ Ἀπόστολος· ἡ ἀγάπη τὰ σκεπάζει ὅλα. Εἶναι ἕνα χρέος πρὸς ὅλους κι ἕνα γραμμάτιο, ποὺ πάντα μένει ἀνεξόφλητο· «μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους»[9]. Ἀμήν.



[1] Σύμβολον τῆς πίστεως, ἄρθρον 3.
[2] Φιλιπ. 1,18.
[3] Λουκ. 6, 31-32.
[4] Λουκ. 6, 32. 33. 34.
[5] Ματθ. 5, 20.
[6] Αὐτόθι.
[7] Ματθ. 5,45.
[8] Α' Κορ. 13,7.
[9] Ρωμ. 13,8.

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Α´ΛΟΥΚΑ

+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

Κυριακὴ Α ' Λουκᾶ (Λουκᾶς, 5,1-11)
25 Σεπτεμβρίου 1983
Ἕνα πρωινὸ στὴν ἀκτὴ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βρέθηκε περικυκλωμένος ἀπὸ τὸ λαό. Ἐκεῖ κοντὰ ἦσαν ἀραγμένα δυὸ ἁλιευτικὰ πλοιάρια καὶ πιὸ πέρα οἱ ψαράδες ἐπλεναν τὰ δίχτυα. Καθὼς λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς βρέθηκε μέσα στὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι καὶ νὰ τὸν ἀκοῦν καλύτερα, σκύφτηκε νὰ κάμη ἄμβωνα καὶ διδασκαλικὸ βῆμα ἕν’ ἀπὸ τὰ πλοιάρια ποὺ ἦσαν ἐκεῖ. Τὸ πλοιάριο ἦταν τοῦ Πέτρου, μπῆκε λοιπὸν σ’ αὐτὸ κι εἶπε στὸν ψαρὰ νὰ τραβήξη λίγο στ’ ἀνοιχτά. Κάθισε ἐπάνω στὸ πλοῖο κι ἀπὸ κεῖ ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸ λαό. Ἄς ἀκούσωμε ὅμως στὴ νεοελληνικὴ δημοτικὴ γλώσσα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ θὰ διαβαστῆ αὔριο στὴ θεία Λειτουργία.
«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ Ἰησοῦς στεκότανε στὴν ἀκτὴ τῆς λίμνης Γεννησαρὲτ καὶ εἶδε ἐκεῖ κοντὰ δυὸ πλοιάρια, ἐνῶ οἱ ψαράδες πιὸ πέρα ἔπλεναν τὰ δίχτυα. Τότε μπῆκε σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ πλοιάρια ποὺ ἦταν τοῦ Σίμωνα, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ξεμακρύνη λίγο ἀπὸ τὴ στεριὰ· ὕστερα κάθισε καὶ δίδασκε ἀπὸ τὸ πλοιάριο τὰ πλήθη. Καὶ μόλις ἔπαψε νὰ ὁμιλῆ εἶπε στὸ Σίμωνα· «Πήγαινε στὰ βαθειὰ καὶ ρίξτε τὰ δίχτυα σας γιὰ ψάρεμα». Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Σίμωνας καὶ εἶπε· «Διδάσκαλε, ὅλη τὴ νύχτα κοπιάσαμε καὶ δὲν πιάσαμε τίποτε, μὰ σὰν τὸ λὲς ἐσὺ θὰ ρίξω τὸ δίχτυ». Ἔτσι λοιπὸν ἔκαμαν κι ἔπιασαν πολλὰ ψάρια, ποὺ ἄρχισε νὰ σκίζεται τὸ δίχτυ τους. Τότε ἔκαμαν νόημα στοὺς  συνέταιρους ποὺ ἦσαν στὸ ἄλλο πλοιάριο γιὰ νὰ ’ρθουν νὰ τοὺς βοηθήσουν· κι ἐκεῖνοι ἦλθαν καὶ γέμισαν καὶ τὰ δυὸ πλοιάρια, ὥστε νὰ κινδυνεύουνε νὰ βυθιστοῦν. Ὅταν ὁ Σίμωνας Πέτρος εἶδε αὐτὸ ποὺ ἔγινε, ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καὶ εἶπε· «Φύγε ἀπὸ μένα, Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Ζαλίστηκε βέβαια κι αὐτὸς κι ὅλοι ποὺ ἦσαν μαζί του μὲ τὰ ψάρια ποὺ ἔπιασαν· τὸ ἴδιο κι ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, ποὺ ἦσαν συνεταῖροι τοῦ Σίμωνα. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε στὸ Σίμωνα «Μὴ φοβᾶσαι, ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ πιάνης ἀνθρώπους». Κι ὅταν ἄραξαν τὰ πλοῖα στὴ στεριά, τὰ ἄφησαν ὅλα καὶ πῆγαν μαζί του».
Ἄς φέρωμε μπροστὰ στὰ μάτια μας αὐτὴ τὴν εἰκόνα· ὁ λαὸς νὰ κάθεται στὴν ἀμμουδιὰ κι ὁ Χριστὸς νὰ διδάσκη ἀπὸ τὸ πλοῖο. Κι ἄς σκεφτοῦμε πόσο ἁπλὲς καὶ χωρὶς ἐπίδειξη εἶναι οἱ θεῖες ἐνέργειες. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἁπλότητα εἶναι ὅλη ἡ θεϊκὴ μεγαλοπρέπεια. Κι ἐμεῖς νομίζομε, ἂν δώσουμε ἐπισημότητα στὰ λόγια μας κι ἂν κρατήσουμε τὸν κόσμο σὲ ἀπόσταση, πὼς αὐτὸ τάχα μᾶς κάνει σπουδαίους καὶ μᾶς ἐπιβάλλει στοὺς  ἀνθρώπους. Μὰ δὲν ὑπάρχει ἄλλη μεγαλοπρέπεια ἀπὸ τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπεινοσύνη. Ἄς χαροῦμε λοιπὸν σ’ ὅλη της τὴ φυσικὴ ἁπλότητα τὴ σκηνὴ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, ὅπου ὁ λαὸς κάθεται στὴν ἀκτὴ κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διδάσκει ἀπὸ τὸ πλοῖο. Κι ἄς ἐκτιμήσουμε ὅσο πρέπει αὐτὴ τὴν ἁπλότητα, μέσα στὴν ὁποία εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ζωῆς. Γιατί, καθὼς τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι θεωρία, ἀλλὰ ζωή, ἔτσι καὶ εἶναι ἁπλό, καθὼς ἁπλὴ καὶ φυσικὴ εἶναι ἡ ζωή. Ὅταν λέμε πὼς τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ζωή, αὐτὸ ἀκριβῶς ἐννοοῦμε, ὅτι ὁ εὐαγγελικὸς λόγος δὲν εἶναι σειρὰ συλλογιστικῶν συμπερασμάτων, ἀλλὰ μιὰ φυσικὴ καὶ ζωντανὴ πραγματικότητα.
Ἡ «θαυμαστὴ ἁλιεία» μετὰ τὴ διδαχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἦταν ἕνα «σημεῖο», ποὺ ἐπισφράγισε τὸ λόγο τοῦ θείου Διδασκάλου καὶ ἑδραίωσε τὴν ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτὸν τῶν ἁπλῶν ψαράδων τῆς Γεννησαρέτ. Καθὼς σπαρτάριζαν τὰ ψάρια στὰ καταστρώματα τῶν πλοιαρίων, ἔτσι σκιρτοῦσαν κι οἱ καρδιὲς μέσα στὰ δυὸ ζευγάρια τῶν ἀδελφῶν, ποὺ ἔγιναν οἱ πρῶτοι μαθητὲς κι ὕστερα ἀπόστολοι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέσα στοὺς δυὸ ἀδελφούς, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Πέτρο καὶ τοὺς δυὸ ἄλλους ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, δὲν ἔμενε πιὰ κανένας δισταγμός. Ὅλα τοὺς ἔπειθαν πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Μεσσίας. Τὸ σημερινὸ «σημεῖο» τοὺς βεβαίωσε πιὰ πὼς αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν καὶ πὼς κοντά του βρίσκει ἐκπλήρωση ἡ προσδοκία τους. Γι’ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Πέτρο· «ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔση ζωγρῶν»[1], ἂν καὶ παραβολικὸς καὶ κάπως αἰνιγματικός, εἶχε τὸ ἄμεσο καὶ βέβαιο ἀποτέλεσμά του. Οἱ τέσσερις ψαράδες, ὅπως κι ἂν τὸν κατάλαβαν, ὁ καθένας τὸν ἄκουσε χωριστὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὅλα ἦσαν ἕτοιμα, ὅλα ἦσαν ὥριμα. Οἱ ψαράδες ἔσυραν τὰ πλοιάριά τους στὴ στεριά, τὰ παράτησαν ὅλα καὶ πῆγαν μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Δὲν θὰ πρέπει νὰ παραλείψουμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῶν Ἀποστόλων παρὰ μόνο γιὰ τὴν κλήση τους. Ἡ ἐκλογὴ εἶναι ἀπόρρητο μυστήριο τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ· ἡ κλήση εἶναι ἕνα γεγονὸς στὴν ἱστορία τῆς «ἐνσάρκου οἰκονομίας»[2] τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει νὰ νομίζουμε πὼς χωρὶς ἄλλη φυσικὴ αἰτία οἱ ψαράδες τῆς Γεννησαρὲτ παράτησαν τὴν ἐργασία τους καὶ πήγανε νὰ γίνουν μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χρειάστηκε νὰ τοὺς προετοιμάση ὁ βαπτιστὴς Ἰωάννης, χρειάστηκε νὰ ἀκούσουν πρῶτα τὴ διδαχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ δοῦν «σημεῖα», γιὰ νὰ τὰ ἀφήσουν ὅλα καὶ νὰ πᾶνε μαζί του. Αὐτός, ποὺ τώρα σύχναζε ἐδῶ τριγύρω στὶς ἀκτὲς τῆς λίμνης καὶ τὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη· αὐτός, ποὺ δίδασκε κι ἦταν σὰν καὶ νὰ συνέχιζε τὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη· αὐτός, ποὺ ὁ Βαπτιστὴς τὸν ἔδειχνε στοὺς  μαθητές του κι ἔλεγε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ...»[3]· ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὕστερα κι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ εἶδαν σήμερα, ἦταν ἄξιος γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ πᾶνε μαζί του.
Αὐτό, ποὺ κάνουν τώρα οἱ ψαράδες, εἶναι βέβαια μιὰ πράξη ἀπεριόριστης ἐμπιστοσύνης στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπόλυτης ἀνεξαρτησίας των ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ βίου. Τὰ πλοῖα καὶ τὰ δίκτυα κι ὅλα τὰ σύνεργα τῆς ψαρικῆς ἦσαν μιὰ περιουσία· ὅ,τι τέλος πάντων εἶχαν στὴ διάθεσή τους οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ δουλέψουν καὶ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἀργόσχολοι, ἀπὸ κείνους ποὺ ὁ Ἀπόστολος τοὺς ὀνομάζει «περιεργαζομένους»[4], ἀπὸ κείνους δηλαδὴ ποὺ, ὅταν οἱ ἄλλοι ἐργάζωνται, αὐτοὶ συζητοῦν καὶ κάνουν σχέδια, τάχα γιὰ νὰ φτιάξουν τὸν κόσμο. Οἱ πρῶτοι αὐτοὶ μαθητὲς ἔχουν τὴ δουλειά τους, ἔχουν τὴ σειρά τους, δὲν εἶναι ἀπρόκοποι καὶ χασομέρηδες. Καὶ σὲ μιὰ στιγμή, ὅταν ἀκοῦνε τὴν κλήση τους, τὰ ἀφήνουν ὅλα καὶ πᾶνε μὲ κεῖνον ποὺ τοὺς καλεῖ. Μυστήριο ἀνεξήγητο εἶναι ἡ ἐκλογὴ τῶν Ἀποστόλων, μὰ καὶ ἡ κλήση τους καὶ ἡ ὑπακοή τους δὲν εἶναι ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἐξηγοῦνται εὔκολα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ξεδιαλύνη τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κινεῖται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ σὲ ὅ,τι κάνει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν θαρροῦμε πὼς ὁλωσδιόλου φυσικὰ γίνονται ὅσα γίνονται, πάλι πίσω ἀπ’ ὅσα βλέπομε εἶναι τὸ ἀδιόρατο χέρι τοῦ Θεοῦ.
Ἄς μὴν τὸ ξεχνᾶμε ἀπὸ πότε καὶ πῶς κηρύχτηκε στὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως...»[5], γράφει ὁ Ἀπόστολος, ὁ Θεὸς λάλησε στοὺς  Προφῆτες. Ὅταν ἦλθε «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου»[6], κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, μὲ κάποιους ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν μέσα τους προσμονὴ κι ἐλπίδα σωτηρίας· ποὺ εἶχαν τὴ δύναμη γιὰ τὴν κλήση τους νὰ ἀρνηθοῦν τὸν κόσμο. Γιατί στὸν κόσμο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κλήση, ἀπὸ τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὲ καλεῖ καὶ σὲ στέλνει νὰ κάμης πιστὰ κι ἀφωσιωμένα ἔργο οἰκοδομῆς, ἔργο γιὰ σένα καὶ γιὰ τοὺς γύρω σου, ἔργο γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία σου. Καὶ στὸν κόσμο ἔχουν ὅλοι κλήση, χαρὰ στὸν μόνο ποὺ φροντίζει νὰ τὴν ξέρη καὶ νὰ τῆς εἶναι πιστός. Ἀμήν.



[1] Λουκ. 5, 11.
[2] Ἐφεσ. 3, 9. 
[3] Ἰω. 1,29.
[4] Β' Θεσσ. 3, 12.
[5] Ἑβρ. 1,1.
[6] Γαλ. 4, 5.