+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ἡ περασμένη
Κυριακὴ ἦταν ἡ Κυριακὴ «πρὸ τῆς Ὑψώσεως», ἡ αὐριανὴ εἶναι ἡ Κυριακὴ «μετὰ τὴν Ὕψωσιν».
Ἐκείνη ἦταν τὸ προανάκρουσμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ, ἡ αὐριανὴ εἶναι ὁ ἀπόηχος
τῆς ἑορτῆς ποὺ πέρασε. Ἡ ἑορτὴ τοῦ Σταυροῦ πέρασε κι ἡ Ἐκκλησία ἐξακολουθεῖ νὰ
κάνη λόγο γιὰ τὸ Σταυρό· ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιο αὔριο καὶ πολλὰ τροπάρια ὑπόθεση
ἔχουν τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ ὅλη ἡ Ἐκκλησία κι ἡ θεία λατρεία κι ἡ πίστη
μας κι ἡ ζωὴ μας εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου· ὁ Σταυρὸς κι ἡ Ἀνάσταση, ποὺ εἶναι
οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος, καθὼς τὸ ψάλλομε τὸ Μέγα Σάββατο· «Δόξα, Κύριε, τῷ Σταυρῷ σου καὶ τῇ Ἀναστάσει
σου». Ἀλλ᾽ ἄς ἀκούσωμε τώρα στὴ δημοτικὴ νεοελληνικὴ γλώσσα τὸ αὐριανὸ Εὐαγγέλιο,
ὅπου ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Σταυρό.
Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθῆ, ἄς
ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του κι ἄς σηκώση τὸ σταυρό του κι ἄς μὲ ἀκολουθῆ. Γιατί ὅποιος
θέλει νὰ σώση τὴ ζωή του, αὐτὸς θὰ τὴν χάση· κι ὅποιος ἐξαιτίας μου κι ἐξαιτίας
τοῦ Εὐαγγελίου θὰ χάση τὴ ζωή του, αὐτὸς θὰ τὴ σώση. Γιατί τί θὰ ὠφελήση τὸν ἄνθρωπο
νὰ κερδίση ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ ζημιωθῆ τὴν ψυχή του; Ἢ τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νὰ
δώση ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὴν ψυχή του; Γιατί ὅποιος θὰ ντραπῆ γιὰ μένα καὶ γιὰ τὰ
λόγια μου σὲ τοῦτο τὸν ἄπιστο κι ἁμαρτωλὸ κόσμο θὰ ντραπῆ γι’ αὐτὸν κι ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν θὰ ἔλθη μέσα στὴ θεϊκή του δόξα μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους».
Καὶ τοὺς ἔλεγε· «Σᾶς βεβαιώνω πὼς εἶναι κάποιοι ἀπὸ κείνους ποὺ στέκουν ἐδῶ, ποὺ
δὲν θὰ πεθάνουν, ὥσπου νὰ δοῦν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχη ἁπλωθῆ σ’ ὅλη τὴ γῆ».
Εἶναι μεγάλη μας τιμὴ
ποὺ εἴμαστε χριστιανοὶ· μεγάλη μας τιμὴ καὶ μεγάλη μας εὐθύνη. Γιατί τὸ
χριστιανὸς δὲν εἶναι μόνο ἕνα ὄνομα κι ἕνας τίτλος, ἀλλὰ εἶναι κι ἕνας σταυρὸς
κι ἕνα χρέος. Ὄχι κάθε σταυρός, ἀλλὰ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Γιατί οἱ ἄνθρωποι
σηκώνουν πολλοὺς σταυροὺς καὶ γιὰ πολλὰ πράγματα στὸν κόσμο δίνουν τὴ ζωή τους,
τάχα πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ χρέος τους. Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε· «ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ
τοῦ Εὐαγγελίου»[1]. Αὐτὸ
θὰ πῆ πὼς ἕνα εἶναι τὸ χρέος, ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Χριστός· κι ἕνας εἶναι ὁ σταυρὸς
ποὺ σώζει, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Θέλοντας οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ βρίσκοντας
πὼς ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι βαρὺς κι ὁ λόγος του κι ἐκεῖνος σκληρός,
φτιάχνουν καὶ φορτώνονται δικούς των σταυροὺς καὶ δυσβάστακτα χρέη, κάτω ἀπὸ τὰ
ὁποῖα ἀγκομαχοῦν καὶ πεθαίνουν. Μὰ ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ «χρηστὸς ζυγὸς»[2]
καὶ τὸ «ἐλαφρὸν φορτίον»[3],
καθὼς ὁ ἴδιος το βεβαιώνει· καὶ οἱ ἐντολὲς του «βαρεῖαι οὐκ εἰσὶν»[4],
καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μαρτυρεῖ. Ἐδῶ κρύβεται κάποιο μυστικὸ καὶ τὸ
μυστικὸ εἶναι, καθὼς πάλι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μαρτυρεῖ, ὅτι «πᾶν το γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾶ τὸν
κόσμον»[5].
Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δυναμώνει τοὺς πιστοὺς γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ Σταυρὸ
καὶ νὰ τηρήσουν τὶς ἐντολές. Οἱ σταυρωτές του Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀγγάρεψαν τὸ Σίμωνα
τὸν Κυρηναῖο «ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ»·[6]
τώρα ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σὰν ἀντὶ γιὰ κεῖνο τὸ καλὸ τοῦ Σίμωνα, βοηθάει κάθε
πιστό, γιὰ νὰ σηκώση τὸ σταυρό του.
Αὐτὸς ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι
ἕνας λόγος, ἕνα ἐξωτερικὸ σημάδι ἤ στολίδι τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ εἶναι ὅλη ἡ
χριστιανικὴ πίστη. Γιατί Ἐκκλησία θὰ πῆ σταυρὸς ἢ ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος πρὸς
Κορινθίους, «Χριστὸς ἐσταυρωμένος»[7].
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐμπιστοσύνη μόνο στὰ μάτια τους, ἕνα τέτοιο κήρυγμα τὸ
βλέπουν πὼς εἶναι σκάνδαλο. Κι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν μόνο στὸ μυαλό τους καὶ στὴ
λογική τὸ θεωροῦν μωρία. Ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου τέτοια στάση πῆραν
πολλοὶ μπροστὰ στὸ Σταυρό. Μὰ ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεως,
κι ὁ σταυρωμένος Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμη κι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· «Ἰουδαῖοι», γράφει
ὁ Ἀπόστολος πρὸς Κορινθίους, «Ἰουδαῖοι
σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητούσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον,
Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς Ἰουδαίοις τε
καὶ Ἕλλησι Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν»[8].
Δὲν ἔχομε κι ἐμεῖς νὰ ποῦμε περισσότερο γιὰ τὸ Σταυρὸ καὶ γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο
Χριστὸ παρὰ νὰ ἐπαναλάβωμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, μεταφρασμένα στὴ γλώσσα μας.
Οἱ Ἰουδαῖοι, λέγει, θέλουν θαύματα καὶ οἱ Ἕλληνες ζητοῦν σοφία, ὅμως ἐμεῖς
κηρύττομε Χριστὸ σταυρωμένο. Αὐτὸ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους εἶναι σκάνδαλο καὶ γιὰ τοὺς
Ἕλληνες εἶναι μωρία, ἀλλὰ γιὰ κείνους ποὺ δέχονται τὸ κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐσταυρωμένος
Χριστὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε καὶ τώρα καὶ πάντα ὁ ἐσταυρωμένος
Χριστὸς εἶναι τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἕναν κόσμο, ποὺ δὲν βλέπει τίποτε
παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι βλέπουν τὰ μάτια καὶ δὲν πιστεύει τίποτε περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι
χωράει τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστὸς ὡμίλησε
καθαρὰ καὶ τὰ λόγια του αὐτὰ εἶναι ὅλο τὸ νόημα τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ κηρύγματος
γιὰ τὸ σταυρό. Ὅποιος, λέγει, θέλει νὰ τὸν ἀκολουθήση πρέπει νὰ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό
του κι ὕστερα νὰ σηκώση τὸ σταυρό του. Ἔτσι κι ὁ Χριστὸς ἀπαρνήθηκε τὸν ἑαυτό
του καὶ σήκωσε τὸ σταυρό του· κι ὄχι μόνο τὸν σήκωσε, μὰ καὶ ἀνέβηκε σ’ αὐτὸν σὰν
σὲ βασιλικὸ θρόνο κι ἀπέθανε καρφωμένος ἐπάνω σ’ αὐτόν. Γιατί αὐτὸ εἶναι νὰ ἀπαρνηθῆς
τὸν ἑαυτό σου, νὰ μὴν ἔχης δικό σου θέλημα, ἀλλὰ νὰ εἶσαι παραδομένος στὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ· νὰ μὴ ζῆς ἐσύ, ἀλλὰ νὰ ζῆ μέσα σου ὁ Χριστός, καθὼς τὸ αἰσθανότανε
ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὸ ἔγραφε πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Γαλατίας «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ
δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστὸς»[9]·
Εἶμαι σταυρωμένος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό, καὶ δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ
Χριστός. Αὐτὰ εἶναι λόγια μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα· καὶ δὲν εἶναι λόγια, ἀλλὰ ἡ
μαρτυρία ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του καί, «δεδεμένος τῷ Πνεύματι»[10]
σηκώνει τὸ σταυρό του κι ἀκολουθεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι στὸν καιρὸ μας
αὐτὲς τὶς καταστάσεις κι αὐτὰ τὰ λόγια δὲν τὰ καταλαβαίνομε· κι ὄχι μόνο αὐτό,
μὰ καὶ δὲν μποροῦμε καὶ δὲν θέλομε νὰ τὰ ἀκοῦμε. Δὲν μᾶς συγκινοῦν καὶ δὲν μᾶς ἐμπνέουν,
καὶ τὰ θεωροῦμε ἀνάξια γιὰ νὰ τὰ προσέξουμε. Εἴμαστε οἱ ψυχικοὶ ἄνθρωποι, γιὰ
τοὺς ὁποίους γράφει ὁ Ἀπόστολος· «Ψυχικὸς
δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι...»[11].
Ψυχικὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζῆ καὶ σκέφτεται χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ
διανοητικὸς ἄνθρωπος ποὺ θεοποιεῖ τὴ σκέψη του, ὁ χωρὶς πνεῦμα Θεοῦ ἄνθρωπος,
ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ τὰ κρίνει μὲ τὸ μέτρο φυσικῆς καὶ ὑλικῆς πραγματικότητας·
γι’ αὐτὸν ὅ,τι λέγει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι μωρία, πράγματα ἀνάξια προσοχῆς.
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι...» γράφει ὁ Ἀπόστολος·
εἶμαι σταυρωμένος μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Καὶ τί εἶναι τάχα νὰ σταυρώσω τὸν ἑαυτό
μου; Ὄχι σὲ ὁποιοδήποτε σταυρό, γιατί πολλοὺς σταυροὺς μποροῦν νὰ σηκώσουν οἱ ἄνθρωποι.
Ἀλλὰ νὰ σηκώσω τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, νὰ σταυρωθῶ μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Αὐτὸ θὰ πῆ·
νὰ καρφώσω μέσα μου καὶ νὰ ἀκινητοποιήσω κάθε ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, νὰ νεκρώσω τὸ
κοσμικὸ φρόνημα, νὰ πεθάνω ἐπάνω στὸ χρέος μου καὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως
πέθανε ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ ἀναστηθῶ μαζί του. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη
τοῦ Χριστιανοῦ, αὐτὸ θὰ πῆ νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς κι ὄχι μόνο νὰ ἔχη τὸ ὄνομα,
αὐτὸ θὰ πῆ νὰ σηκώνη ὁ πιστός τὸ σταυρό του καὶ νὰ ἀκολουθῆ τὸ Χριστό. Αὐτὸ τὸ «ἀκολουθείτω μοι»[12]
ποὺ λέγει ὁ Χριστός, φανερώνει μιὰ πορεία διὰ βίου κι ἕναν ἀγώνα· σ’ αὐτὴ τὴν
πορεία καὶ τὸν ἀγώνα ὁ πιστὸς πολλὲς φορὲς καὶ ἀποκάμνει καὶ πέφτει, καὶ
φαίνεται πὼς ἡττᾶται, μὰ καὶ πάλι σηκώνεται καὶ «δι᾽ ὑπομονῆς τρέχει τὸν προκείμενον αὐτῷ ἀγῶνα, ἀφορῶν εἰς τὸν τῆς
πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν»[13].
Ὅταν καλῆ τοὺς ἀνθρώπους σὲ μιὰ τέτοια συμπόρευση, ὁ Χριστὸς λέγει· «Ὅστις θέλει...», κι αὐτὸ εἶναι ἡ τρανὴ ἀπόδειξη
πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς καλεῖ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀφήνει
τὸν καθένα ἐλεύθερο· ὅποιος θέλει τὸν ἀκολουθεῖ. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν ἐνδιαφέρεται
γιὰ ὀπαδοὺς ποὺ θὰ εἶναι πολλοί, ἀλλὰ γιὰ πιστοὺς κι ἄς εἶναι καὶ λίγοι.
Ὅλος ὁ
κόσμος μὲ τὶς σημαῖες του καὶ μὲ τὰ συνθήματά του. Κι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ δική της
σημαία καὶ μὲ τὸ δικό της σύνθημα. Ὁ κόσμος μὲ σημαία τὸ μῖσος καὶ μὲ σύνθημα τὸ
δικαίωμα. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς ἀγάπης καὶ μὲ σύνθημα
τὸ χρέος. Ὁ κόσμος θὰ γκρεμίζη κι ἐμεῖς θὰ χτίζουμε θὰ χτίζουμε τὸν ἑαυτὸ μας
πρῶτα κι ὕστερα τὸν κόσμο. Γιατί ἀλλιῶς δὲν γίνεται νὰ ἀφήνης τὸν ἑαυτό σου
γκρεμισμένο καὶ νὰ ξεκινᾶς γιὰ νὰ φτιάξης τὸν κόσμο. Χαρὰ σ’ ἐκείνους, ποὺ
σηκώνουν μὲ συνέπεια τὸ Σταυρό τους, «ἕνεκεν
ἐμοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου»[14],
καθὼς εἶπε ὁ Χριστός. Ὄχι ἐπανάσταση, ποὺ θὰ πῆ νὰ πετάξουμε καὶ νὰ ξεφορτωθοῦμε
τὸ σταυρὸ μας ἀλλὰ ἀνάσταση, ποὺ θὰ πῆ νὰ πεθάνωμε ἐπάνω στὸ σταυρό μας καὶ στὸ
χρέος μας. Ἀμήν.