Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ Κορυδαλλός καὶ τὰ σπίτια του*


Ἅμα ἄρχισαν οἱ βροχὲς μεσ᾽ στὸ χειμῶνα, ὁ κορυδαλλὸς μὲ τὴ γυναῖκα του, ἐτρύπωσαν μέσ᾽ στὴ φωλιά τους κάτω ἀπὸ ἕνα θυμάρι. Τὰ νερὰ κ᾽ ἡ κρυάδα ἔπεφταν ἀποπάνω τους κ᾽ ἔγιναν μουσκίδι κ᾽ ἐτουρτούριζαν ἀπὸ τὸ κρύο. Τοῦ λέει ἡ κορυδαλλίνα, ἡ γυναῖκα του:
-Δὲν εἶναι σπίτι τοῦ πλάστη μου τοῦτο. Πῶς θὰ βγάλωμε τὸ χειμῶνα μέσα σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, ἀντρούλη μου;
-Μὴ στενοχωριέσαι, γυναῖκα, τῆς λέει ὁ κορυδαλλός. Δὲ θὰ τελειώσει ὁ χειμώνας; Ἅμα τελειώσει, νὰ δεῖς τὶ θὰ κάμω! Θὰ χτίσω ἀνώγεια καὶ κατώγεια.
Τελείωσεν ὁ χειμώνας, ἦρθε τὸ καλοκαῖρι κ᾽ ἐκόντευε νὰ τελειώσει. Ὁ κορυδαλλός δὲν κουνιότανε ἀπὸ τὴ θέση του. Τοῦ λέει ἡ γυναῖκα του:
-Κοντεύει νὰ τελειώσει τὸ καλοκαῖρι. Πότε θὰ χτίσεις τ᾽ ἀνώγεια καὶ τὰ κατώγεια ποὺ εἶπες;
-Δὲ βαριέσαι, γυναῖκα, τῆς λέει. Τὶ τὰ θέλω τ᾽ ἀνώγεια καὶ τὰ κατώγεια! Δὲν ἐπεράσαμε καλὰ ἤ κακὰ πέρυσι; Καλὰ ἤ κακὰ θὰ περάσωμε καὶ φέτος. Νὰ κάτσω ἐγὼ τώρα νὰ χτίζω σπίτια! Ἀποκάτω ἀπὸ ἕνα θυμάρι θὰ περάσωμε πάλι...

*Γ.Μέγα, Ἑλληνικά Παραμύθια Β´, Ἐκδ.Ἰ.Δ.Κολλάρος, Ἀθῆναι 1990

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια


Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.

Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

- Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς...- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».

Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.

Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.

Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.

Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.

*
* *

Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.

Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.

- Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!... νὰ εἶχε βρόχια... νὰ εἶχε φωτιές... Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια... νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές... νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια... Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.

*
* *

Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:

- Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ... κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.

Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:

- K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:

Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.

- Ἄσπρο σινδόνι... νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ... ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας... νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!

*
* *

Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.

Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.

Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

- Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!... Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια...

Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.

Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

- Ποιὸς εἶναι;

Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;

Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.

- Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!

Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!...»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

- Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε... ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.

Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!... Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.

Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.

Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Χριστὸς γεννᾶται. Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου


Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. Ἄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.
Ὁ Χριστὸς γεννιέται, δοξάσατε. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ, συναντῆστε (τον). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴν γῆ, ὑψωθεῖτε. Τραγουδῆστε γιὰ τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ καὶ νὰ γιὰ νὰ πῶ καὶ τὰ δυὸ μαζί: Νὰ εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ ἀγαλλιάσει ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ἔπειτα ἐπίγειο.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, τώρα λαμβάνει ἀρχή. Αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐθύπαρκτος, δημιουργεῖται. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄπειρος, χωρεῖται στὴν περιορισμένη ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο, γίνεται φτωχὸς, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ πλουτίσω ἐγὼ μὲ τὴν θεότητά Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραστήσει πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀστέρα τρέξε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους φέρε Του γιὰ δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Τίμησέ Τον ὡς Βασιλέα καὶ Θεὸ καὶ ὡς Λυτρωτή, ποὺ νεκρώθηκε γιὰ σένα. Μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες δόξασέ Τον, μὲ τοὺς ἀγγέλους ὕμνησέ Τον, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἂς εἶναι κοινὴ ἡ πανήγυρις τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων δυνάμεων…» (Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)

Ἱκέτης... (2)



Ἡ δίψα κουράζει κι οἱ παραισθήσεις μου διώχνουν
τ᾽ ἀτέρμονο κῦμα τῆς θάλασσας, ποὺ μὲ ζυγώνει·
ἐκστατικὴ στ᾽ ἀκρογυάλι ἡ φαντασία,
ἕνας ἱκέτης, μ᾽ ἁπλωμένα στὰ χέρια κοχύλια,
μετροῦσα τ᾽ ἀστέρια καὶ λάθεψα· δὲν ἄξιζα
νὰ κρατήσω γιὰ μένα, ἀπ᾽ τ᾽ ἄπειρα, χίλια...

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χαρὰ στὸν κόσμο


«Χριστὸς γεννέθεν χαρά σόν κόσμον», γεννήθηκε ο Χριστὸς, ἦλθε ἡ χαρά στὸν κόσμο, τραγουδάει ὁ λαός κι ἀποτυπώνει μέσα ἀπὸ τὴ λαϊκή θεολογία του τὴ μεγάλη ἀλήθεια καὶ τὸ οὐσιαστικότερο νόημα τῆς Ἐνσάρκωσης τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἀλήθεια γιὰ τὴν ὁποία οἱ θεολόγοι ἀφιερώνουν δεκάδες σελίδες, προσπαθώντας νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας. Καὶ μᾶς θυμίζουν οἱ στίχοι αὐτοὶ τὴν ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὴν Ἐλισάβετ, «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου…». Ἡ Παναγία γεύθηκε τὴ χαρὰ αὐτὴ ἀπὸ τότε ποὺ κυοφοροῦσε μέσα της τὸ Χριστό, καὶ δόξαζε τὸ Θεὸ, «ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ». Ἔτσι, ὅπως ἡ Παναγία δέχθηκε τὴ θεία χαρὰ γιὰ τὴ μεγάλη της ταπείνωση, κι ὁ κάθε ἄνθρωπος, κι ὁ πλέον ἁμαρτωλός, ὅταν ταπεινὰ δέχεται καὶ συνειδητοποιεῖ τὴν ἁμαρτωλότητά του, γίνεται μέτοχος τῆς χαρᾶς, τῆς χαρᾶς ἐκείνης ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔφερε πάνω στὴ γῆ. Ἀπὸ τὴ στιγμή ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος τὰ πάντα στὸν κόσμο ἔγιναν διαφορετικά, ἔγιναν καινούργια, ἀπέκτησαν νόημα. Ἀνέτειλε τὸ φῶς μέσα στὸ σκοτάδι, γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα μέσα στὴν ἀπελπισία, ξεπρόβαλε ἡ χαρὰ μέσα στὸν πόνο. Ὁ κόσμος αἰσθάνεται τὴν ἀλλαγὴ κι ὁ λαός εἴτε τραγουδάει, εἴτε ψάλλει προσκαλλεῖ τὴν κτίση ὁλόκληρη νὰ συμμετάσχει στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου· «Ἀγαλλιάσθω οὐρανός, γῆ εὐφραινέσθω· ὅτι ἐτέχθη ἐπὶ γῆς ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, παρέχων τῷ κόσμῳ τὴν ἀπολύτρωσιν».

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια


Τὴν ἀθληφόρον τοῦ Χριστοῦ τὴν πανένδοξον, Ἀναστασίαν, οἱ πιστοὶ ἱκετεύσωμεν, ὅπως Χριστὸς δεήσεσιν αὐτῆς τειχίσηται ἡμᾶς, ὅνπερ ἐπεπόθησεν ὡς νυμφίον οὐράνιον, πάντα ἀποπτύσασα πρὸς τὴν τούτου ἀπόλαυσιν. Κατ᾽ ἀοράτων γὰρ ἐχθρῶν καὶ ὁρατῶν, μεσίτης πέλει Κυρίῳ εὐπρόσδεκτος.



Οἱ μνῆμες ὅταν σου δημιουργοῦν αἰσθήματα χαρᾶς, σημαίνουν ζωή κι ἀγάπη… Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ζωή, ὅταν στὴν ἐκκλησιά τῆς μονῆς σοῦ πρωτο-ανοίχθηκε ὁ κόσμος, μὲ τὴν Ἁγία στὸ πλάι σου, παιδί δικό της!

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011


Κάτι ἀπὸ γῆ, κάτι ἀπὸ οὐρανό
ἔχει ἡ ζωή κι ἐρημώνει
ἄν δὲν τὴν ἀγαπήσεις...

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Ἰδοὺ καιρὸς ἤγγικε


Ἰδοὺ καιρὸς ἤγγικε τῆς σωτηρίας ἡμῶν·
εὐτρεπίζου Σπήλαιον, ἡ Παρθένος ἐγγίζει τοῦ τεκεῖν,
Βηθλεὲμ γῆ, Ἰούδα, τέρπου καὶ ἀγάλλου,
ὅτι ἐκ σοῦ ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν.
Ἀκούσατε ὄρη καὶ βουνοί,
καὶ τὰ περίχωρα τῆς Ἰουδαίας,
ὅτι ἔρχεται Χριστός, ἵνα σώσῃ ὃν ἔπλασεν ἄνθρωπον,
ὡς φιλάνθρωπος.

Φυλακισμένη ἡ καρδιά σὲ πάθη ποὺ τὰ λέγαμε χαρές καθημερνές, ὑπνωτισμένη, νὰ ξυπνήσει ἀρνεῖται. Τὰ Χριστούγεννα, γιορτὴ πάντα τῆς κατανάλωσης, τῶν φώτων καὶ τῶν δώρων. «Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν», ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας, εἶπε ὁ Κύριος. Ὁ «θησαυρός» μας τόσα χρόνια συσσωρεύονταν σὲ καθετὶ φανταχτερό καὶ ἀνούσιο, στὰ περιττὰ κι ἀνώφελα γιὰ τὴ ζωή μας. Ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε στὸ θόρυβο καὶ στὸν πλοῦτο, σχεδὸν κρυφά, ἀθέατα ἀπὸ ἀνθρώπους, στὴν πιὸ φτωχὴ γωνειά. Ἡ χαρὰ δὲν βρίσκεται στὴν πλησμονή, μὰ στὴν ἀγάπη…

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

ἱκέτης...


τὸ δειλινὸ μοῦ σβύνει τὶς ἐλπίδες,
ὁ χρόνος τοῦ ἀγώνα λιγοστεύει·
θαμπώνει ὁ φόβος τὶς ἀχτίδες,
νυχτώνει πιά· ζωὴ δὲν περισσεύει...
σύννεφα ἁπλώνονται οἱ στίχοι,
ρίμες πικρές, ρομαντικὲς
κι «ὁ κόσμος χάλασε».
Σκέψεις βουβές, ὠμές·
δὲν ἔζησα, δὲν πέθανα·
ἕνας ἱκέτης εἶμαι...

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Διονυσίου, ἐπισκόπου Αἰγίνης...


«Μνήμη δικαίου μετ' ἐγκωμίων, καὶ εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν αὐτοῦ. Μακάριος ἄνθρωπος, ὃς εὗρε σοφίαν, καὶ θνητὸς ὃς οἶδε φρόνησιν. Κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι, ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς. Τιμιωτέρα δὲ ἐστι λίθων πολυτελῶν, οὐκ ἀντιτάξεται αὐτῇ οὐδὲν πονηρόν· εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτῇ, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. Ἐκ γὰρ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ».

Τὴ μνήμη τοῦ δικαίου ἐγκώμια τὴ συνοδεύουν, κι ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου θὰ εἶναι πάνω στὸ κεφάλι του. Χαρὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ βρῆκε τὴ σοφία, στὸν θνητὸ ποὺ γνώρισε τὴ φρόνηση· γιατὶ εἶναι καλύτερα νὰ ἔχει κάποιος κέρδος ἀπ᾽αὐτὴν, παρὰ ἀπὸ σωροὺς χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ ἀκριβὰ πετράδια, κανένα πράγμα πονηρὸ ἀντίκρυ της δὲν θὰ σταθεῖ· ὅσοι τὴν πλησιάζουνε εὔκολα τὴν ἀναγνωρίζουν, μὰ κανένα πράγμα πολυτίμητο δὲν εἶναι ἰσάξιό της· γιατὶ δικαιοσύνη βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα της, κι εἶναι τὰ λόγια της σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, κι ὅλο ἀγάπη.


Λόγια τῆς Γραφῆς, ποὺ ἁρμόζουν ὄχι μόνο στὸν ἑορταζόμενο ἅγιο Διονύσιο, ἐπίσκοπο Αἰγίνης, μὰ καὶ στὸν μακαριστό κυρό Διονύσιο Ψαριανό, ὁ ὁποῖος, μὲ βαθιὰ τὴ συναίσθηση τῆς ποιμαντικῆς του εὐθύνης, ὁμιλοῦσε πάντα μὲ πόνο γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, στοχεύοντας τὴν ἀλήθεια:

«...Ἀφῆστε μέσα στοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὴν ξεριζώνετε, τὴν πίστη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μιλῆστε τους γιὰ δικαιοσύνη καὶ γιὰ ἰσότητα καὶ γιὰ ἐλευθερία καὶ γιὰ εἰρήνη, καὶ γιὰ ὅλα ὅσα εἶναι ἀλήθειες καὶ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Ἄν πεθάνετε μέσα στοὺς ἀνθρώπους τὸ Θεό καὶ ἄν τοὺς γκρεμίσετε τὴν πίστη, μὴν ἐλπίζετε πὼς τότε θὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ χτίσουν τὴ ζωή τους. Γιὰ κάτι καλύτερο εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος· ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ζήσει! Ζήτημα βέβαια εἶναι πάντα, τὶ θαρροῦμε πὼς εἶναι ζωή. Γιατὶ πολλὲς φορὲς ἐκεῖνο ποὺ βλέπομε γιὰ ζωὴ εἶναι θάνατος. Αὐτὸς ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸ ἐρώτημά του πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό διερμήνευε ἕναν πανανθρώπινο πόθο· ‘τὶ πρέπει νὰ κάμω, γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;’ –Νὰ ξεχωρίσεις, ἀδελφέ μου, τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὰ πράγματα· νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ ὑλικοῦ πλούτου· κι ἄν αὐτὸ εἶναι δύσκολο καὶ ἀκατόρθωτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ κείνους ποὺ τὸ θέλουν, τὸ μπορεῖ ὁ Θεός!» (Ἀπόσπασμα κηρύγματος στὴ ΙΓ´Λουκᾶ).

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Ζητιάνος

Ἀνακατεμένος στὰ βήματα,
τὰ καθημερινὰ τ᾽ ἀπάνθρωπα,
τ᾽ ἀλλοτριωμένα τοῦ πλήθους,
σφίγγετ᾽ ἡ καρδιά μου
μπρὸς στὸ κονσερβοκούτι
τὸ καθημερινὸ, τ᾽ ἀπάνθρωπο,
τὸ ἐπαγγελματικὸ,
τοῦ σακάτη ζητιάνου.
φωνὲς τραγικές, κωμικές,
παράφωνες γι᾽ ἀγάπης τραγούδια,
ζητοῦν ἐξιλασμό
στὸν ἦχο τῆς δραχμῆς τοῦ διαβάτη...

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

6 Δεκεμβρίου, Ἁγίου Νικολάου


Παροιμιῶν τὸ ἀνάγνωσμα

«Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν, γλῶσσα δὲ ἀδίκου ἐξολεῖται. χείλη ἀνδρῶν δικαίων ἀποστάζει χάριτας, στόμα δὲ ἀσεβῶν ἀποστρέφεται. Ζυγοὶ δόλιοι βδέλυγμα ἐνώπιον Κυρίου, στάθμιον δὲ δίκαιον δεκτὸν αὐτῷ. οὗ ἐὰν εἰσέλθῃ ὕβρις, ἐκεῖ καὶ ἀτιμία· στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾷ σοφίαν. Τελειότης εὐθέων ὁδηγήσει αὐτούς, καὶ ὑποσκελισμὸς ἀθετούντων προνομεύσει αὐτούς.Οὐκ ὠφελήσει ὑπάρχοντα ἐν ἡμέρᾳ θυμοῦ· δικαιοσύνη δὲ ῥύσεται ἀπὸ θανάτου.»

Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ δικαίου βγαίνουν πάντα λόγια σοφά, ἡ γλώσσα ὅμως τοῦ ἄδικου θὰ καταστραφεῖ. Ἀπό τὰ χείλη τῶν δικαίων σταλάζουν χάρες, τὸ στόμα ὅμως τῶν ἀσεβῶν εἶναι ἀποκρουστικό. Τὶς ζυγαριὲς ποὺ κλέβουν, ὁ Κύριος τὶς μισεῖ, ἐνῶ ἀποδέχεται τὸ ζύγι τὸ σωστό. Ὅπου εἰσχωρεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐξευτελισμός, ἐνῶ οἱ ταπεινόφρονες σκέφτονται συνετὰ προτοῦ μιλήσουν. Ἡ ἀκεραιότητα τοὺς τίμιους ἀνθρώπους ὁδηγεῖ, μὰ ὅσοι τὸ νόμο ἀθετοῦν λάφυρο θά ᾽χουν τὴν ἀποτυχία. Τὰ πλούτη εἶν᾽ ἀνώφελα τὴ μέρα τῆς θείας ὀργῆς, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη λυτρώνει ἀπὸ τὸν θάνατο. (Μετάφρ. ἀπὸ τὸ Προφητολόγιον, Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἐταιρίας)

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

ἀρχὴ ἐγένετο τῇ 2α Δεκεμβρίου, Ἀββακοὺμ τοῦ προφήτου


Τὸ κοινωνικὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τῶν Προφητῶν τραβάει πάντα τὴν προσοχὴ ἐκείνων ποὺ μελετοῦν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, σὰν ἀποκάλυψη βέβαια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ σὰν βιβλίο στὸ ὁποῖο περιέχεται ἱστορία πολλῶν αἰώνων. Στὸ βιβλίο τοῦ προφήτου Ἀββακούμ, ποὺ εἶναι ὁ ὄγδοος στὴ σειρὰ τῶν «ἐλασσόνων» Προφητῶν καὶ τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία σήμερα ἑορτάζει τὴ μνήμη, εἰκονίζεται μὲ ζωηρὰ χρώματα ἡ κοινωνικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς του.«...διεσκέδασται νόμος, καὶ οὐ διεξάγεται εἰς τέλος κρῖμα, ὅτι ἀσεβὴς καταδυναστεύει τὸν δίκαιον...». Ὁ νόμος καταπατεῖται, δικαιοσύνη δὲν ἀπονέμεται, ἀδικία καὶ καταδυνάστευση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν ἰσχυρῶν μαστίζει τὸ λαό. Ἀλλ᾽ ἀκριβῶς μέσα στὴν κοινωνικὴ αὐτὴ ἀποσύνθεση συντελεῖται τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. «Ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ ἐπιβλέψατε, καὶ θαυμάσατε θαυμάσια, καὶ ἀφανίσθητε. Διότι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ὅ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐὰν τις διηγῆται».
(Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μικρὸς Συναξαριστὴς, Ἀθήνα, 1980, σ.2 Δεκεμβρίου)

Βήματα δειλά, εἴσοδος σ᾽ ἕνα χῶρο πρωτόγνωρο, μὲ τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας, ἀπὸ τὸν μακαριστὸ κυρὸ-Διονύσιο. Ἡ προφητεία ὑπῆρξε πάντα ἐλεγκτική καὶ καλοῦσε στὴ μεταμόρφωση τῆς ζωῆς σὲ σχέση μὲ τὸ Θεό. Προετοίμαζε τὸ λαὸ νὰ δεχθεῖ τὸν «Ξένο», ποὺ θὰ τοῦ ἀποκάλυπτε καὶ θὰ τοῦ πρόσφερε τὴν ξενητεία τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ζωῆς. Μόνο ἕνας ξένος θὰ μποροῦσε νὰ σώσει τὸν κόσμο, δὲν μπορεῖς νὰ τὸν σώσεις ἄν εἶσαι μέρος του, πρέπει πρῶτα νὰ τὸν ἀπορρίψεις ὁλοκληρωτικά! Μονάχα ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία, αὐτὴ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη, μπορεῖ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος σώζει τὸν κόσμο γιατὶ εἶναι ξένος, γιατὶ ἀγαπᾶ, γιατὶ ἔγινε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν... Δὲν τὸν νοιάζει γιὰ Ἐκεῖνον, δὲν κρατάει τίποτε γιὰ Ἐκεῖνον, ζωή του εἶναι ἡ ζωή μας.Ὅταν ἀγαπᾶς γίνεσαι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶσαι, γίνεσαι ὁ ἄλλος, γίνεσαι «ξένος»...