+ Ἐπισκόπου, Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
ΛΣΤ Κυριακὴ Γ Ματθαίου (Ματθαῖος, 17,14-23) 4
Σεπτεμβρίου 1983
Ἡ ἀρρώστια
ξεπερνάει τὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ τὴν νικήση. Εἶναι ἡ φθορὰ μέσα του, μὲ
τὴν ὁποία γεννιέται καὶ τὴ σηκώνει διὰ βίου. Εἶναι ἡ κακὴ κληρονομιὰ τῆς
πτώσεώς του στὸν Παράδεισο ὅταν μὲ τὴν ἁμαρτία μπῆκε στὸν κόσμο ἡ φθορὰ καὶ ὁ
θάνατος. Μὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς συνέπειές της μόνο ὁ Θεὸς
λυτρώνει καὶ σώζει. Τὸν αἴτιο τῆς ἁμαρτίας, τὸν τύραννο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν
ἐχθρό τῆς σωτηρίας του, τὸν ἀνθρωποκτόνο διάβολο μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸν
ἐξουδετερώση, ὅταν μὲ ὁποιαδήποτε μορφὴ δυναστεύη καὶ βασανίζη τὸν ἄνθρωπο. Στὸ
σημεῖο αὐτὸ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁλοκάθαρη καὶ ἡ θεία Γραφὴ χωρὶς
περιστροφὲς λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου κατάργησῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ ’
ἔστι τὸν διάβολον»[1], γιὰ νὰ
ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Γι’ αὐτὸ ἡ
Ἐκκλησία, καὶ στὸ «Πάτερ ἡμῶν...»[2] κάθε
μέρα καὶ σὲ κάθε προσευχή της καὶ δέηση, ζητάει τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ
τὴν ἐπήρεια τοῦ δαιμονικοῦ· «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς
ἀπὸ τοῦ πονηροῦ...»[3].
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ τὸ δίδαξε αὐτό, δὲν γελάστηκε οὔτε στὴν ἐκτίμηση τῆς
πραγματικότητας οὔτε καὶ στὰ λόγια του. Ἀλλὰ ἄς ἔλθωμε τώρα στὸ αὐριανὸ
Εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὴ θεραπεία ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἑνὸς
δαιμονιζόμενου παιδιοῦ.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνας ἄνθρωπος
πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, γονάτισε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε· «Κύριε, κάμε ἔλεος στὸ
παιδί μου, ποὺ σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει· πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ
πολλὲς φορὲς στὸ νερό. Τὸ ᾽φερα στοὺς μαθητές σου καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ
θεραπεύσουν». Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· «Ὦ ἄπιστη καὶ κακότροπη γενεά!
Ὥς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας. Ὥς πότε θὰ σᾶς βαστάξω; Φέρτε μου ἐδῶ το παιδί». Καὶ
τοῦ μίλησε αὐστηρὰ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ παιδὶ τὸ δαιμόνιο κι ἔγινε καλὰ ἀπὸ κείνη
τὴν ὥρα. Τότε οἱ μαθητὲς πλησίασαν ἰδιαίτερα τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπαν· «Γιατί
ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλωμε;». Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «Γιὰ τὴν ἀπιστία
σας. Σᾶς βεβαιώνω πώς, ἂν ἔχετε πίστη μόνο ἴσα μ’ ἕνα σπυρὶ σιναπιοῦ, θὰ πῆτε
σὲ τοῦτο τὸ βουνό· ‘Πήγαινε ἀπ’ ἐδῶ ἐκεῖ᾽ καὶ θὰ πάη· καὶ τίποτε δὲν θὰ σταθῆ
σὲ σᾶς ἀδύνατο. Ὅσο γιὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, αὐτὸ δὲν βγαίνει παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ
νηστεία». Κι ὅταν περιώδευαν στὴ Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς· «Ὁ Υἱὸς τοῦ
ἀνθρώπου θὰ παραδοθῆ σὲ χέρια ἀνθρώπων καὶ θὰ τὸν σκοτώσουν καὶ τὴν τρίτη μέρα
θὰ ἀναστηθῆ».
Καθαρὰ φαίνεται στὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ πὼς
ἡ ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ δὲν ἦταν σωματική, ἀλλὰ πνευματική, ποὺ εἶχε συνέπειες
στὴ σωματική του ὑγεία. Ὄχι ἐπιληψία, ἀλλὰ δαιμονοπληξία. Ὁ πατέρας λέγει πὼς
τὸ παιδὶ «σεληνιάζεται»[4],
ἀλλὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς γράφει ὅτι «ἐξῆλθεν
ἀπ’ αὐτοῦ το δαιμόνιον»[5].
Πάει νὰ πῆ πὼς ἡ ἀρρώστια δὲν ἦταν ὅ,τι συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νὰ λένε
σεληνιασμό, δηλαδὴ ἐπιληψία, ἀλλὰ χτύπημα τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Αὐτὸ
βεβαιώνεται κι ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε ὅτι «τοῦτο τὸ γένος, δηλαδὴ τὰ πονηρὰ πνεύματα,
δὲν βγαίνουν μὲσ ’ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία»[6].
Ὁ πατέρας πιστεύει πὼς τὸ παιδὶ του εἶναι ἄρρωστο σωματικά, ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο
βεβαιώνει πὼς ἡ ἀρρώστια εἶναι περισσότερο ἀπὸ σωματική. Ἴσως αὐτὴ τὴν
πλανεμένη γνώμη τοῦ πατέρα νὰ θέλη νὰ ἐλέγξη ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν λέγη αὐτὰ
τὰ λόγια· «Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη!...»[7]. Ὁ Θεὸς
πραγματικὰ λυπᾶται, ὅταν θελημένα πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι, ὅταν δὲν θέλουνε νὰ
ξέρουν ὅ,τι πραγματικά τους συμβαίνει. Σὲ κάποια ἄλλη περίπτωση τὸ Εὐαγγέλιο
λέγει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λυπότανε γιὰ τοὺς Φαρισαίους «ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας
αὐτῶν»[8]· γιατί ἡ
καρδιὰ τους ἦταν στεγνὴ κι ἀναίσθητη σὰν πέτρα. Αὐτὸ εἶναι καὶ ἀπιστία καὶ
διαστροφή, γιὰ τὰ ὁποῖα πραγματικὰ λυπᾶται ὁ Θεός· «Ὢ γενεὰ ἄπιστος καὶ
διεστραμμένη!...».
Φοβούμαστε ὅμως μήπως τέτοια εἶναι ἡ γενεά μας.
Μήπως δὲν θέλομε νὰ ξερωμε πόσο μεγάλα εἶναι τὰ κακὰ ποὺ μᾶς δέρνουν καὶ
θελημένα πλανιούμαστε. Παρ’ ὅλο, ποὺ γιὰ νὰ μὴν πιστεύωμε σὲ Θεό, εἴμαστε ὅλοι
δεισιδαίμονες καὶ προληπτικοί, ὅμως καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ πονηροῦ πνεύματος
ἀρνιούμαστε κι ὅσα μᾶς συμβαίνουν τὰ ἀποδίδομε μόνο σὲ φυσικὲς αἰτίες. Τὸ
θεωροῦμε ἀνάξιο νὰ σκεφτοῦμε μήπως εἴμαστε αἰχμάλωτοι τοῦ πονηροῦ, μήπως
εἴμαστε περισσότερο ἄρρωστοι ἀπ’ ὅ,τι νομίζομε, μήπως ἡ θεραπεία μας ἐξαρτᾶται
ὄχι ἀπὸ ἄνθρωπο, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν ἴδιο το Θεό. Εἶναι τόσο κρίσιμος ὁ καιρός μας κι
εἶναι τόσο τραγικὲς οἱ στιγμὲς ποὺ ζῆ ὁ κόσμος, ὥστε μόνο ἂν βάλη ὁ Θεὸς τὸ
χέρι του θὰ σωθοῦμε. Αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ λέμε τώρα πολλοὶ ποὺ τὰ ἀκοῦνε θὰ ποῦν
πὼς εἶναι ὑπερβολικά, πὼς εἶναι ἀνεδαφικὰ καὶ μωρά, πὼς ὁ κόσμος δὲν κινδυνεύει
καὶ πὼς ὅλα θὰ πᾶνε καλά, φτάνει μόνο νὰ πιστέψουμε στὸν ἑαυτό μας. Μὰ αὐτὸ θὰ
πῆ πὼς μήτε τὴ φύση τῆς ἀρρώστιας μας ξέρομε μήτε τὸ γιατρὸ ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς
κάμη καλὰ γνωρίζομε. Εἴμαστε περισσότερο ἄρρωστοι ἀπ’ ὅ,τι θαρροῦμε, κι ἡ
ἀρρώστια μας δὲν εἶναι σωματική, ἀλλὰ πνευματική. Ὁ κόσμος, καθὼς βεβαιώνει ἡ θεία
Γραφή, «κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ»[9],
κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης.
Τὸ νὰ ὁμιλῆ σήμερα κανεὶς γιὰ δαιμονικὴ ἐπίδραση στὴ
σκέψη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι πολὺ τολμηρὸ καὶ ἐπικίνδυνο. Οἱ
ἄνθρωποι δὲν εἶναι πρόθυμοι νὰ ἀκούσουν στὰ σοβαρὰ τέτοιο λόγο, ὅταν καὶ γιὰ τὸ
Θεὸ κάθε λόγο δύσπιστα τὸν ἀκοῦνε. Τὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων τὴν
ξέρανε ἡ ἀπιστία. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔβγαλε ἀπὸ τὴ ζωὴ του τὸ Θεὸ καὶ στὴ
θέση τοῦ Θεοῦ ἔβαλε γιὰ Θεὸ τὸν ἑαυτό του. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου ὑπερβολικὸ καὶ
παράτολμο νὰ ποῦμε μήπως ὁ καιρὸς μας εἶναι ὁ καιρὸς τῆς ἀποστασίας, γιὰ τὸν ὁποῖο
γράφει ὁ Ἀπόστολος στὴ δεύτερη πρὸς Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή. Τότε θὰ ἀποκαλυφθῆ
ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἤ σέβασμα,
ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ
Θεὸς»[10].
Μήπως λοιπὸν αὐτὸς ὁ καιρὸς εἶναι ὁ καιρός μας; Γιατί πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος
ἐπαναστάτησε καὶ σήκωσε κεφάλι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ πάει νὰ γκρεμίση ὅ,τι
μέχρι τώρα ἦταν ἱερὸ καὶ ὅσιο· κάθισε τὸν ἑαυτό του στὴ θέση τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν
ἀξίωση πὼς αὐτὸς εἶναι Θεός. Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο κλίμα, ὅταν κάθε λόγος γιὰ τὸ
Θεὸ εἶναι δύσκολος, πολὺ δυσκολώτερα μπορεῖ κανεὶς νὰ ὁμιλήση γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς
πλάνης, γιὰ δαιμονικὴ ἐπίδραση στὴ σκέψη καὶ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλὰ εἶναι
κι αὐτὸ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ πνεύματος· νὰ βάζη στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἰδέα πὼς
δὲν ὑπάρχει, καὶ κάθε λόγος ποὺ γίνεται γι’ αὐτὸ νὰ τὸν θεωροῦν ξεπερασμένο καὶ
νὰ τὸν εἰρωνεύωνται. Μὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅλη ἡ θεία Γραφὴ ὁμιλεῖ γιὰ τὸ πνεῦμα
τῆς πλάνης, ποὺ πλανᾶ «τὴν οἰκουμένην
ὅλην»[11].
Ἂν αὐτὰ ποὺ λέμε τώρα ἦσαν λόγος δικός μας, δὲν θὰ εἴχαμε τὴν ἀξίωση νὰ τὰ
ἀκούση κανείς, μὰ εἶναι λόγος τοῦ Θεοῦ στὴ θεία Γραφή. Ὅλη ἡ θεία Γραφή, καθὼς
ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὸ διάβολο. Ὄχι σὰν ἕνα
δεύτερο θεό, θεὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ τὸν ἀρχάγγελο, ποὺ κρημνίσθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ
καὶ «ἄχρι καιροῦ»[12]
ἀντιστρατεύεται στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Χωρὶς τὸν
διάβολο, ὄχι σὰν προσωποποίηση τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ προσωπικὴ πνευματικὴ ὕπαρξη, καὶ
ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ θείου Λόγου καὶ ὅλο το μυστήριο τῆς
θείας οἰκονομίας, μένουν ἀνεξήγητα.
Ἀπαισιόδοξο φαίνεται τὸ σημερινὸ κήρυγμα. Ἀλλ’ ὅμως
εἶναι ὁ λόγος ποὺ πρέπει νὰ κηρύξη μὲ συνείδηση εὐθύνης ἡ Ἐκκλησία. Στοὺς
μαθητές, ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ πονηρὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸ ἄρρωστο παιδί, ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε πὼς «τοῦτο τὸ γένος οὐκ
ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»[13].
Ποιὸς θὰ τὸ πῆ καὶ ποιὸς θὰ τὸ κηρύξη αὐτὸ στὸ σύγχρονο κόσμο; στὸν κόσμο, ποὺ
δὲν πεινᾶ καὶ δὲν διψᾶ τὴ δικαιοσύνη, στὸν κόσμο ποὺ μέσα στὴν πλησμονὴ τῶν
ὑλικῶν ἀγαθῶν τοῦ «λιμῷ ἀπολλυται»; Μπροστὰ στοὺς μεγάλους κινδύνους ποὺ μᾶς
ἀπειλοῦν καὶ μέσα στὴν ἀδυναμία ὅλων τῶν ἀνθρώπινων μέσων γιὰ νὰ δοῦμε
καλύτερες ἡμέρες καὶ νὰ σωθοῦμε, δὲν μένει παρὰ νὰ ἀκούσωμε τὸ κήρυγμα τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ πάντα μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια. Δὲν θὰ μᾶς σώση οὔτε ἡ σοφία μας
οὔτε ἡ δύναμή μας, γιατί ἡ ἀρρώστια μας δὲν εἶναι σωματική, ἀλλὰ πνευματική. Ἄς
προσευχηθοῦμε λοιπὸν κι ἄς νηστέψουμε, καὶ μὲ μιὰ λέξη, ἄς μετανοήσουμε. Ἀμήν.