Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ΜΑΤΘΑΙΟΥ

+ Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ Η´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ἡ ἀποστολική περικοπή στήν αὐριανή θεία Λειτουργία μᾶς δίνει ἀφορμή, ἐξηγώντας τά θεόπνευστα λόγια, νά ὁμιλήσουμε πάλι γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα, καθώς ὁμολογοῦμε στό ἱερό Σύμβολο τῆς πίστεως, εἶναι ἡ πρώτη ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας·«Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»[1]. Ἡ Ἐκκλησία πρῶτα εἶναι μία κι ὕστερα ἁγία, καθολική καί ἀποστολική. Ἄν δέν εἶναι μία, καμμία ἐγγύηση καί βεβαιότητα ὑπάρχει πώς εἶναι ὅλα τὰ ἄλλα. Ἀρχίζοντας τήν πρώτη ἐπιστολή του πρός Κορινθίους, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν γράφει γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα θεωρητικά. Ἔχει πραγματικά καί συγκεκριμένα γεγονότα, στά ὁποῖα ἀναφέρεται καί γιά τά ὁποῖα γράφει. Ἄς ἀκούσωμε τό ἱερό κείμενο σέ νεοελληνική γλωσσική ἀπόδοση.
+«Ἀδελφοί, σᾶς παρακαλῶ στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά λέτε ὅλοι το ἴδιο καί νά μήν ὑπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα, ἀλλά νά ταιριάζετε καί νά συμφωνῆτε στήν ἴδια σκέψη καί στήν ἴδια γνώμη. Γιατί μοῦ εἶπαν γιά σᾶς, ἀδελφοί μου, ἄνθρωποι τῆς Χλόης πώς ὑπάρχουν μεταξύ σας ἔριδες. Καί ἐννοῶ τοῦτο, ὅτι ἄλλος ἀπό σᾶς λέγει· ´´Ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου´´· ἄλλος ´´Ἔγω εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ’´· ἄλλος ´´Ἐγώ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ´’· ἄλλος ´‘Ἐγώ τοῦ Χριστοῦ’´. Κομματιάστηκε λοιπόν ὁ Χριστός; Μήν τάχα καί σταυρώθηκε ὁ Παῦλος γιά σᾶς; Ἤ μή καί βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Παύλου; Δόξα “τῷ Θεῷ”! Κανέναν ἀπό σᾶς δέν βάπτισα παρά μόνο τόν Κρίσπο καί τόν Γάϊο, γιά νά μήν πῆ κανείς ὅτι στό ὄνομά μου βάπτισα. Βάπτισα ἀκόμα καί τό σπιτικό του Στεφανᾶ· λοιπόν δέν ξέρω ἄν βάπτισα κανέναν ἄλλο. Γιατί ὁ Χριστός δέν μ’ ἔστειλε νά βαπτίζω, ἀλλά νά κηρύττω τό Εὐαγγέλιο, καί νά κηρύττω χωρίς ρητορική τέχνη, γιά νά μήν ξεπέση ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ».
Ἀπ’ ὅλα τα ζητήματα, πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, γιά τά ὁποῖα καί θά γράψη στήν ἐπιστολή του, τόν Ἀπόστολο ἐνδιαφέρει πρῶτα ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα. Μά καί τό πόσο εἶναι δύσκολο νά διαλυθοῦν οἱ φατρίες καί νά μονοιάσουν οἱ ἄνθρωποι τό ξέρει ὁ Ἀπόστολος καί τό βλέπομε στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γράφει. Πρῶτα παρακαλεῖ κι ὕστερα παίρνει βοηθό τοῦ τόν Ἰησοῦ Χριστό· «παρακαλῶ ὑμᾶς διά τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[2]. Λέγει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅτι «παρακαλεῖ διά τοῦ Χριστοῦ, ὡς οὐδέ αὐτός ἀρκῶν μόνος ταύτην θέσθαι τήν ἱκετηρίαν καί πεῖσαι»[3]·  δηλαδή, παίρνει σύμμαχό του τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί αἰσθάνεται πώς τοῦ χρειάζεται πολλή δύναμη, γιά νά κάμη αὐτή τήν παράκληση καί νά μπορέση νά πείση αὐτούς πού φατριάζουν καί ἐρίζουν μεταξύ τους. Εἰδικά μέ τό «παρακαλῶ» αὐτό τοῦ Ἀποστόλου θά θέλαμε νά τονίσουμε ὅτι γιά τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἄλλος καλύτερος τρόπος ποιμαντικῆς διοίκησης δέν ὑπάρχει ἀπό τό νά παρακαλοῦν. Οἱ ἐντολές κι οἱ διαταγές εἶναι γιά τήν πολιτική καί στρατιωτική διοίκηση καί δέν ἔχουν θέση στήν Ἐκκλησία. Πόσοι βέβαια καταλαβαίνουν καί ἐκτιμοῦν τό «παρακαλῶ» εἶναι ἄλλο ζήτημα, πού δέν βασανίζει λίγο τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν βρίσκωνται σέ πολύ δύσκολη θέση καί δέν ξέρουν πῶς νά συνδυάσουν τήν ἐπιείκεια μέ τήν αὐστηρότητα.
Αὐτό πού συνέβαινε στήν Κόρινθο εἶναι ἕνα κλασσικό παράδειγμα φατριασμοῦ καί διαίρεσης στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖνο δέ πού θά πρέπει νά μήν παρατρέξουμε εἶναι ὅτι ὁ διχασμός κι ἡ διαίρεση αὐτή συμβαίνει πάντα ἐξαιτίας τῶν προσώπων καί γιά χάρη τῶν προσώπων. Αὐτό εἶναι πολύ φυσικό, ἀφοῦ τίποτε γυμνό κι ἀπρόσωπο δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία. Αὐτό θά πῆ πώς καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ διδαχή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα καί ἡ εἰρήνη στήν Ἐκκλησία, τό σχίσμα καί ἡ αἵρεση, ὅλ’ αὐτά δέν εἶναι θεωρητικά καί ἰδεατά, ἀλλά προσωπική μαρτυρία καί κοινωνία. Γιά νά ὁμιλήσουμε πιό ἁπλά· οἱ χριστιανοί δέν πιστεύουν σέ ἰδέες καί σέ θεωρητικά σχήματα, ἀλλά στό Θεό καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Καί δέν μονοιάζουν καί δέν χωρίζονται παρά σηκώνοντας γιά σημαία ἕνα πρόσωπο· τόν Παῦλο, τόν Ἀπολλώ, τόν Κηφά. Ἐδῶ τώρα φαίνεται ἡ ἀξία τῶν Ἁγίων γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προσοχή τῶν ποιμένων γιά νά κρατήσουν ἑνωμένους τούς πιστούς. Ἡ ἀνθρώπινη ματαιοδοξία μπορεῖ νά κάμη μεγάλο κακό στήν Ἐκκλησία μέ τήν προσωπολατρία, ἀλλ’ ὅμως σκοπός δέν εἶναι νά ἀγαποῦν οἱ πιστοί καί νά λατρεύουν τόν ποιμένα, ἀλλά νά ἀγαπᾶ ὁ ποιμένας τούς πιστούς. Ἀλλιῶς τά πράγματα πᾶνε ἀλλοῦ, κι ἐκεῖνοι πού τάχθηκαν γιά νά τηροῦν τήν ἑνότητα γίνονται αἴτιοι νά σχίζεται καί νά διχάζεται ἡ Ἐκκλησία. Ὅλα τα σχίσματα κι ὅλες οἱ αἱρέσεις στήν ἱστορική ζωή τῆς Ἐκκλησίας πῆραν ἕνα ὄνομα, κι αὐτό εἶναι τό ὄνομα ἑνός ἀνθρώπου, πού θέλησε νά ὑποκατασταθῆ στή θέση τῆς ἀλήθειας, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος μέ κανέναν τρόπο δέν τολμᾶ καί δέν ἀνέχεται γιά τόν ἑαυτό τοῦ τέτοιο πρᾶγμα. Γι’ αὐτό καί διαμαρτύρεται ἔντονα· «Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μή Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπέρ ὑμῶν; Ἤ εἰς τό ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε;»[4]. Μακάρι ὅλοι οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, μικροί καί μεγάλοι, νά εἴχαμε τή συναίσθηση τῆς εὐθύνης τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μακάρι τό ἴδιο νά φοβούμασταν γιά τό σχίσμα ἐξαιτίας μας καί τή διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Μακάρι μέ τόν ἴδιο τρόπο νά διαμαρτυρόμασταν καί νά μή λέγαμε «Ἐμένα μ ’ ἀγαπάει ὁ λαός καί μέ λατρεύει». Ὁ Θεός δέν μᾶς ἔστειλε γιά νά μᾶς ἀγαπάη ὁ λαός, ἀλλά γιά ν’ ἀγαπᾶμε ἐμεῖς τό λαό. Κι ἄν μᾶς ἀγαπάη ὁ λαός, «δόξα τῷ Θεῷ», μά ἐμεῖς ἄς μήν τόν ξερωμε κι ἄς ἔχωμε πάντα το φόβο μήπως καί γίνωμε αἰτία σχίσματος καί φατρίας στήν Ἐκκλησία. Ὁ Ἀπόστολος, γιά τό φόβο προσωπολατρίας καί διαίρεσης στήν Ἐκκλησία, προχωρεῖ ἀκόμα ἕνα βῆμα· Ἀποφεύγει νά βαπτίζη. Ὄχι πώς ὑποτιμᾶ τό Μυστήριο, ἀλλά φυλάγεται ἀπό προσωπικές εὔνοιες καί συμπάθειες, πού εἶναι φυσικό νά δημιουργοῦνται σέ βάρος τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς τό ποῦμε κι ἄς τό κηρύξουμε φανερά, μέ φόβο νά μᾶς κατηγορήση κάποιος ὅτι σήμερα ἡ ὁμιλία μας δέν ἀπευθύνεται στό λαό, ἀλλά στόν ἱερό κλῆρο καί στούς ποιμένες τοῦ λαοῦ. Ἄς τό ποῦμε λοιπόν φανερά· ὁ λαός δέν φατριάζει καί δέν χωρίζεται μόνος του, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῶν ποιμένων του, πού ὅσο περισσότερο πιστεύουν πώς εἶναι καλοί, τόσο καί πιό πολύ κακό μπορεῖ νά κάμουν στήν Ἐκκλησία. Οἱ Ἅγιοι δέν τό ξέρουν πώς εἶναι ἅγιοι, ἀλλά πάντα φοβοῦνται πώς εἶναι ἁμαρτωλοί. Μά οὔτε καί τήν ἁμαρτωλότητά τους τήν διαφημίζουν, γιατ’ εἶναι κι αὐτός ἕνας ἄλλος τρόπος αὐτοπροβολῆς, πού δέν τόν θέλει ὁ Θεός οὔτε συμφέρει στήν Ἐκκλησία. Μόνο προσέχουν, γιατί κι ὁ Ἀπόστολος, στήν περίφημη ἐκείνη ὁμιλία του στή Μίλητο πρός τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό συνιστᾶ, τήν προσοχή «Προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ»[5]. Σημασία πάλι ἐδῶ ἔχει τό «παντί τῷ ποιμνίῳ»,γιατί αὐτό κάνουν οἱ ἀρχηγοί τῶν σχισμάτων, χωρίζουν τούς πιστούς, καθώς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, σέ «υἱούς εὐλογίας»καί σέ «υἱούς κατάρας»[6]· οἱ μισοί εἶναι δικοί μας κι οἱ ἄλλοι μισοί ξένοι.
Ἡ σταυρική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι τό κεντρικό γεγονός στό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Καί τό μυστήριο τοῦτο ἡ Ἐκκλησία δέν τό ἑρμηνεύει, ἀλλά τό προσκυνάει· «τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν, Δέσποτα...».Κάθε διαλεκτική καί κάθε ρητορεία, γιά νά ἑρμηνευθῆ τό μυστήριο, εἶναι κένωση τοῦ Σταυροῦ, ἄδειασμα δηλαδή τοῦ μυστηρίου. Μέ τή φιλοσοφία καί τή ρητορεία τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ξεπέφτει σέ μιά κοινή ὑπόθεση, πού πᾶμε νά τή στηρίξουμε μέ δικούς μας συλλογισμούς καί νά τήν ὡραιοποιήσουμε μέ ρητορικά σχήματα. Ὁ Ἀπόστολος δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του τέτοια, πού θά ἦταν ὄχι μόνο ἀσέβεια πρός τό μυστήριο, μά καί σέ βάρος τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι κάτι, πού δέν τό κρίνει ἀπό μόνος του ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά τό βλέπει καί τό αἰσθάνεται ἐπάνω του ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἔστειλε νά εὐαγγελίζεται«οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μή κενωθῇ ὁ σταυρός...»[7]. Ὄχι μόνο γιατί δέν ἑρμηνεύεται τό μυστήριο, ἀλλά καί γιατί οἱ ἄνθρωποι, καθώς πάλι λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ληροῦν καί περιχάσκουν, γύρω ἀπό τούς μεγαλόστομους ρήτορες. Ὁ Ἀπόστολος, ἀντί γιά τή διαλεκτική καί τή ρητορεία, προτιμᾶ νά παρακαλῆ, διδάσκοντας καί τούς ποιμένες τοῦ λαοῦ νά κάνουν κι αὐτοί τό ἴδιο. Ἀμήν.
ὁ Σ.Κ.Δ.





[1]Σύμβολον τῆς Πίστεως, ἄρθρον 9.
[2]Α' Κορ. 1, 10.
[3]Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς Α' πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς. MPG61,21.61.
[4]Α' Κορ. 1, 13-14.
[5]Πράξ. 20, 28.
[6]Πράξ. 20, 28.
[7]Α' Κορ. 1, 18.