Κυριακὴ Η' Λουκᾶ (Λουκᾶς, 10, 25-37)
13 Νοεμβρίου 1983
+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, ποὺ θὰ ἀκούσωμε αὔριο στὸ Εὐαγγέλιο τῆς
θείας Λειτουργίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν εἶπε σὲ κάποιο νομικό. Στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια,
σὰν μιὰ χωριστή τάξη μαζὶ μὲ τοὺς
Φαρισαίους, ἀναφέρονται οἱ νομικοὶ καὶ οἱ γραμματεῖς. Αὐτοὶ ἦσαν ἄνθρωποι, ποὺ
καταγίνονταν στὴ μελέτη καὶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Νόμου· ἄνθρωποι διαβασμένοι, ἀλλὰ
στεγνοὶ καὶ προσκολλημένοι δουλικὰ στὸ γράμμα, χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ εἰσχωρήσουν
στὸ πνεῦμα τοῦ Νόμου. Γιατί ὁ Νόμος ἔχει πνεῦμα, ποὺ εἶναι πνεῦμα Θεοῦ. Ὁμιλοῦμε
γιὰ τὸ Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε πὼς δὲν ἦλθε
νὰ τὸν καταργήση, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώση. Αὐτὸς ὁ Νόμος, καθὼς γράφει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή, «παιδαγωγὸς
εἰς Χριστὸν γέγονεν»[1].
Ἐπὶ αἰῶνες ἑτοίμασε καὶ παιδαγώγησε τὸν Ἰουδαϊκὸ λαό, γιὰ νὰ τοὺς φέρη στὸ
Χριστό· νὰ τοὺς ὁδηγήση ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Χάρης. Ἀλλ’ ἄς ἀκούσωμε
τώρα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, μεταφρασμένο στὴ γλώσσα μας.
«Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς
πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸν πειράξη καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, τί νὰ κάμω, γιὰ
νὰ κληρονομήσω ζωὴ αἰώνια;». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· «Τί εἶναι γραμμένο στὸ νόμο;
τί διαβάζεις;». Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε· «Θὰ ἀγαπήσης Κύριο τὸ Θεό σου μὲ ὅλη τὴν
καρδιά σου καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή σου καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή σου καὶ μὲ ὅλη τὴ
διάνοιά σου καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε·
«Σωστὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης». Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ
δικαιώση τὸν ἑαυτό του, εἶπε στὸν Ἰησοῦ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Τότε
ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε καὶ εἶπε· «Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχὼ
κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν. Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν χτύπησαν, ἔφυγαν
καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Κατὰ σύμπτωση ἕνας ἱερέας κατέβαινε σ’ ἐκεῖνο τὸ
δρόμο, κι ὅταν τὸν εἶδε, πέρασε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Τὸ ἴδιο κι ἕνας
λεβίτης, ὅταν ἒφτασ’ ἐκεῖ καὶ τὸν εἶδε, πέρασε κι ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Ἕνας
ὅμως σαμαρείτης ὡδοιποροῦσε πρὸς τὰ κεῖ, κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· τὸν
πλησίασε, τοῦ ἔδεσε καλά τὰ τραύματα, ἀφοῦ τὰ ἔπλυνε μὲ κρασὶ καὶ μὲ λάδι, τὸν ἀνέβασε
στὸ ζῶο του, τὸν ἔφερε σ’ ἕνα ξενοδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε. Ὅταν τὴν ἄλλη
μέρα ἔφυγε, ἔβγαλε κι ἔδωκε στὸν ξενοδόχο δυὸ δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τον
κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπὸν
ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς σοῦ φαίνεται πὼς ἔγινε πλησίον σ’ ἐκεῖνον, ποὺ ἔπεσε στὰ
χέρια τῶν ληστῶν;». Κι ὁ νομικὸς εἶπε· «Ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν
κοίταξε». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο».
Αὐτὴ εἶναι ἡ παραβολή. Στὸ Εὐαγγέλιο
δὲν ἔχει βέβαια τίτλο καὶ ἐπιγραφή, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ πρόσωπο, ποὺ κυριαρχεῖ σ’ αὐτὴν
κι ἀπὸ τὴν πράξη του, πῆρε τὸν τίτλο τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη. Εἶναι, ὅπως
τὴν ἀκούσαμε, πολὺ ἁπλὴ στὴ σύνθεση καὶ τὴ διατύπωσή της, ὥστε νὰ διδάσκη ἀμέσως
καὶ φανερὰ ἐκεῖνο ποὺ ἤθελε νὰ πῆ ὁ θεῖος Διδάσκαλος. Ὁ νομικὸς εἶναι ὁ
διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, ποὺ τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς θὰ μποροῦσε
νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ κάποια συζήτηση. Ἀλλὰ πῆρε ἕνα καλὸ μάθημα. Ὁ θεῖος
Διδάσκαλος τοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβη πὼς ἄλλο νὰ εἶναι κανεὶς διαβασμένος κι ἄλλο νὰ
εἶναι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Πολλοὶ πιστεύουν στὴ ματαιότητα τῶν λόγων καὶ
λένε πάντα πολλά, τάχα γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἀλήθεια, μὰ λίγοι στὴν κατάλληλη στιγμὴ
κάνουν ὅ,τι πρέπει. Γι’ αὐτὸ βλέπομε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι
ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γιατί πραγματικὰ ὑπάρχει μιὰ διαφορὰ καὶ μιὰ ἀντιστροφὴ στὴν ἀρχικὴ ἐρώτηση τοῦ νομικοῦ
καὶ στὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο καταλήγει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μετὰ τὴν παραβολή. Ἡ
διαφορὰ εἶναι ὅτι ὁ νομικὸς ρωτάει γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς τοῦ ἁπαντὰ τί κάνει ὁ πλησίον. Γιατί, ἀλήθεια, δὲν ἔχει σημασία ποιοὶ εἴμαστε,
ἀλλὰ τί κάνομε· ἀπ’ ὅ,τι κάνομε δείχνομε ὁ καθένας ποιοὶ εἴμαστε. Πάει νὰ πῆ πὼς
ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ σοφία του καὶ τὸ ἀξίωμά του· σοφία εἶχε ὁ νομικὸς καὶ
κάποιο ἀξίωμα εἶχαν ὁ ἱερέας κι ὁ λεβίτης. Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ τί θέλει καὶ
μπορεῖ νὰ κάμη γιὰ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο.
Στὴ θεία Γραφὴ καὶ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σοφία δὲν εἶναι ἡ θεωρητικὴ
γνώση, ἀλλὰ ἡ πράξη. Αὐτὸ θέλει νὰ πῆ τὸ πατερικὸ ἀξίωμα «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις»[2].
Γιὰ νὰ φτάσης νὰ ξέρης πολλὰ καὶ νὰ φιλοσοφῆς γιὰ πολλά, πρέπει πρῶτα νὰ ἀσκηθῆς
στὴν πράξη καὶ νὰ πάθης πολλά. Τὰ καλύτερα μαθήματα εἶναι τὰ παθήματα. Σὲ μιὰ ἀρχαία τραγωδία ὁ χορὸς ὑμνεῖ τὸ Θεό, «τὸν πάθει τὸ μάθος θέντα»[3],
ποὺ ἔβαλε νὰ μαθαίνη καὶ νὰ διδάσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στὰ παθήματά του. Ἀλλὰ
τί πᾶμε στὴν ἀρχαία τραγωδία. Ὁ Ἀπόστολος γράφει γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅτι
«ἔμαθεν, ἀφ ’ ὧν ἔπαθε τὴν ὑπακοὴν»[4]·
ἂν καὶ ἦταν Υἱός, ἔμαθε τὴν ὑπακοὴ ἀπ’ ὅσα ἔπαθε, ἀσκήθηκε σὰν ἄνθρωπος στὴν ὑπακοὴ
μέσα στὰ παθήματά του. Ἄψητοι τώρα ἄνθρωποι, χωρὶς τὴν πείρα τῆς ζωῆς, χωρὶς νὰ
ξέρουν πῶς βγαίνει τὸ ψωμί, διαρκῶς συζητοῦν καὶ διδάσκουν πῶς μοιράζεται τάχα
δίκαια τὸ ψωμί. Μὰ γιὰ νὰ φτάσης στὸ ὕψος τῆς θεωρητικῆς γνώσης καὶ σοφίας,
πρέπει νὰ πατήσης γερὰ στὴν πράξη καὶ νὰ ἀνεβῆς ἕνα-ἕνα τὰ σκαλοπάτια τῆς ἄσκησης.
Ὁ νομικός τῆς παραβολῆς ρωτάει τάχα γιὰ νὰ μάθη, κι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κάνοντας
πὼς δὲν τὸν καταλαβαίνει ὅτι ἐκεῖνος τὸν πειράζει, τὸν διδάσκει τί νὰ κάνη · «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»[5].
Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ ἀπάντηση, ποὺ σὰν ἐντολὴ δίνει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ νομικό, εἶναι μιὰ ἀντιστροφὴ στὴν ἐρώτηση ποὺ τοῦ ἔγινε. Τὸ
ἐρώτημα ἦταν ποιὸς εἶναι πλησίον, καὶ τὸ συμπέρασμα, σὲ μιὰ ἀντερώτηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ποιὸς ἔγινε
πλησίον «Τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς; Ὁ δὲ εἶπεν · ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος
μετ’ αὐτοῦ»[6].
Ὄχι ποιὸς εἶναι πλησίον στὸ Σαμαρείτη, ἀλλὰ σὲ ποιὸν γίνεται πλησίον ὁ
Σαμαρείτης. Εἶναι σὰν καὶ νὰ λέγη ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ νομικὸ· «Τί ρωτᾶς ποιὸς
εἶναι ὁ πλησίον; Ἐσὺ ’σαι ὁ πλησίον! Μὴν ψάχνεις νὰ βρῆς τὸν πλησίον· ἐσὺ ’σαι ὁ
πλησίον κάθε φορὰ γιὰ κάθε ἄνθρωπο». Ὅταν ὁ Λεωνίδας τῆς Σπάρτης φύλαγε στὶς
Θερμοπύλες, πῆγε κάποιος καὶ τοῦ εἶπε· «Οἱ Πέρσες εἶν ’ ἐδῶ κοντά μας». Κι ἐκεῖνος
ἀπάντησε· «Κι ἐμεῖς εἴμαστ ’ ἐδῶ κοντά τους». Πάει νὰ πῆ πὼς οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων
εἶναι ἀμοιβαῖες· ὁ καθένας γιὰ μένα εἶναι ὅ,τι εἶμ’ ἐγὼ γιὰ κεῖνον. Ὅ,τι εἶσαι
σὺ γιὰ μένα εἶμαι κι ἐγὼ γιὰ σένα· ἐσὺ πλησίον μου κι ἐγὼ πλησίον σου.
Οἱ δυὸ ἐντολές, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ
κι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, πουθενὰ δὲν βρίσκονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ μιὰ κοντὰ καὶ σὰν συνέχεια στὴν ἄλλη. Ὅμως ἔτσι
διατυπωμένες, ὅπως τὶς εἶπε ὁ νομικός, μᾶς βοηθοῦν γιὰ νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ κι ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου. Μὴν πᾶς νὰ βρῆς τὸν ἑαυτό σου ἔξω ἀπὸ τὸ Θεὸ
καὶ μὴν πᾶς νὰ βρῆς τὸν ἄλλο ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου. Ἂν πᾶς ἀνάποδα,
ξεκινώντας ἀπὸ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο γιὰ νὰ βρῆς τὸν ἑαυτό σου, καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τὸν
ἑαυτό σου γιὰ νὰ βρῆς τὸ Θεό, θὰ χάσης τὸ δρόμο. Μέσα στὸ Θεὸ βρίσκεις ποιὸς εἶσαι
σύ, καὶ μέσα στὸν ἑαυτό σου βρίσκεις ποιὸς εἶναι ὁ ἄλλος ἄνθρωπος. Κι αὐτὸς
κάθε φορὰ εἶναι ὁ πλησίον, ὁ ἕνας ἄνθρωπος, τὸ συγκεκριμένο πρόσωπο. Ἕνας ὁ
Θεός, ἕνας ἐσὺ κι ἕνας ὁ πλησίον. Ὁ Θεὸς γιὰ σένα πλησίον καὶ σὺ γιὰ τὸ Θεὸ
πλησίον· ὁ συνάνθρωπός σου γιὰ σένα πλησίον καὶ σὺ γιὰ τὸ συνάνθρωπό σου
πλησίον. Θὰ ’λεγε κάποιος πὼς παίζομε μὲ τὶς λέξεις. Κι ὅμως δὲν ὑπάρχει ἄλλη
σχέση ἀληθινῆς κοινωνίας τῶν προσώπων παρὰ αὐτή, ποὺ συνδέει τὸ Θεὸ μὲ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ Θεὸ καὶ μεταξύ τους· ἡ προσωπικὴ κοινωνία τοῦ πλησίον.
Ὅλα τα ἄλλα ποὺ μάθαμε νὰ λέμε, γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τοὺς λαούς, γιὰ τὴν ἐλευθερία,
γιὰ τὴ δικαιοσύνη κι ὅσα τέτοια φωνάζομε στὸν καιρό μας, ὅλα εἶναι μιὰ πρόφαση, σὰν ἐκείνη τοῦ νομικοῦ, ποὺ δὲν ἤξερε
κι ἤθελε τάχα νὰ μάθη ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἐμπόδιζαν τὸν ἄθεο
φιλόσοφο τοῦ καιροῦ μας νὰ μάχεται τάχα γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἀλλὰ νὰ μὴ διστάζη νὰ
γράφη πὼς ὁ ἄλλος ἄνθρωπος, ὁ πλησίον, ἦταν γι’ αὐτὸν ἡ κόλαση.
Τὸ νέο, ποὺ κόμισε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γιὰ τὸ Θεό, εἶναι πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ
πατέρας. Καὶ τὸ νέο, ποὺ κόμισε γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ
πλησίον. Αὐτὰ καὶ τὰ δυὸ μαζὶ φανερώνουν
μιὰ προσωπικὴ σχέση, τὴ μόνη ἀληθινὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ
τὸ συνάνθρωπό του. Ἔξω ἀπὸ τὴ σχέση αὐτὴ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο πιὸ ἀληθινὸ καὶ
πιὸ μόνιμο, γιὰ νὰ οἰκοδομήσουμε τὸ βίο μας καὶ νὰ βροῦμε τὸ σωστὸ δρόμο τῆς ζωῆς
μας. Ὅλα τα ἄλλα εἶναι τεχνητὰ καὶ πολὺ σαθρά, γιὰ νὰ σηκώσουν τὸ οἰκοδόμημα,
ποὺ μολοντούτο θέλομε νὰ τὸ λέμε κοινωνία. Μὲ ὅλα τα ἄλλα φτιάχνομε ἕνα ἄθροισμα
ἀτόμων, ἕνα σύνολο ἀπὸ μονάδες, ἀλλ’ ὅμως αὐτὸ ποὺ λέμε κοινωνία εἶναι ἡ ζωντανὴ
σχέση τῶν προσώπων. Ὄχι μόνο τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ
τοὺς ἀνθρώπους· τοῦ Θεοῦ σὰν προσώπου καὶ πατέρα καὶ τῶν ἀνθρώπων σὰν προσώπων
καὶ ἀδελφῶν. Μὰ ἔτσι μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ
κοινωνία, ἡ Ἐκκλησία· ἡ προσωπικὴ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν καθέναν ἄνθρωπο καὶ τοῦ
ἀνθρώπου μὲ τὸν καθένα πλησίον. Αὐτὴ εἶναι ἡ θεία Κοινωνία, ἡ θέωση καὶ ἕνωση τῶν
πιστῶν στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μακάρι ὄχι μόνο ἔτσι νὰ πιστεύη, μὰ ἔτσι
καὶ νὰ ζῆ τὴν πίστη του κάθε χριστιανός, ποὺ δὲν προφασίζεται σὰν τὸ νομικὸ ποὺ
πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ βίο μεριμνᾶ γιὰ τὴ ζωή του καὶ ρωτάει «Τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»[7].
Ἀμήν.