Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ



+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης


Κυριακὴ Ε' Ματθαίου (Ματθαῖος, 8, 28-34, 9,1)
31 Ἰουλίου 1983
Τέσσερις Κυριακές τὸ χρόνο στὴ θεία Λειτουργία διαβάζονται εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ θεραπεῖες ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δαιμονιζόμενων ἀνθρώπων. Κι ἐδῶ πάλι ἀκούεται ἡ γνωστὴ διαμαρτυρία, ὅτι πάντα τα ἴδια ἀκοῦμε στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ πολλοὶ ἐντονώτερα διαμαρτύρονται καὶ δυσφοροῦν γιὰ τὶς περικοπὲς αὐτές, ποὺ ἀφοροῦν σὲ θεραπεῖες δαιμονιζόμενων ἀνθρώπων, ἐπειδὴ δὲν συμπαθοῦν καὶ δὲν δέχονται ὅ,τι λέγεται στὴ θεία Γραφὴ γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ξαναγυρίζει στὸ θέμα, ἐπειδὴ γνωρίζει τὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων καὶ θέλει νὰ τοὺς κάμη νὰ προσέξουν τὸν κίνδυνο ποὺ τοὺς ἀπειλεῖ, ποὺ εἶν’ ἕνας κίνδυνος ὄχι φυσικός, ἀλλὰ πνευματικός. Γιὰ τὸν κίνδυνο αὐτὸν γράφει ὁ Ἀπόστολος ὅτι «οὐκ ἔστιν ἡμὶν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις»[1]. Δηλαδὴ στὸν ἀγώνα του ὁ χριστιανὸς δὲν ἔχει νὰ κάμη μὲ φυσικοὺς ἐχθρούς, ἀλλὰ μὲ τὶς σκοτεινὲς ἀρχὲς καὶ δυνάμεις, ποὺ ἐξουσιάζουν σὲ τοῦτο τὸν κόσμο, δηλαδὴ μὲ οὐράνια πονηρὰ πνεύματα. Δὲν μᾶς ἀπειλεῖ ἀφηρημένα καὶ ἀόριστα τὸ κακό, ἀλλὰ προσωπικὰ ὁ «πονηρός», ἐκεῖνος ποὺ ἀνύστακτα κοπιάζει καὶ «πονεῖ» γιὰ νὰ ματαιώση τὴ σωτηρία μας· ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἔμαθε νὰ προσευχώμαστε, γιὰ νὰ μᾶς γλυτώση ὁ Θεὸς· «ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ»[2]. Καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο γράφει ὁ Ἀπόστολος, μὲ πολὺ ζωντανὸ καὶ παραστατικὸ τρόπο· «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ, ζητῶν τίνα καταπίῃ»[3]· νὰ προσέχετε, νὰ εἴσαστε ἄγρυπνοι, γιατί ὁ ἐχθρός σας διάβολος τριγυρνάει σὰν λύκος ποὺ οὐρλιάζει, γιὰ νὰ καταπιῆ ὅποιον θὰ βρῆ. Ἄς ἀκούσωμε ὅμως τὴν αὐριανὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὅταν ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν, τὸν συνάντησαν δυὸ δαιμονιζόμενοι ἄνθρωποι, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνήματα στὰ ὁποῖα κατοικοῦσαν, πολὺ ἐπικίνδυνοι, ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περάση ἀπὸ κεῖνο τὸ δρόμο. Κι ἀμέσως ἔβαλαν φωνὴ καὶ εἶπαν· «Τί θὲς ἐσὺ μ’ ἐμᾶς, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ νὰ μᾶς βασανίσης πρὶν ἀπὸ τὸν καιρό μας;». Κι ἦταν μακρυὰ ἀπ’ αὐτοὺς κι ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπὸ χοίρους. Τὸν παρακαλοῦσαν λοιπὸν τὰ δαιμόνια καὶ τοῦ ’λεγαν· «Ἂν εἶναι νὰ μᾶς διώξης, ἄφησέ μας νὰ πᾶμε στὸ κοπάδι τῶν χοίρων». Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· «Πηγαίνετε». Καὶ βγῆκαν τὰ δαιμόνια καὶ πῆγαν στὸ κοπάδι τῶν χοίρων. Κι ἀμέσως ὥρμησε ὅλο το κοπάδι τῶν χοίρων πάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ στὴ θάλασσα καὶ πνίγηκαν μέσα στὸ νερό. Τότε οἱ χοιροβοσκοὶ ἔφυγαν, πῆγαν στὴν πόλη καὶ τὰ εἶπαν ὅλα, καθὼς κι ὅσα ἔγιναν μὲ τοὺς δαιμονιζόμενους. Κι ἀμέσως ὅλη ἡ πόλη βγῆκε γιὰ νὰ συναντήση τὸν Ἰησοῦ κι ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγη ἀπὸ τὸν τόπο τους. Τότε ἐκεῖνος μπῆκε στὸ πλοῖο, πέρασε τὴ θάλασσα κι ἦλθε στὴν πόλη του, δηλαδὴ στὴν Καπερναούμ.
Ὅταν ἀκοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς ὁμιλῆ στὶς θεῖες Γραφές, πρέπει νὰ προσέχωμε τί ἀκριβῶς ἀκοῦμε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λέγει στὸ Εὐαγγέλιο· «Βλέπετε τί ἀκούετε!»[4]. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν εἶναι νὰ διαβαστῆ περικοπῆ ἀπὸ τὴ θεία Γραφή, πάντα φωνάζει· «Πρόσχωμεν!». Οἱ θεῖες Γραφὲς εἶναι γραμμένες μὲ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τὶς διαβάζουμε καὶ νὰ τὶς ἀκοῦμε ἀπρόσεκτα κι ἀδιάφορα. Κι ὄχι μόνο τοῦτο, μὰ καὶ προκατειλημμένοι κι ἐπηρεασμένοι ἀπ’ ὅσα λέγονται κάθε φορὰ ἀπὸ τοὺς ἔξω. Ὅταν λέμε «τοὺς ἔξω», ἐννοοῦμε ἐκείνους, ποὺ πολεμώντας τὴν Ἐκκλησία ξεκινᾶνε νὰ ἀποδείξουν πὼς τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια κι ὅλη ἡ θεία Γραφὴ εἶν’ ἕνα σὰν ὅλα τα βιβλία, ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ τὸ κρίνη· νὰ τὸ παραδέχεται καὶ νὰ τὸ ἀπορρίπτη ὅπου θέλει καὶ νὰ ἐφαρμόζη σ’ αὐτὸ κάθε γνωστὴ φιλολογικὴ καὶ ἱστορικὴ μέθοδο. Μερικοὶ μάλιστα, πιὸ τολμηροὶ καὶ τάχα πιὸ φιλελεύθεροι, προχωροῦν περισσότερο κι ἀπ’ ἀρχῆς βγάζουν καὶ πετᾶνε ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια κάθε ὑπερφυσικὸ στοιχεῖο καὶ κάθε θαῦμα. Ἔτσι ὁμιλοῦν γιὰ ἀπομύθευση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ θὰ πῆ πὼς ὅσα δὲν ἐξηγοῦνται φυσικὰ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, πρέπει ἢ νὰ τὰ ἀρνηθοῦμε ὁλωσδιόλου ἤ νὰ τὰ ἐξηγήσουμε ἀλληγορικὰ καὶ συμβολικά.

Ὂλ’ αὐτὰ εἶναι αἵρεση, εἶν’ ἔξω ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια γράφτηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν δίνει τὸ δικαίωμα στοὺς αἱρετικοὺς καὶ στοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἔχουν γνώμη στὰ ζητήματα τῆς θείας Γραφῆς. Ἡ θεία Γραφὴ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τὴν φυλάγει, ἡ Ἐκκλησία «διὰ τῆς πίστεως» εἶναι σὲ θέση νὰ δέχεται καὶ νὰ ἐννοῆ τὸ μήνυμα τῆς θείας Γραφῆς, ποὺ εἶναι τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, καὶ ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὴν παράδοση τῆς ἑρμηνείας τῆς θείας Γραφῆς. Ἕνας αἱρετικὸς ἢ ἕνας ἄπιστος δὲν μπορεῖ, ἀφοῦ δὲν τὸ δέχεται, νὰ ἁπλώση χέρι στὸ μήνυμα τῆς θείας Γραφῆς. Αὐτὲς εἶναι κάποιες θέσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέχεται καὶ ξέρει ἐκεῖνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι «πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος»[5]· ὅλη δηλαδὴ ἡ θεία Γραφὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὴν ἔμπνευση καὶ τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι τὴν εἶδαν καὶ τὴν ἑρμήνεψαν οἱ ἱεροὶ Πατέρες, ἐρευνώντας μέσα στὰ λόγια τῶν Προφητῶν καὶ στὰ γεγονότα τῶν Εὐαγγελίων καὶ βρίσκοντας ὅτι «ἡμῖν διηκόνουν αὐτὰ»[6]· γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ὁμιλεῖ σὲ μιὰ ἀδιάσπαστη σειρὰ ὅλη ἡ θεία Γραφή. Παλιὲς αἱρετικὲς πλάνες καὶ νεώτερες προτεσταντικὲς κακοδιδασκαλίες κομματιάζουν τὴ θεία Γραφὴ καὶ καταστρέφουν τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας, ὅταν ὁμιλοῦν γιὰ ἀπομύθευση τῆς θείας Γραφῆς καὶ πιστεύουν πὼς δὲν εἶναι πιὰ στὸν καιρό μας νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ πονηρὰ πνεύματα.


Ὁ διάβολος ὑπάρχει. Καθὼς εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ πὼς ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι ἀλήθεια εἶναι πὼς ὑπάρχει κι ὁ διάβολος. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει κι ὁ διάβολος. Ὅταν λέμε αὐτό, ἐννοοῦμε πώς, καθὼς προσωπικὲς ὑπάρξεις εἶναι ὁ Θεὸς κι ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι προσωπικὴ ὕπαρξη εἶναι κι ὁ διάβολος. Τί ἐννοοῦμε τάχα, ὅταν λέμε προσωπικὴ ὕπαρξη; Ὄχι μιὰ ἰδέα, τὸ καλὸ ἢ τὸ κακὸ προσωποποιημένο, ἀλλὰ μιὰ πραγματικὴ ὕπαρξη, μὲ ζωὴ καὶ συνείδηση τοῦ ἐαυτοῦ της. Ὁ Θεὸς ζῆ καὶ ξέρει τὸν ἑαυτό του· τὸ ἴδιο κι ὁ ἄνθρωπος· τὸ ἴδιο κι ὁ διάβολος. «Ζῶ ἐγὼ»[7], λέγει ὁ Θεὸς στὴ θεία Γραφή, κι αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε, ὅτι ὁ Θεὸς ζῆ καὶ ξέρει τὸν ἑαυτό του. Τὰ περισσότερα ὅμως δὲν εἶναι γιὰ τώρα, δὲν εἶναι γιὰ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑρμηνεία τῆς θείας Γραφῆς καὶ ἡ θεία Γραφὴ ὁμιλεῖ πάντα μὲ ἕνα δικό της τρόπο· δὲν κάνει φιλοσοφία, ἀλλὰ ἀποκαλύπτει τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλο φιλοσοφία κι ἄλλο θεία ἀποκὰλυψη· ἡ φιλοσοφία εἶναι ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴ φιλοσοφία ὁ ἄνθρωπος ψάχνει νὰ βρῆ τὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν ἀποκάλυψη ἀκούει τί τοῦ λέγει ὁ Θεός.
Ἀλλὰ κινδυνεύομε νὰ ξεφύγωμε ἀπὸ τὸ αὐριανὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, γι’ αὐτὸ καὶ σπεύδομε νὰ ξαναγυρίσουμε σ’ αὐτό. Εἶναι ἕνα ἀποκαλυπτικὸ κομμάτι τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φτάνει μόνο αὐτὸ νὰ ποῦμε, χωρὶς νὰ προχωρήσουμε σὲ λεπτομέρειες. Τί λοιπὸν μᾶς ἀποκαλύπτει; Ὅ,τι ἀκριβῶς λέγαμε τώρα πιὸ ἐπάνω γιὰ τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Τὰ δαιμόνια ὁμιλοῦν μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁμιλεῖ μὲ τὰ δαιμόνια. Τί λοιπὸν πρέπει νὰ ὑποθέσουμε; Ἤ ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς πλανιέται, σὰν ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ του·   ἢ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κι ἐκεῖνος πλανιέται καὶ πιστεύει πὼς ὑπάρχουν τάχα πονηρὰ πνεύματα ἤ ἀκόμα χειρότερα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν πλανιέται, ἀλλὰ προσαρμόζεται στὶς ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων τοῦ καιροῦ του, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι σὰν καὶ νὰ παίζη θέατρο. Ὅ,τι καὶ νὰ δεχθοῦμε ἀπὸ τὰ τρία εἶναι βλάσφημο καὶ αἱρετικό. Ἀλλὰ τὸ ἱερὸ κείμενο εἶναι πολὺ σαφές μᾶς διηγεῖται πολὺ ἁπλὰ καὶ φυσικὰ ἕνα περιστατικό, ποὺ συνέβη ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τῆς «ἐνσάρκου οἰκονομίας» τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀκριβῶς ἕνα περιστατικό, ποὺ δείχνει ὅλη τὴν τραγικὴ θέση τοῦ ἀνθρώπου κυριευμένου ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, καὶ τὴν εὐεργετικὴ καὶ θεουργικὴ πράξη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ λυτρώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου. Ἐδῶ τώρα κάποιοι λυποῦνται καὶ σχεδὸν διαμαρτύρονται. Πῶς τὸ ἔκαμε τάχα ὁ Θεὸς καὶ πνίγηκαν οἱ χοῖροι στὴ λίμνη; Αὐτὸ ἦταν ὄχι μόνο μιὰ μεγάλη ὑλικὴ ζημία, ἀλλὰ καὶ σκληρότητα πρὸς τὰ ζῶα. Ἀλλὰ δὲν θὰ γίνωμε δικηγόροι τοῦ Θεοῦ. Φτάνει μόνο νὰ ποῦμε ὅτι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάσουν τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, τότε ὁ Θεὸς τοὺς ἀφήνει νὰ πέσουν «εἰς ἀδόκιμον νοῦν»[8].
Ὅλη ἡ θεία Γραφὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος καθώς, ὁμιλεῖ γιὰ τὸ Θεό, ἔτσι ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὸ διάβολο. Ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου εἶναι ἀνεξήγητο, χωρὶς τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τῆς ὑλικῆς κτίσεως· καὶ πάλι χωρὶς τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου εἶναι ἀνεξήγητη ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ θεία Γραφὴ γι’ αὐτὰ μᾶς ὁμιλεῖ, γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὸ διάβολο· γιὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς τὴν διατυπώνει σὲ δυὸ λόγια ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς «ἦλθεν, ἵνα καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ ’ ἔστι τὸν διάβολον»[9]. Ἀμήν.




[1] Ἐφεσ. 6, 12.
[2] Ματθ. 6, 13.
[3] Α' Πέτρ. 5, 8.
[4] Μάρκ. 4, 24. Λουκ. 8, 18.
[5] Β' Τιμ. 3, 16.
[6] Α' Πέτρ. 1, 12.
[7] Δευτ. 32, 40. Ἡσ. 49, 18. Ἱερ. 26, 18 κ.α
[8] Ρωμ. 1,28.
[9] Ἑβρ. 2, 14-15