+Ἐπισκόπου Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης
Ὕστερ’ ἀπό
τό μυστικό δεῖπνο, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐκεῖ πού ὡμιλοῦσε στούς Ἀποστόλους, τούς εἶπε
γιά τόν Παράκλητο· «Θά παρακαλέσω», εἶπε, «τόν
Πατέρα καί θά σᾶς δώση ἄλλον παράκλητο, γιά νά μένη μαζί σας στόν αἰώνα»[1].
Κι ὕστερα πάλι ἀπό τήν Ἀνάσταση ὁ Κύριος ἔδωκε παραγγελία πρός τούς Ἀποστόλους
καί τούς εἶπε· «Καθῆστε στήν πόλη Ἱερουσαλήμ,
μέχρι πού νά ὁπλισθῆτε δύναμη ἀπό τόν οὐρανό»[2].
Πενήντα λοιπόν ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση ἦλθε στούς Ἀποστόλους τό Ἅγιο Πνεῦμα,
καί εἶναι αὐτό τό γεγονός, πού ἑορτάζει αὔριο ἡ Ἐκκλησία, καθώς τό ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής
Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων καί θά τό ἀκούσωμε στόν Ἀπόστολο τῆς θείας
Λειτουργίας. Ἀλλά καί τό Εὐαγγέλιο πού διαβάζεται αὔριο γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁμιλεῖ
κι ἄς τό ἀκούσωμε τώρα μεταφρασμένο στή γλώσσα μας.
«Τήν τελευταία καί μεγάλη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς,
στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί φώναξε δυνατά καί εἶπε· «Ὅποιος διψᾶ ἄς ἔλθη σέ μένα κι ἄς πιῆ. Ὅποιος πιστεύει σέ μένα, καθώς τό εἶπε ἡ γραφή, ποταμοί
ζωντανό νερό θά τρέξουν ἀπό μέσα του». Καί τό εἶπε αὐτό γιά τό Πνεῦμα, πού θά ἔπαιρναν
ἐκεῖνοι πού θά πίστευαν σ’ αὐτόν· γιατί ἀκόμα δέν ἦταν Ἅγιο Πνεῦμα στούς ἀνθρώπους,
ἐπειδή ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀκόμα δοξασθῆ. Πολλοί λοιπόν ἀπό τό λαό, ὅταν ἄκουσαν
τό λόγο, ἔλεγαν· «Αὐτός εἶναι στ’ ἀλήθεια ὁ προφήτης». Ἄλλοι ἔλεγαν· «Αὐτός εἶναι
ὁ Χριστός». Ἄλλοι ἔλεγαν· «Μήν τάχα ὁ Χριστός ἔρχεται ἀπό τή Γαλιλαία; Δέν τό εἶπε
ἡ γραφή πὼς ὁ Χριστός ἔρχεται ἀπό τή γενιά τοῦ Δαβίδ κι ἀπό
τό χωριό Βηθλεέμ, ἀπ’ ὅπου ἦταν ὁ Δαβίδ;». Διχάσθηκαν λοιπόν οἱ γνῶμες γι’ αὐτόν
ἀνάμεσα στό λαό. Καί μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, μά κανένας δέν ἅπλωσε χέρι ἐπάνω
του... Ἦλθαν λοιπόν οἱ ὑπηρέτες στούς ἀρχιερεῖς καί Φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τούς
εἶπαν· «Γιατί δέν τόν φέρατε;». Ἀποκρίθηκαν
οἱ ὑπηρέτες· «Ποτέ δέν μίλησε ἔτσι ἄνθρωπος, σάν κι αὐτός ὁ ἄνθρωπος!». Τούς ἀποκρίθηκαν
τότε οἱ Φαρισαῖοι· «Μήπως καί σεῖς πλανηθήκατε; Μήπως κανένας ἀπό τούς ἄρχοντες
ἤ ἀπό τούς Φαρισαίους πίστεψε σ’ αὐτόν; Ἀλλά βέβαια αὐτός ὁ λαός, πού δέν
ξέρουν τό νόμο, εἶναι καταραμένοι». Τούς λέγει τότε ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ
Νικόδημος, ἐκεῖνος πού πῆγε καί συναντήθηκε νύχτα μέ τόν Ἰησοῦ· «Μήπως ὁ νόμος μας κρίνει τόν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν ἀκούση ἀπό τόν ἴδιο καί μάθη τί κάνει;». Τοῦ ἀποκρίθηκαν καί
τοῦ εἶπαν· «Μήπως καί σύ εἶσαι ἀπό τή Γαλιλαία; Ψάξε λοιπόν καί δές ὅτι
προφήτης ἀπό τή Γαλιλαία δέν θά βγῆ». Καί πῆγε ὁ καθένας στό σπίτι του. Τούς
μίλησε πάλι ὁ Ἰησοῦς καί τούς εἶπε· «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ
δέν θά περπατήση ποτέ στό σκότος, ἀλλά θά ἔχη τό φῶς τῆς ζωῆς».
Μυστήριο
βαθύ καί ἀνερμήνευτο εἶναι ὁ Θεός. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέν φτάνει νά τόν χωρέση καί νά τόν καταλάβη. Ἄν ἔφτανε, τότε ὁ Θεός δέν θά ὑπῆρχε.
Ἄν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ χωροῦσε στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου,
τότε ὁ ἄνθρωπος θά ἦταν πιό μεγάλος ἀπό τό Θεό, καί δέν θά χρειαζότανε λοιπόν ὁ
Θεός. Μά ἐμεῖς, κι ἄν δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ὅμως αἰσθανόμαστε
τό Θεό μέσα μας καί τόν βλέπομε στά ἔργα
του καί τόν καταλαβαίνομε ἀπό πάνω μας.
Κάποιοι φτάνουν στό ἀντίθετο συμπέρασμα· μιά καί δέν βλέπουν καί δέν
καταλαβαίνουν τό Θεό, ἀρνιοῦνται λοιπόν καί τήν ὕπαρξή του. Ἡ θεία Γραφή αὐτούς
τούς χαρακτηρίζει παράφρονες· «Εἶπεν ἄφρων
ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός...»[3].
Τό Θεό δέν τόν εἶδε κανένας κι οὔτε
μπορεῖ νά τόν δῆ. Κάποτε κάποιος πού
πέταξε ὡς τά ἄστρα, εἶπε πώς δέν εἶδε
πουθενά τὸ Θεό. Μά ἦταν φυσικό· ὅποιος δέν ἔχει μέσα του
καί δέν βλέπει τό Θεό, κι ἄς μήν τόν
καταλαβαίνη, δέν τόν βρίσκει καί
δέν τόν βλέπει πουθενά. Οἱ Πρωτόπλαστοι,
οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ καί μίλησαν μαζί του, μά τό
πρόσωπό του δέν τό εἶδαν. Ὁ ἴδιος εἶπε στό Μωϋσῆ· «Οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τό πρόσωπόν μου οὐ γάρ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου
καί ζήσεται»[4].
Δέν θά μπορέσης νά μέ δῆς κατά πρόσωπο, γιατί δέν ἀντέχει ἄνθρωπος νά δῆ τό
πρόσωπό μου.
Μά ὁ κόσμος
εἶδε τό Θεό, ὅταν ὁ Θεός «ἐφανερώθη ἐν
σαρκί»[5],
στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς
Χριστός εἶπε· «Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ ἑώρακε καί
τόν πατέρα μου»[6].
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός φανέρωσε στούς ἀνθρώπους τόν
ἀληθινό Θεό· «ἐκεῖνος ἐξηγήσατο»[7]
γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Ὄχι μόνο μέ τό λόγο, γιατί πάλι δέν θά
καταλάβαιναν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί μέ γεγονότα. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν ὁ Ἰησοῦς
Χριστός βαπτιζότανε στόν Ἰορδάνη ποταμό, ἀποκαλύφθηκε τό μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδας· ὁ Πατέρας ὡμιλοῦσε ἀπό τόν οὐρανό,
ὁ Υἱός βαπτιζότανε στόν ποταμό, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα φάνηκε νά κατεβαίνη «ἐν εἴδει περιστερᾶς»[8].
Τότε, καθώς λέγει τό τροπάριο, «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη
προσκύνησις». Ἄν δέν ἐρχόταν ὁ Θεός ἄνθρωπος στή γῆ, ἐμεῖς δέν θά
μπορούσαμε νά ξέρωμε γιά τόν
Πατέρα καί γιά τόν Υἱό καί γιά τό
Ἅγιο Πνεῦμα. Ὄχι νά καταλάβωμε τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά νά ξέρωμε πώς ὁ ἀληθινός
Θεός εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα· «Τριάδος ἡ
φανέρωσις ἐν Ἰορδάνῃ γέγονε» ψάλλει ἡ Ἐκκλησία στήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων.
Τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς ὄχι μόνο φανερώθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά καί ἦλθε στούς ἀνθρώπους
μέσα στήν Ἐκκλησία. Στήν ἀρχή τῆς αὐριανῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς λέγεται
χαρακτηριστικά ὅτι «οὔπω ἦν Πνεῦμα Ἅγιον»[9] δέν
ἦταν ἀκόμα τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς ἀνθρώπους. Τό ἑκούσιο Πάθος, πού εἶναι ἡ δόξα
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἡ ἀνάστασή του ἄνοιξαν τόν οὐρανό κι ἔφεραν τούς ἀνθρώπους σέ ἐπικοινωνία μέ τό Θεό. Ἡ «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[10],
ὅπως ἀκοῦμε στή θεία Λειτουργία, εἶναι ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό καί
γίνεται μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί πέμπεται στόν κόσμο ἀπό τόν Υἱό, καθώς μαρτυροῦν τά θεόπνευστα κείμενα τῆς θείας Γραφῆς. Τό Ἅγιο
Πνεῦμα μᾶς ὁδηγεῖ στόν Υἱό καί ὁ Υἱός μᾶς προσάγει στόν Πατέρα κι ὅπως τό
διατυπώνει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Ἀπό τοῦ ἑνός
Ἁγίου Πνεύματος ἐπί τόν ἕνα Υἱόν καί ἀπό
ἑνός Υἱοῦ ἐπί τόν ἕνα Πατέρα»[11].
Αὐτές εἶναι βασικές ἀλήθειες τῆς πίστεως, πού δέν πρέπει νά τίς ἀγνοοῦμε, ἄν
καί δέν μποροῦμε τώρα νά τίς ἀναπτύξουμε περισσότερο.
Τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐκεῖ πού ἦσαν
συναγμένοι οἱ Ἀπόστολοι, ξαφνικά ἀκούσθηκε ἀπό τόν οὐρανό, σάν καί νά φυσοῦσε δυνατός ἀέρας, πού
μπῆκε καί γέμισε ὅλο τὸ
σπίτι ἐκεῖ πού κάθονταν οἱ Ἀπόστολοι. Τήν ἴδια ὥρα φάνηκαν νά ξεχωρίζουν πάνω ἀπό
κάθε Ἀπόστολο γλῶσσες σάν ἀπό φωτιά, κι ἀμέσως γέμισαν ὅλοι μέσα τους ἀπό Ἅγιο
Πνεῦμα κι ἄρχισαν ὁ καθένας νά λαλοῦν σέ
ξένες γλῶσσες. Τότε ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Προφήτη Ἰωήλ· «...ἐκχεῶ ἀπό τοῦ Πνεύματός μου ἐπί πάσαν σάρκα...»[12],
θά ξεχύσω τό Πνεῦμα μου σέ κάθε ἄνθρωπο.
Τότε πραγματοποιήθηκε ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στήν αὐριανή εὐαγγελική περικοπή·
«Ὅποιος πιστεύει σέ μένα... ποταμοί ζωντανό νερό θά τρέξουν ἀπό
μέσα του»[13].
Καί τότε ἐκπληρώθηκε ἡ ὑπόσχεση τοῦ θείου Διδασκάλου πρός τούς μαθητές του, ὅτι
θά ὁπλισθοῦν δύναμη ἀπό τόν οὐρανό καί ὅτι
θά τούς στείλη τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά μένη μαζί τους καί νά τούς ὁδηγῆ σέ ὅλη τήν ἀλήθεια. Ἀπό τότε οἱ Ἀπόστολοι
βαπτίσθηκαν στή φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ἔγιναν ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἀπό
κείνη τήν ἡμέρα τό Ἅγιο Πνεῦμα μένει μαζί μας καί «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας»[14].
Ἀπό τότε σέ κάθε χειροτονία ἱερέα, σέ κάθε σύναξη τῶν πιστῶν καί θεία Λειτουργία
καί σέ κάθε θεῖο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας «Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν καί Πνεύματος ἐπιδημίαν»[15].
Ὅταν μέ τό ἅγιο
Βάπτισμα γινώμαστε τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, τότε σφραγιζόμαστε μέ τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος· παίρνομε τό σημάδι πώς εἴμαστε χριστιανοί, πώς διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἔχομε μέσα μας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ δροσιά, πού ποτίζει
τήν ψυχή μας· τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ φωτιά, πού μᾶς καθαρίζει τή συνείδηση· τό Ἅγιο
Πνεῦμα εἶναι τό φῶς, πού μᾶς φωτίζει τό νοῦ. Μά δέν εἶναι τρόπος νά ποῦμε γιά ὅλες
τίς δωρεές καί γιά ὅλους τος καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ
χαρά καί ἡ εἰρήνη· ἡ μακροθυμία, ἡ τιμιότητα καί ἡ καλωσύνη· ἡ πίστη, ἡ
πραότητα καί ἡ ἀγάπη. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «τό
πνεῦμα τῆς ἀλήθειας... ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός». Ἀμήν
[11] Μέγ.
Βασιλείου, Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Proche 18.47.17- 21. «Ἡ τοίνυν ὁδός τῆς
Θεογνωσίας ἐστίν ἀπό ἑνός Πνεύματος διά τοῦ ἑνός Υἱοῦ ἐπί τόν ἕνα Πατέρα. καί τἀνάπαλιν, ἡ φυσική ἀγαθότης
καί ὁ κατά φύσιν ἁγιασμός καί τό βασιλικόν ἀξίωμα ἐκ πατρός διά τοῦ Μονογενοῦς ἐπί
τό πνεῦμα διήκει».