Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

  ΠΑΝΑΓΙΑ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
+Βασίλη Στογιάννου, καθηγητῆ Θεολογικῆς ΑΠΘ

Ἑορτάζομε αὔριο, ἀγαπητοί ἀκροατές τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἑορτή ὀρθόδοξη καί ἑλληνική ἡ αὐριανή ἑορτή. Πολλά λόγια δέν χρειάζονται γιά νά ἔλθει στό νοῦ καί στήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη καί ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ Ἕλληνα καί τοῦ ὀρθόδοξου γιά τήν συμπαράσταση τῆς Παναγίας σέ ἀτομικές καί ἐθνικές δύσκολες ὧρες. Ὅλοι ἔχομε πείρα τῆς προστασίας καί τῆς ἀγάπης, τῆς συμπαραστάσεως καί τῆς στοργῆς της. Κι ὅλοι ξέρομε ὅτι στίς στενοχώριες μας ἡ μόνιμη ἐπίκλησή μας εἶναι «βοήθα Παναγία μου». Αὐτή ἡ πείρα μας, ἀτομική καί συλλογική, δείχνει καθαρά πόση ἐμπιστοσύνη ἔχομε στήν Θεοτόκο. Δείχνει πόσο στερεωμένη εἶναι στήν καρδιά μας ἡ ἀγάπη γιά τήν Παναγία Δέσποινα. Θά μποροῦσε νά ἀναφέρει κανείς πλῆθος ἀπό ποιήματα καί τραγούδια, παλαιά καί σύγχρονα, πού ἀναφέρονται στήν Κυρία Θεοτόκο. Θά μπορούσαμε νά ἀπαριθμήσομε ἑκατοντάδες πίνακες ζωγραφικούς καί ὁ κατάλογος τῶν θαυματουργῶν εἰκόνων της μόνο στή χώρα μας θά χρειαζόταν ὥρα πολύ περισσότερη ἀπ’ ὅσο διαρκεῖ ἡ ἐκπομπή μας. Δέν θά ἀναφερθοῦμε ὅμως σ’ αὐτή τήν πλευρά τοῦ ἑορτασμοῦ. Θά θυμίσομε μόνο μερικές ἀπό τίς πτυχές τῆς ζωῆς τῆς Παναγίας, γνωστές σ’ ὅλους μας ἄλλωστε. Μ’ ἕνα μόνο σκοπό: νά κάνομε πιό συνειδητό καί πιό γνήσια ὀρθόδοξο τόν ἑορτασμό.
Ἑορτάζομε αὔριο Μαρία τήν Παρθένο. Δέν πρόκειται γιά τονισμό μόνο τοῦ ὑπερφυσικοῦ τρόπου τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὀνομασία τῆς Θεοτόκου ὡς Παρθένου δέν τονίζει μόνο μιά πτυχή τῆς ζωῆς της, ἀλλά χαρακτηρίζει τό σύνολο τοῦ βίου της καί μᾶς δίνει ἕνα χαρακτηριστικό γνώρισμά της. Εἶναι «παρθένος ἁγνή» ἡ Παναγία μας. Ὄχι μόνον ἐξωτερικά, ἀλλά σ’ ὅλη τήν ἔκταση, σ’ ὅλη τήν ὀμορφιά καί σ’ ὅλο το βάθος πού ἔχει ἡ ἔννοια στήν ἁγία Γραφή. Ἡ ἁγνότητα εἶναι μιά ἄλλη ἔκφραση γιά νά τονιστεῖ ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς τῆς Θεοτόκου. Αὐτό πού οἱ ζωγράφοι τό ἔδωσαν μέ τήν γαλήνια καί ὑπερκόσμια χάρη τῆς μορφῆς, αὐτό τό ἴδιο γνώρισμα ἡ θεολογία καί ἡ ποίηση τό ἐκφράζει μέ τήν ἁγνότητα τῆς Παναγίας. Ἁγνότητα εἶναι ἡ δυνατότητα νά βλέπει κανείς τόν κόσμο, ὅπως τόν ἔβλεπε ὁ Ἀδάμ πρίν πέσει. Εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση πραγμάτων καί ἀνθρώπων ὡς πλασμάτων τοῦ Θεοῦ, χωρίς κανένα τεῖχος ἐγωισμοῦ καί ἐκμεταλλεύσεως ἀνάμεσά τους. Ἁγνότητα εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, πού ἀντικρύζει τόν συνάνθρωπο ὡς πλάσμα τοῦ ἴδιου Θεοῦ — Πατέρα καί ὄχι ὡς μέσο γιά τήν ἱκανοποίηση τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἁγνότητα εἶναι ἡ καθαρή ματιά, πού βγαίνει ἀπό μιά καθαρή καρδιά, πού ἔχει δεχθεῖ τή χάρη καί τήν ὀμορφιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή τήν ἁγνότητα εἶχε ἡ Παναγία καί αὐτή τήν ἁγνότητα ὑμνεῖ καί ἡ Ἐκκλησία, ὅταν τονίζει τήν παρθενική της χάρη. Δέν εἶναι μιά φυσική λεπτομέρεια, ἀλλά δῶρο τοῦ Θεοῦ καί χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐπισκέφθηκε τήν ταπεινή κόρη στήν Ἰουδαία. Εἶναι μιά χάρη πού ἦλθε νά στέψει σάν στέμμα τήν ταπείνωση τῆς Παναγίας. «Ἰδού γάρ ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσαν τῆς δούλης αὐτοῦ», λέγει ἡ ἴδια στήν γνωστή ὠδή της. Ἡ παρθενία εἶναι μιά πτυχή τῆς ἁγνότητας. Καί ἡ ἁγνότητα εἶναι ἕνα λουλούδι πού βλάστησε σέ μιά καρδιά γεμάτη ταπείνωση. Ταπείνωση πού σημαίνει ὑπακοή στό Θεό, ἀποδοχή τῆς καθοδηγήσεως ἀπό τό πανάγιο Πνεῦμα του, ἀντίκρυσμα τοῦ κόσμου μέ τό κριτήριο τῆς ἀγάπης του. Ἡ ταπείνωση, πού ἀποτελεῖ τό ὑπόβαθρο τῆς ἁγνότητας τῆς Παναγίας μας, δέν εἶναι μιά πράξη εὔκολη ἤ φυσική τάση μέσα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι πράξη ἡρωική, νίκη πάνω στή φυσική ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἀνταρσία, τήν ὕβρη, τόν ἐγωκεντρισμό. Ἀκόμη καί προφῆτες, ὅπως ὁ Ἰωνάς, αἰσθάνονται ἀδύναμοι νά ὑπακούσουν ἀπόλυτα στόν Θεό. Ἡ Παναγία ὅμως ὑπακούει, χωρίς ἐνδοιασμούς, χωρίς προσωπικά κριτήρια, χωρίς ὑστερόβουλες σκέψεις. Αὐτή ἡ ὑπακοή τῆς δίνει τήν καθαρότητα καί τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, πού λάμπει καί στή ζωή της, πού δίνει στόν χαρακτηρισμό της ἀπό τήν Γραφή καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὡς Παρθένου ἕνα οὐσιαστικό νόημα.
Ἑορτάζομε αὔριο τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Αὐτή ἡ ὀνομασία τῆς ταπεινῆς κόρης ἀπό τήν Ἰουδαία εἶναι χαρακτηρισμός πού δόθηκε στό πανάγιο πρόσωπό της κατά τίς μεγάλες χριστολογικές διαμάχες τοῦ 4ου αἰῶνος. Προφυλάσσει ἀπό μίαν ἀπομόνωση τοῦ προσώπου της, πού θά μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ παρεξηγήσεις, κυρίως ἀπό τούς εἰδωλολάτρες τῆς ἐποχῆς. Ἡ τιμή στήν Παναγία δίνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, γιατί αὐτή γέννησε τόν σωτῆρα Χριστό, τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό Λόγο. Γι’ αὐτό  τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί γι’ αὐτό ὀνομάζεται Θεοτόκος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τόσο στήν εἰκονογραφία μας, ὅσο καί στήν ὑμνογραφία μας συνδέεται πάντοτε μέ τόν σωτήρα Χριστό. Δέν εἶναι ἡ θεοποίηση τῆς γυναίκας ἡ Παναγία μας. Δέν ἀντικατέστησε τίς θεές τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανθέου. Εἶναι ἡ μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος γιά τήν σωτηρία μας Λόγου τοῦ Θεοῦ. Εἶναι πάντα ἡ Θεοτόκος. Πέφτουν στό κενό  οἱ κατηγορίες παλαιῶν καί νέων αἱρετικῶν, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν γιά ὑπερβολική δῆθεν τιμὴ πρὸς τὴν Παναγία. Καὶ εἶναι ἄσφαιρα καὶ ἀκίνδυνα   τά πυρά τῶν χιλιαστῶν καί ὁρισμένων  προτεσταντῶν σ’ αὐτό τό θέμα. Αὐτοί δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν σωστά τήν τιμή πρός τήν Θεοτόκο, γιατί ποτέ τους δέν ἔνιωσαν τήν ἀξία καί τήν ὀμορφιά τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, πού διάλεξε τήν Μαρία γιά νά γεννήσει τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία πάντα συνδέει τήν Παναγία μέ τόν Υἱό της καί Υἱό τοῦ Θεοῦ, γιά νά τονίσει πώς ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός καί ἀληθινός ἄνθρωπος. Κι αὐτή ἡ ἀλήθεια φαίνεται μόνον ὅταν κατανοηθεῖ σωστά καί ὀρθόδοξα ἡ θέση τῆς Παναγίας στήν ἐκπλήρωση τῆς θεϊκῆς βουλῆς γιά τήν σωτηρία μας. Εἶναι Θεοτόκος ἡ Παναγία Μαρία, γιατί γέννησε τόν σαρκωθέντα Θεό Λόγο. Κι αὐτή της ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητα τήν κάνει νά ἔχει τή δύναμη τῆς μεσιτείας γιά ὅλους μας. Παρακαλεῖ τόν Χριστό γιά μᾶς, ἐπειδή εἶναι μητέρα του, Θεοτόκος.
Ἡ Παναγία Θεοτόκος εἶναι ἀκόμη Μητέρα ὅλων μας. Ἐδῶ δέν πρόκειται πιά τόσο γιά δογματική, θεωρητική ἀλήθεια, ἀλλά γιά πρακτική, καθημερινή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας στό διάβα τῶν αἰώνων. Ἀπό τή στιγμή τῆς πρώτης παρεμβάσεώς της στό θαῦμα τῆς Κανά μέχρις αὐτή τήν ὥρα, ποτέ δέν ἔπαψε ὁ ἄνθρωπος νά παρακαλεῖ τήν Παναγία νά μεσιτεύσει στόν Υἱό της καί Σωτήρα μας γιά κάποιο αἴτημά του. Δέν εἶναι προσφυγή σέ μιά βασίλισσα αὐτή ἡ ἱκεσία μας πρός τήν Θεοτόκο, ἀλλά καταφυγή στήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ πού τήν νιώθομε καί ὡς δική μας Μητέρα. Κι ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι τῆς λέμε τόν καθημερινό μας πόνο, τῆς ἐξομολογούμαστε τίς κρυφούς καϋμούς καί τά βάσανά μας, τῆς ἐμπιστευόμαστε τίς μύχιες σκέψεις μας καί τίς βαθύτερες ἐπιθυμίες μας. Μερικοί ἴσως θεωροῦν παιδιάστικά τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν πρός τήν Παναγία, ἄλλοι μπορεῖ νά τά βρίσκουν ἀκόμη καί παράλογα. Ξεχνοῦν ὅτι στή μητέρα του κανείς μπορεῖ νά πεῖ ὅλα ὅσα αἰσθάνεται, ἀκόμη κι ἄν εἶναι παράλογα. Γιατί ἔχει ἐμπιστοσύνη στή μητρική της ἀγάπη, πού ξέρει νά δέχεται τά πάντα, πού βρίσκει ἕνα λόγο συμπόνοιας καί συμπαράστασης ἀκόμη καί στά πιό παιδιάστικα λόγια μας.
Εἶναι ἀληθινά Μητέρα ὅλων μας ἡ Παναγία Θεοτόκος. Γιατί εἶναι αὐτή πού ἀντιπροσωπεύει τό γένος μας στήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας. Ὅπως ἡ Εὔα εἶναι ἡ σαρκική μητέρα μας, ἔτσι ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ κατά πνεῦμα μητέρα μας. Αὐτή βρίσκεται στήν ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτή ἀντιπροσωπεύει τήν Ἐκκλησία ὡς τήν νέα ἀνθρωπότητα πού διαπνέεται ἀπό τή ζωογόνο πνοή τοῦ Παρακλήτου. Εἶναι Μητέρα ὅλων των πιστῶν ἡ Παναγία, γιατί δέν παύει οὔτε στιγμή νά μεσιτεύει γιά τήν σωτηρία ὅλων μας μέ τήν θέρμη τῆς ἀγάπης, πού μόνο μιά παναγνή μητρική καρδιά μπορεῖ νά ἔχει.
Εἶναι ὅμως καί Μητέρα μας, καθενός ἀπό μᾶς ἡ Παναγία. Ἔτσι τήν αἰσθανόμαστε ὅλοι, γι’ αὐτό τήν ἐπικαλούμαστε σέ κάθε δύσκολη ὥρα, γί᾽  αὐτό προσφεύγομε σ’ αὐτήν σε κάθε πόνο ἡ χαρά. Κι αὐτό πολύ δικαιολογημένα. Γιατί ἔζησε ὡς μητέρα κατά τήν ἐπίγεια ζωή της. Πέρασε τά χρόνια πού ἔζησε στή γῆ μέσα στή φροντίδα γιά τόν Υἱό της. Ἡ ταπείνωσή της δέν σταμάτησε μέ τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά συνεχίστηκε σ’ ὅλα τὰ κατοπινά χρόνια. Μέσα στήν καθημερινή σιωπή τῆς μητρικῆς φροντίδας κύλισε ὁλόκληρη ἡ ζωή της. Ἔζησε ὡς μητέρα καί ἀγάπησε ὡς μητέρα, ἀλλά καί πόνεσε ὡς μητέρα ὅλες ἐκεῖνες τίς δύσκολες ὧρες τοῦ Πάθους τοῦ Χρίστου. Αὐτή της ἡ ζωή, μέσα στήν καθημερινή σιωπή τῆς ἀγάπης, τήν κάνει νά βρίσκεται πιό κοντά μας, δίπλα μας, ἕτοιμη νά ἀκούσει κάθε αἴτημά μας. Ἀπό αὐτή τή συναίσθηση πηγάζει καί ἡ δική μας ἐμπιστοσύνη στό μεσιτικό της ρόλο, εἴτε γιά παράκληση πρός τόν Θεό γιά νά μᾶς συγχωρήσει κάποιο ἀνόμημα πρόκειται εἴτε γιά τήν ἐκπλήρωση κάποιου αἰτήματος προσφύγουμε στήν ἀγάπη της.
Ἑορτάζομε αὔριο, ἀγαπητοί ἀκροατές, τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας παρθένου Θεοτόκου καί Μητέρας ὅλων μας. Δέν χρειάζεται νά ποῦμε περισσότερα γιά τούς χίλιους - δυό λόγους πού μᾶς κάνουν νά τήν αἰσθανόμαστε δίπλα μας, ἕτοιμη νά μᾶς συντρέξει, νά μᾶς βοηθήσει, νά μεσιτεύσει γιά μᾶς. Ἴσως θά ἔπρεπε νά θυμήσουμε πώς ἡ τιμή στήν Παναγία δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθεῖ μέ τή συμμετοχή στόν ἑορτασμό πού γίνεται στούς ναούς μας. Δέν φθάνει νά προσφέρει κανείς ἕνα δῶρο ἤ νά ἐκπληρώσει ἕνα τάμα εὐγνωμοσύνης. Αὐτό εἶναι καλό, μά δέν ἀρκεῖ γιά νά φέρει τή γνήσια χαρά γιά τήν προκοπή μας τήν πνευματική στήν μεγάλη μας Μητέρα. Αὐτή προσμένει τήν στιγμή πού ἄλλα, πνευματικά εὐχαριστήρια θά προσκομίσομε στό Θεό καί στόν Υἱό της γιά νά ἐκφράσομε τήν εὐγνωμοσύνη μας. Περιμένει τήν ὥρα πού μέ τήν ἄκακη περηφάνεια τῆς Μητέρας θά μπορέσει νά δείξει τήν πνευματική μας προκοπή στόν οὐράνιο Πατέρα μας. Προσμένει νά δεῖ πώς ἀκολουθοῦμε τά δικά της βήματα, τόν δικό της τρόπο ζωῆς. Κι αὐτός ὁ δρόμος εἶναι πρῶτα - πρῶτα ταπείνωση, ὅπως ἦταν πάντα στή δική της ζωή. Εἶναι ἡ ἀποδοχή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στίς λεπτομέρειες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, χωρίς καμιά ἔκφραση πικρίας ἡ διαμαρτυρία. Εἶναι ἁγιότητα σέ βάθος καί ὄχι μόνο σέ πράξεις πού ἔχουν γιά στόχο τή διατήρηση τοῦ καλοῦ μας ὀνόματος μεταξύ των ἀνθρώπων. Εἶναι ἁγνότητα νοῦ καί καρδιᾶς, πού βγαίνει μέσα ἀπό τήν ἀναγέννησή μας ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ἀκόμη ὁ δρόμος τῆς Παναγίας ὁ δύσβατος δρόμος τῆς πρακτικῆς, συγκεκριμένης καί καθημερινῆς ἀγάπης στή σχέση μας μέ τόν Θεό, τούς συνανθρώπους καί τόν κόσμο. Εἶναι ἀκόμη θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἐγωιστικῶν ἐπιδιώξεών μας γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν. Εἶναι κοντολογῆς δρόμος ἀγάπης γιά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπό τή στάση τους ἀπέναντί μας, ἀγάπη γιά τή νέα γενιά, ἀγάπη γιά ὅσους ἀγωνίζονται, ἀγάπη γιά ὅσους βρίσκονται στό τέρμα τοῦ δρόμου. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἁγνότητα, ἡ ἀγάπη καί ἡ θυσία, νά τά γνωρίσματα πού ἡ Παναγία προσμένει ἀπό ὅλους μας, ἀπό ὅλα τὰ πνευματικά της παιδιά. Ἡ προσφορά αὐτῶν τῶν δώρων, στό μέτρο πού τό μποροῦμε, θά εἶναι καί ὁ σωστότερος ἑορτασμός τῆς παναγίας μνήμης της.

 Βασ. Στογιάννος, «Ἡ Ἐκκλησία στήν ἱστορία καί στό παρόν», Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ – Θεσσαλονίκη 1982  σελ. 93-98

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον...: Οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἑπτὰ Παῖδες

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον...: Οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἑπτὰ Παῖδες: Πολλά πράγματα στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας φαίνονται ἀπίστευτα· τόσο εἶν' ἀσυνήθιστα καί πρωτάκ...

Μεταμόρφωση

Ἡ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ σημασία της γιά μᾶς


+Βασίλη Στογιάννου, Καθηγητῆ Θεολογικῆς ΑΠΘ

Ὅπως δείχνει τόσο ἡ νηστεία ποὺ προηγήθηκε ὅπως καὶ ἡ ὑμνογραφία ὅλων τῶν ἡμερῶν, ἡ Μεταμόρφωση δέν εἶναι ἀπό τίς ἑορτές πού τό περιεχόμενό τους μπορεῖ νά ἐξαντληθεῖ στήν ἀνάμνηση ἑνός γεγονότος. Ἡ εὐρύτητα τοῦ ἑορτασμοῦ εἶναι ἀνάλογη καί μέ τό θεολογικό καί σωτηριολογικό περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἔθεσε τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἐορτολογικᾶ στό κέντρο τοῦ διαστήματος ἀπό τό Πάσχα μέχρι τά Χριστούγεννα. Χονδρικά μεσολαβεῖ περίπου τό ἴδιο διάστημα -τέσσερις μῆνες- ἀνάμεσα στίς τρεῖς μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές. Ἡ Μεταμόρφωση, μαζί μέ τήν Ἐνανθρώπιση καί τό Πάσχα, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πνευματικούς σταθμούς τῆς ἀνθρώπινης πορείας μέσα στό χρόνο. Κι αὐτό δείχνει πώς ἡ Ἐκκλησία δέν θεώρησε ποτέ τή Μεταμόρφωση ὡς ἕνα ἁπλό θαῦμα, ἀλλά ὡς μία πράξη τοῦ Χριστοῦ τῆς ἴδιας σημασίας γιά τήν σωτηρία μας μέ τήν Ἐνσάρκωση καί τήν Ἀνάσταση. Γι’ αὐτό πρόταξε τήν νηστεία, γι’ αὐτό περικύκλωσε τήν κυρία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μέ προεόρτια καί μεθέορτα.
Μιά καί τόσο μεγάλη εἶναι ἡ ἑορτή, καὶ μιὰ καὶ ὁ ἑορτασμός της συνεχίζεται καὶ σήμερα, καλό θά εἶναι νά μιλήσουμε λίγο γιά τό νόημά της, ἔτσι πού ὁ ἑορτασμός μας νά ἔχει μιά σωστή θεμελίωση καί νά μήν ἐξαντλεῖται στήν τήρηση τῶν πατροπαράδοτων ἐθίμων.
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα ἐπεισόδιο ἀπό τήν ἐπίγεια δράση του, πού ἔλαβε χώρα λίγο πρίν ἀπό τήν πορεία του πρός τήν Ἱερουσαλήμ, πορεία πού ἀπέληξε στό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Μαζί μέ τήν Βάπτιση ἔχει κοινή τήν ἀποκάλυψη τῆς ἁγίας Τριάδος. Μαζί μέ τήν Ἀνάσταση ἔχει κοινή τήν ἀποκάλυψη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Μαζί μέ τήν Πεντηκοστή ἔχει κοινή τήν δημιουργική ἐπενέργεια τοῦ Παρακλήτου.
Εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἡ Μεταμόρφωση, πού βοηθεῖ στή σωτηρία μας μέ τή σωστή θεογνωσία καί ἀνθρωπογνωσία πού παρέχει. Ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτήν ποιός εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά συγχρόνως καί ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ποῦ βαδίζει ἡ ἱστορία μας. Αὐτά τά τρία σημεῖα θά δοῦμε στή συνέχεια -χωρίς φυσικά καί νά ἐξαντλοῦμε τό νόημά της.
Μᾶς δείχνει ἡ Μεταμόρφωση ποιός εἶναι ὁ Χριστός. Πολλοί σύγχρονοί μας ἔχουν γιά τόν Χριστό τήν πλανεμένη ἀντίληψη πώς εἶναι ἕνας μεγάλος δάσκαλος ἤ ἕνας ἠθικολόγος. Ἡ Μεταμόρφωσή του ὅμως ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀλλαγή τῆς μορφῆς του, τό θεϊκό ἄκτιστο φῶς πού τό περιτριγύρισε, ἡ οὐράνια φωνή τοῦ Πατρός πού μαρτύρησε γιά τή θεϊκή του φύση, ὅλα δείχνουν ὅτι εἶναι Θεός. Μπορεῖ νά ἔζησε ἀνάμεσά μας μέ τήν μορφή δούλου, μπορεῖ ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς νά ὑπέμεινε τό σταυρικό θάνατο. Δέν παύει ὅμως οὔτε στιγμή νά εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἐνανθρώπησε, δίδαξε, ἔπαθε καί ἀναστήθηκε ἀπό ἀπέραντη ἀγάπη γιά τό πλάσμα του, τόν ἄνθρωπο. Ἐπειδή εἶναι Θεός, γι’ αὐτό εἶναι καί σωτήρας μας. Ἐπειδή εἶναι Θεός, γι’ αὐτό τά λόγια του καί ἡ ζωή του εἶναι δεσμευτικά γιά τούς πιστούς. Ἐπειδή εἶναι Θεός, γι’ αὐτό ἡ ζωή καί τό ἔργο του εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεώς μας.
Δέν εἶναι μόνο Θεός ὅμως ὁ Χριστός. Εἶναι καί ἄνθρωπος, τέλειος ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος ἀληθινός ἄνθρωπος στήν ἱστορία τοῦ γένους μας. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, πού συνομιλεῖ καί πάλι μέ τόν Θεό καί Πατέρα, ὅπως ὁ παλαιός Ἀδάμ στόν Παράδεισο. Εἶναι ὅμως πολύ παραπάνω ἀπό τόν παλαιό, τόν πρῶτο Ἀδάμ ὁ Χριστός. Γιατί ἔχει ἕνα καινούριο γνώρισμα, πού δέν μπόρεσε νά ἀποκτήσει ἐκεῖνος, τήν ὁμοίωση μέ τόν Θεό. Καί ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός εἶναι ὅμοιος μέ τόν Θεό. Γιατί μέ τήν ἀπόλυτη ὑπακοή του ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Λόγο, μέ τή θεϊκή φύση του. Ἡ θέλησή του ἡ ἀνθρώπινη ἀκολούθησε ἀπό τήν πρώτη στιγμή καί μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου τή θεϊκή του θέληση. Ἡ ἐπιθυμία του ἡ ἀνθρώπινη ἦταν ταυτισμένη μέ τή θεϊκή ἐπιθυμία του. Ἔτσι ἔγινε καί ὡς ἄνθρωπος αὐτό πού ἦταν ὡς Θεός: Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ὅτι δηλ. ὁ Χριστός ἐθέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἀνέλαβε νά κάνει ὅ,τι δέν κατόρθωσε ὁ παλαιός Ἀδάμ, νά κάνει τόν ἄνθρωπο υἱό τοῦ Θεοῦ μέ τή θέωση τῆς φύσεώς του. Θεός ἀληθινός καί ἄνθρωπος ἀληθινός ἀποκαλύπτεται κατά τή Μεταμόρφωσή του ὁ Χριστός. Θεός ἀληθινός, γιατί τό μαρτυρεῖ ἡ οὐράνια φωνή καί ὁ ἐρχομός τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία. Θεός ἀληθινός, ὅπως τό δείχνει ἡ στάση τῶν μαθητῶν του καί ἡ ἔκπληξή τους. Ἄνθρωπος ἀληθινός ὅπως τό δείχνει ἡ ἀλλαγή τῆς μορφῆς του, ὅταν ἀποκαλύφθηκε στή θεωμένη μορφή της. Ἄνθρωπος ἀληθινός, ὅπως ἦταν καί πρίν καί μετά ἀπό τή Μεταμόρφωση ἀνάμεσά μας.
Μᾶς ἀποκαλύπτει ἔτσι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γνωρίζοντας ἀπό κοντά τήν θεωμένη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀποκαλύφθηκε κατά τήν ἔνδοξη ἐμφάνισή του στό ὄρος Θαβώρ, μαθαίνομε συγχρόνως καί τή δική μας ἀληθινή φύση. Δέν ἤμαστε αὐτό πού μέ τόση εὐκολία καί εὐπιστία νομίζομε. Δέν εἶναι ἡ ἀληθινή φύση μας αὐτή πού θεωροῦμε πραγματικότητα μέ βάση τήν καθημερινή ἐμπειρία. Αὐτά ὅλα φαίνονται, μά δέν εἶναι ἀληθινά, γιατί δέν ἐκφράζουν τήν βούληση τοῦ Θεοῦ γιά τό γένος μας, ὅταν τό ἔπλασε. Ἴσως μιλήσει κάποιος γιά πραγματικότητα. Εἶναι ὅμως, ἀληθινά πραγματικότητα τό μίσος, τό ἄγχος, ὁ φόβος τοῦ θανάτου, τά κόμπλεξ, ἡ ἀποξένωση ἀπό τόν συνάνθρωπο; Εἶναι στ’ ἀλήθεια πραγματικότητα οἱ καυγάδες, ἡ ζήλεια, ὁ πόλεμος καί ἡ διαμάχη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ποὺ ὁ Θεός ἔπλασε γιά νά ’ναι ἀδελφοί; Ἡ ἀπάντηση τῆς Μεταμορφώσεως εἶναι μονοσήμαντη: ὄχι, δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τήν θέλει καί τήν ἔπλασε ὁ Θεός. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ἡ ἀλήθεια πού παρουσιάστηκε ζωντανή στόν κόσμο μέ τόν Χριστό. Εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ἔδειξε ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος.
Ἡ ἀληθινή ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ὅμως δυνατή μέσα στό κοινωνικό σύνολο, μέσα στά πλαίσια τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Κι αὐτό μᾶς τό θυμίζουν τά πρόσωπα πού παρίστανται στή Μεταμόρφωση. Τήν μέχρι τότε πορεία τοῦ ἀνθρώπου τή θυμίζουν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας. Ὁ μεγάλος νομοθέτης καί ὁ Προφήτης πού μετατέθηκε ζωντανός κοντά στό Θεό μέσα στό πύρινο ἅρμα τῆς θεϊκῆς δόξας. Αὐτοί εἶναι ὅσοι βάδισαν συνειδητά πρός τόν Χριστό, ὅσοι ἔζησαν προσμένοντας τή δόξα του. Καί κοντά σ’ αὐτούς οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί προγεύονται τήν τελική δόξα. Ζοῦν ἀπό τώρα κιόλας, ἀπό τό παρόν τήν ἀλλαγή πού προσμένει ὅλους τοὺς πιστούς στό μέλλον. Παίρνουν ἀπό τώρα μιά γεύση τῆς θαυμαστῆς ἀλλαγῆς. Γιά νά μποροῦν νά μαρτυρήσουν μέσα στόν κόσμο γιά τή θεϊκή δωρεά. Γιά νά ἔχουν καθαρή τήν αἴσθηση καί νά μή ξεγελιοῦνται ἀπό τά ψεύτικα φῶτα τοῦ παρόντος. Γιά νά φωτίσουν τούς ἄλλους μέ τό ἄκτιστο φῶς πού τήν ὀμορφιά του πρῶτοι οἱ ἴδιοι δοκίμασαν. Βλέπουν οἱ Ἀπόστολοι τόν Χριστό «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», γιά νά πάρουν μιά ἰδέα πῶς θά γίνουν καί οἱ ἴδιοι, ἀλλά καί ὅλοι οἱ πιστοί στό τέλος τῶν καιρῶν, ὅταν τό φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ θά φωτίζει τόν κόσμο. Γιά τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία ἡ Μεταμόρφωση εἶναι ἡ ὥρα πού ἐκπληρώνεται ἡ προσδοκία τους. Γιά τούς τρεῖς Ἀποστόλους καί γιά μᾶς εἶναι ἡ στιγμή πού ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στόν μελλούμενο κόσμο.
Αὐτό τό τελευταῖο σημεῖο ἀξίζει νά τό δοῦμε ἀπό πιό κοντά. Ζοῦμε καθημερινά τίς κραυγαλέες ἐπαγγελίες διαφόρων ἰδεολογιῶν γιά τό μέλλον. Τή δική μας ἄποψη, τή χριστιανική τή δίνει ἡ Μεταμόρφωση. Ὄχι μέ θεωρίες καί λόγια, ἀλλά μέ μιά ἀποκαλυπτική πράξη τοῦ Θεοῦ.
Τό τέλος τοῦ δρόμου μας δέν ἀπολήγει σέ μιά ὑλική ἄνεση, ὅπως ὑποστηρίζουν παλαιοί καί νέοι, θρησκευόμενοι ἤ ἄθεοι, χιλιαστές. Δέν βρίσκονται σ’ ἕνα συμπόσιο μέ ὑλικά ἀγαθά οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι. Δέν εἶναι ἡ ὑλική εὐημερία πού τούς θαμπώνει οὔτε ἡ τεχνολογική ἀνάπτυξη πού τούς ἐμπνέει αὐτή τή στιγμή. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι δέν σκέπτονται τί θά φᾶνε ἤ τί θά ντυθοῦν ἤ ποῦ θά μείνουν. Τούς ἀρκεῖ νά κάνουν μιά σκηνή -κι αὐτήν ὄχι γιά τόν ἑαυτό τους! Ἡ εὐτυχία τους δέν βρίσκεται στήν ὕλη, ἀλλά στήν πνευματική ἀγαλλίαση, στή θέα τοῦ ἀκτίστου θεϊκοῦ φωτός πού τούς περιβάλλει. Κι ἐδῶ φαίνεται πόσο εἶχαν καταλάβει σωστά το νόημα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Ὁ ἄνθρωπος ζητεῖ στήν Κυριακή προσευχή νά ἔλθει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά γίνει τό θέλημά Του, νά ἁγιαστεῖ τό ὄνομά Του πάνω στή γῆ. Αὐτά ὅλα μποροῦν νά συνοψισθοῦν στήν ἀποκάλυψη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή τή δόξα τήν εἶχαν μπροστά στά μάτια τους οἱ μαθητές, ὅταν εἶδαν τό φῶς της νά λάμπει γύρω στόν μεταμορφωμένο Χριστό. Τί ἄλλο ἤθελαν; Εἶχαν κιόλας τό πλήρωμα κάθε ἀνθρώπινης ἐπιθυμίας…
Στό τέλος τοῦ δρόμου μας δέν βρίσκεται οὔτε ἡ ἠθική πληρότητα οὔτε ἡ ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, μέ τήν ἔννοια πού τούς δίνομε συνήθως. Κάτι τέτοιο εἶναι καθαρά ἀνθρώπινο ὄνειρο, πού βασίζεται στήν ψευδαίσθηση τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι μπορεῖ τάχα ἀπό μόνος του νά φτάσει σ’ ἕνα τέλος. Ἡ Μεταμόρφωση ὅμως δείχνει ὅτι ἕνας παρόμοιος δρόμος δέν ὁδηγεῖ πουθενά. Δέν ἀποκαλύπτεται τό ἄκτιστο φῶς σέ ἠθικά τέλειους ἀνθρώπους σάν ἀμοιβή οὔτε εἶναι τό ἐπιστέγασμα τῆς ὁλοκληρώσεως τῆς προσωπικότητάς των. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι τέλειοι μέ τά μέτρα τῶν ἠθικολόγων, παλαιῶν καί συγχρόνων. Εἶναι ἁπλά ἄνθρωποι, πού ὁ Θεός τούς δέχεται ὅπως εἶναι, μέ μόνο κριτήριο τήν ἁπλότητα τῆς καρδίας των πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό. Αὐτό εἶναι τό μοναδικό προσόν τοῦ ἀνθρώπου, πού στή συνέχεια μεταμορφώνει καί ἀλλάζει ριζικά το ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτό σημαίνει ὅμως εὐθύνη καί ἐλπίδα συνάμα γιά τόν καθένα μας. Ἐλπίδα, γιατί πάντα μᾶς προσμένει ὁ Θεός, γιά νά μᾶς ἀποκαλύψει μέ τή δύναμη τοῦ ἀκτίστου φωτός του τόν καινούριο κόσμο καί νά μᾶς μεταμορφώσει σέ πολίτες τῆς βασιλείας του. Εὐθύνη, γιατί ἀπό τή δική μας ἀγάπη γιά τόν Θεό καί τόν Κύριο Ἰησοῦ ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας καί ἡ μετοχή μας στήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Τό φῶς τοῦ Θαβώρ δέν περιορίστηκε στούς τρεῖς Ἀποστόλους. Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καταυγάζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί σκορπίζεται στόν κόσμο μέ τήν παρουσία τῶν ἁγίων του. Δικό μας καθῆκον καί δική μας χαρά καί ἐλπίδα εἶναι νά δοκιμάσουμε τήν ἀγαλλίαση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ μέ τή δική μας προσωπική μετοχή σ’ αὐτή τήν θεϊκή ἀποκάλυψη.

Βασ. Στογιάννος, «Ἡ Ἐκκλησία στήν ἱστορία καί στό παρόν», Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ – Θεσσαλονίκη 1982  σελ. 87-92